ΣΤΟΙΧΕΙΑ
ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Δικαστήριο:
|
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ ΤΜΗΜΑ Γ'
|
Τόπος:
|
ΑΘΗΝΑ
|
Αριθ.
Απόφασης:
|
1491
|
Ετος:
|
1997
|
Περίληψη
Δικηγόροι - Δικηγορική πληρεξουσιότητα - Δικαστικό τεκμήριο - Ενορκες
βεβαιώσεις - Θάνατος διαδίκου - Επανάληψη διακοπείσας δίκης -. Αυτοδίκαια
επαναλαμβάνεται η δίκη που διακόπηκε με τον θάνατο κάποιου των διαδίκων,
εφόσον κοινοποιήθηκε πρόσκληση στους κληρονόμους του θανόντα, μετά την
παρέλευση της τετράμηνης προθεσμίας για την αποποίηση της κληρονομιάς, και
έχουν περάσει 30 ημέρες από την πρόσκληση. Ο δικηγόρος που υπογράφει την
αγωγή θεωρείται κατά νόμιμο αμάχητο τεκμήριο, ότι είναι πληρεξούσιος του
ενάγοντα. Εφόσον ο ενάγων, συνεχίζοντας την ανοιγείσα με την αγωγή δίκη,
ενέκρινε ρητώς ή σιωπηρώς την διεξαγωγή της, όλες οι πράξεις που ενεργήθηκαν
από τον δικηγόρο που υπέγραψε την αγωγή μέχρι την πρώτη συζήτηση στο
ακροατήριο, τον δεσμεύουν, ανεξάρτητα από το εάν συνέχισε μεταγενέστερα τη
δίκη με τον ίδιο ή άλλο δικηγόρο που διόρισε νόμιμα. Ο ανωτέρω δικηγόρος
είναι δεκτικός παραλαβής και της κλήσης του αντιδίκου για λήψη ένορκης
βεβαίωσης ενώπιον Ειρηνοδίκου ή Συμ/φου. |
Κείμενο
Απόφασης
Πρόεδρος:
|
Δ. Κατσιρέας
|
Εισηγητές:
|
Θ. Πρασουλίδης
|
Λήμματα:
|
ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ
,ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ ,ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΤΕΚΜΗΡΙΟ ,ΕΝΟΡΚΕΣ ΒΕΒΑΙΩΣΕΙΣ ,ΘΑΝΑΤΟΣ
ΔΙΑΔΙΚΟΥ - ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΔΙΑΚΟΠΕΙΣΑΣ ΔΙΚΗΣ
|
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
|
ΣΤΟΙΧΕΙΑ
ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Δικαστήριο:
|
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ ΤΜΗΜΑ Β'
|
Τόπος:
|
ΑΘΗΝΑ
|
Αριθ.
Απόφασης:
|
497
|
Ετος:
|
1991
|
Περίληψη
Δικαστικός πληρεξούσιος - Ο δικηγόρος που υπογράφει την αγωγή θεωρείται
κατά νόμιμο αμάχητο τεκμήριο πληρεξούσιος και αντίκλητος του ενάγοντα -
Επιδόσεις - Η επίδοση προς αυτόν της κλήσης για ένορκη βεβαίωση είναι νόμιμη. |
Κείμενο
Απόφασης
Το άρθρο 143 ΚΠολΔ ορίζει στην
παρ. 1 ότι ο δικαστικός πληρεξούσιος που διορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 96
είναι αυτοδικαίως και αντίκλητος για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στη
δίκη στην οποία είναι πληρεξούσιος στις οποίες περιμβάνεται και η επίδοση της
οριστικής απόφασης. Το ίδιο άρθρο 143, ορίζει στην παρ. 3 ότι η επίδοση της
κλήσης για την πρώτη συζήτηση αγωγής ή ενδίκου μέσου μπορεί να γίνει και σε
όποιον τα έχει υπογράψει ως πληρεξούσιος. Εξάλλου,
ορίζεται α) στο άρθρο 96 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των άλλων, ότι η
πληρεξουσιότητα δίδεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική
δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση, β) στο άρθρο 97 ότι η
πληρεξουσιότητα παρέχει στον πληρεξούσιο το δικαίωμα να ενεργεί όλες τις
κύριες και παρεπόμενες πράξεις που αφορούν τη διεξαγωγή της δίκης και γ) στο
άρθρο 104 ότι για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως την
πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα ενώ για
τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν δεν υπάρχει
κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις ακόμα και εκείνες που είχαν γίνει
προηγούμένως. Απο τις
διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκεινες των άρθρων 544 αρ. 4 ΚΠολΔ, 233, 236
και 238 ΑΚ που έχουν εφαρμογή και στις δικονομικές δικαιοπραξίες, συνάγεται
οτι ο δικηγόρος που υπέγραψε την αγωγή, κατά νόμιμο αμάχητο τεκμήριο
θεωρείται μέχρι την πρώτη συζήτηση στο κροατήριο ότι είναι πληρεξούσιος του
ενάγοντος. Εφόσον, λοιπόν, ο τελευταίος, συνεχίζοντας τη δίκη που ανοίχθηκε
με την αγωγή, ενέκρινε ρητώς ή σιωπηρώς τη διεξαγωγή της, όλες οι
διαδικαστικές πράξεις που ενεργήθηκαν από το δικηγόρο πουυπέγραψε την αγωγή
μέχρι την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο, ωφελούν και βλάπτουν το διάδικο και
γενικά τον δεσμέυουν ανεξάρτητα από το αν μεταγενέστερα συνέχισε τη δίκη και
παραστάθηκε στο δικαστήριο με τον ίδιο ή άλλο δικηγόρο που διόρισε νόμιμα. Ο
δικηγόρος που υπέγραψε την αγωγή, σε κάθε περίπτωση, παραλαμβάνει κατά το
άρθρο 143 παρ. 3 ΚΠολΔ νόμιμα την βασικής σημασίας για την παραπέρα πορεία
της δίκης κλήση για πρώτη συζήτηση της αγωγής έστω και αν παραστεί άλλος στο
ακροατήριο απ' αυτόν που την υπέγραψε (ίδε Πρακτικά Αναθεωρ. Επιτροπής σελ.
59). Επομένως, κατά μείζονα λόγο είναι δεκτικός παραλαβής και της κλήσης του
αντιδίκου του να παραστεί σε ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφο για λήψη ένορκης
βεβαίωσης σύμφωνα με το άρθρο 671 παρ. 1 ΚΠολΔ. Η άποψη αυτή, σύμφωνα με την
αρχή της οικονομίας της δίκης, διευκολύνει τη διεξαγωγή της ιδίως σε περιπτώσεις
πολυπροσώπων δικών, που, σε αντίθετη εκδοχή, ο διάδικος θα ήταν υποχρεωμένος
για μια απλή ένορκη βεβαίωση που πρέπει να γίνει πριν από την πρώτη συζήτηση
στο ακροατήριο, να προβεί σε αντίστοιχες με τον αριθμό των αντιδίκων του
επιδόσεις, υποβαλλόμενος σε υπέρογκες δαπάνες ενώ επί πλέον με τη γινόμενη
δεκτή άποψη, ικανοποιείται πλήρως ο σκοπός του νόμου να μάθει ο νατιδικος τον
βεβαιώνοντα ένορκα και να παραστεί αν το επιθυμεί. |
Εισηγητές:
|
Κ. Δαφέρμος
|
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
|
ΣΤΟΙΧΕΙΑ
ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Δικαστήριο:
|
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
|
Τόπος:
|
ΑΘΗΝΑ
|
Αριθ.
Απόφασης:
|
454
|
Ετος:
|
2004
|
Όροι
θησαυρού:
|
ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ (ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ)
|
Περίληψη
Βεβαιώσεις ένορκες -. Ο δικηγόρος που υπέγραψε το ένδικο μέσο της έφεσης,
είναι αντίκλητος δεκτικός παραλαβής και της κλήσης του αντιδίκου του
εκκαλούντος, για να παραστεί κατά τη λήψη ένορκης βεβαίωσης. |
Κείμενο
Απόφασης
Αριθμός 454/2004 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Χαράλαμπο Γεωργακόπουλο, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Λέανδρο Ρακιντζή, Ιωάννη Δαβίλλα, Πολύκαρπο Βούλγαρη και Γεώργιο Αμελαδιώτη, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 2α Μαρτίου 2004, με την παρουσία και της Γραμματέως Ευθυμίας Μαντζάνα, για να δικάσει μεταξύ : Του αναιρεσείοντος: ***, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Μαδεντζίδη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 Κ. Πολ. Δ. Της αναιρεσιβλήτου : Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία ***, που έχει την έδρα της στη Βιομηχανική Περιοχή Κομοτηνής και εκπροσωπείται νομίμως. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Γαβαλά, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 Κ. Πολ. Δ. Η ένδικη διαφορά έχει εισαχθεί με την από 10 Νοεμβρίου 1999 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις : 280/2001 οριστική του ίδιου δικαστηρίου και 7248/2002 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί ο αναιρεσείων, με την από 14 Φεβρουαρίου 2003 του αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Αμελαδιώτης ανέγνωσε την από 4 Φεβρουαρίου 2004 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο τέταρτος λόγος της αίτησης αναιρέσεως και να απορριφθούν οι υπόλοιποι. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η ένορκη βεβαίωση τρίτου ενώπιον Ειρηνοδίκη ή Συμβολαιογράφου, σύμφωνα με το άρθρο 671 παρ. 1 εδαφ. Τελευταίο του Κ.Πολ.Δ., λαμβάνεται υπόψη ως αποδεικτικό μέσο στη διαδικασία των εργατικών διαφορών ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου αλλά και στη δευτεροβάθμια δίκη, μόνο εάν έχει συνταχθεί πριν από τη δικάσιμο και μετά προηγουμένη και νομότυπη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου, που επικαλείται τη σύνταξη αυτής, πριν από 24 τουλάχιστον ώρες από τη λήψη της. Η ένορκη αυτή βεβαίωση αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, διαφορετικό από τα έγγραφα και τους μάρτυρες. Γι αυτό όταν προσκομίζεται νομότυπα ληφθείσα ένορκη βεβαίωση ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας για την απόδειξη ή ανταπόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού πρέπει να αναφέρεται ειδικώς στην απόφαση ότι το αποδεικτό αυτό μέσο (ένορκη βεβαίωση) έχει ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο για να μη υπάρχει αμφιβολία περί του αν αυτό λήφθηκε ή όχι υπόψη. Εξ άλλου από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 96,97, 104 και 143 παρ. 1 και 3 Κ.Πολ.Δ., συνάγεται ότι ο δικηγόρος, που υπέγραψε το ένδικο μέσο της έφεσης, κατά νόμιμο αμάχητο τεκμήριο θεωρείται μέχρι την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο ότι είναι ο πληρεξούσιος και αυτοδικαίως αντίκλητος του εκκαλούντα για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στην ανοιγείσα με το ένδικο μέσο δίκη, στις οποίες περιλαμβάνεται και η κλήση για την πρώτη συζήτηση της έφεσης. Έτσι κατά μείζονα λόγο είναι αντίκλητος δεκτικός παραλαβής και της κλήσης του αντιδίκου του εκκαλούντος, για να παραστεί σε Ειρηνοδίκη ή Συμβολαιογράφο κατά τη λήψη ένορκης βεβαίωσης σύμφωνα με το άρθρο 671 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων με τις από 17.11.2001 προτάσεις του, που κατάθεσε στο Εφετείο Αθηνών κατά τη συζήτηση (27.11.2001) της υποθέσεως, μετά την οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, όπως από αυτές (προτάσεις) προκύπτει, επικαλέσθηκε προς απόδειξη των αγωγικών ισχυρισμών του και προσκόμισε, εκτός των άλλων, και την από 17.9.2001 ένορκη βεβαίωση του τρίτου ***, που λήφθηκε με την επιμέλεια του ύστερα από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αναιρεσίβλητης, που έγινε με επίδοση της από 12.9.2001 κλήσεως στον υπογράψαντα την έφεση της πληρεξούσιο της και αντίκλητό της δικηγόρο Νικόλαο Γαβαλά, εξειδικεύοντας πλήρως αυτή με την αναφορά α) της χρονολογίας (17.9.01) συντάξεως της, β) της συντάξασας αυτήν Δικαστικής Αρχής (Ειρηνοδίκη Αθηνών), γ) τον ονοματεπωνύμου (***), που έδωσε την ένορκη βεβαίωση, και δ) της έκθεσης επιδόσεως της από 12.9.2001 κλήσεως (βλέπεται τελευταίες σειρές της 30ης σελίδας των προτάσεων αυτών). Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση του, δεν έλαβε υπόψη του την παραπάνω αναφερομένη ένορκη βεβαίωση, ενόψει ότι δεν την μνημονεύει καθόλου στην απόφασή του ενώ μνημονεύει πλήθος άλλων ενόρκων βεβαιώσεων, και έτσι υπέπεσε στην πλημμέλεια του αριθμού 11 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. Επομένως ο σχετικός και από τον αριθμό αυτό τέταρτος λόγος του αναιρετηρίου είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Και, αφού γίνεται δεκτός ο λόγος αυτός, παρέλκει η εξέταση των υπολοίπων. Μετά από αυτά πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωκαν την αναιρουμένη απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.) Η δικαστική δαπάνη πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της αναιρεσίβλητης, που ηττάται (άρθρ. 176 Κ.Πολ.Δ.) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ αριθ. 7248/2002 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συντεθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωκαν την αναιρουμένη απόφαση. Και Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει σε χίλια εκατό (1.100) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 30 Μαρτίου 2004. Και Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 20 Απριλίου 2004. |
Πρόεδρος:
|
Χαράλαμπος Γεωργακόπουλος
|
Δικηγόροι:
|
Γεώργιος Αμελαδιώτης
|
Εισηγητές:
|
Γεώργιος Αμελαδιώτης
|
Λήμματα:
|
Βεβαιώσεις ένορκες
|
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
|
ΣΤΟΙΧΕΙΑ
ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Δικαστήριο:
|
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
|
Τόπος:
|
ΑΘΗΝΑ
|
Αριθ.
Απόφασης:
|
991
|
Ετος:
|
2012
|
Περίληψη
Στοιχεία ορισμένου διεκδικητικής αγωγής που στηρίζεται στην έκτακτη
χρησικτησία - Ένορκες βεβαιώσεις - Μη νόμιμη κλήτευση - Αντίκλητος - Αναίρεση
για παράνομες αποδείξεις -. Επί διεκδικητικής αγωγής ακινήτου με βάση την
έκτακτη χρησικτησία για την πληρότητα του δικογράφου της πρέπει ο ενάγων να
αναφέρει, εκτός των άλλων, τις πράξεις νομής του στο ακίνητο, όπως τέτοιες
είναι η καλλιέργεια, η εκμίσθωση σε τρίτους, η οριοθέτηση και η επίβλεψη, η
καταμέτρηση τούτου και η σύνταξη τοπογραφικών διαγραμμάτων, χωρίς να
απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο
χρόνο χρησικτησίας. Βάσιμος αναιρετικός λόγος από τον αριθ. 11 του άρθρου 559
ΚΠολΔ. Το δικαστήριο έλαβε υπόψη του ένορκη βεβαίωση που έγινε χωρίς να έχει
νομίμως κλητευθεί ο αντίδικος. Επίδοση στον αντίκλητο. Δεν θεωρείται
αντίκλητος του εκκαλούντος ο δικηγόρος που υπογράφει ως πληρεξούσιος
δικηγόρος του την κλήση - γνωστοποίηση εξέτασης μαρτύρων ενώπιον
συμβολαιογράφου, η οποία (κλήση) επιδίδεται με παραγγελία του στον αντίδικο
(του εκκαλούντος), εφόσον αυτός (δικηγόρος) δεν έχει υπογράψει το ένδικο μέσο
της έφεσης. |
Κείμενο
Απόφασης
Αριθμός 991/2012 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Αντιπρόεδρο, Χαράλαμπο Δημάδη, Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Δημήτριο Μαζαράκη και Κωνσταντίνο Τσόλα, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Νοεμβρίου 2011, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Κ. θυγ. Α. Χ., συζ. Χ. Σ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Βγόντζα. Του αναιρεσίβλητου: Μ. Ν. Κ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του α) Ανθίππη Ζαννάρα και β) Ιωάννη Πέππα. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-7-2006 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας και με την από 30-8-2006 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χίου και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 90/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 43/2010 του Εφετείου Αιγαίου (μεταβατική έδρα Αιγαίου). Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 5-3-2010 αίτησή της και με τους από 22-9-2011 πρόσθετους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Κωνσταντίνος Τσόλας ανέγνωσε την από 20-10-2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, κατ' αποδοχή του δεύτερου λόγου του δικογράφου των πρόσθετων λόγων αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, οι πληρεξούσιοι του αναιρεσίβλητου την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1.- Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 498 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 § 1 του ν. 2915/2001, η προθεσμία για την κλήτευση των διαδίκων που διαμένουν στην ημεδαπή, για τη συζήτηση ενδίκου μέσου, είναι εξήντα ημέρες. Το εκπρόθεσμο της κατά το ανωτέρω άρθρο κλήτευσης του διαδίκου, ο οποίος παρέστη κατά τη συζήτηση, καθιστά άκυρη την κλήτευσή του και προσβάλλει το δικαίωμα της υπεράσπισής του, μόνο υπό την προϋπόθεση του άρθρου 159 παρ. 3 ΚΠολΔ, δηλαδή της επίκλησης και απόδειξης πρόκλησης δικονομικής βλάβης και συγκεκριμένα περί την προπαρασκευή της υπεράσπισης, η οποία δεν μπορεί να επανορθωθεί κατ' άλλο τρόπο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου, ο αναιρεσίβλητος παρέστη προσηκόντως κατά τη συζήτηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης και, αφού αντέταξε πλήρη υπεράσπιση για την υπόθεση, ζήτησε την απόρριψή της (αίτησης αναίρεσης). Με τις προτάσεις του, που κατατέθηκαν μετά τη συζήτηση της υπόθεσης και συγκεκριμένα στις 9-11-2011, όπως προκύπτει από τη σχετική βεβαίωση της Γραμματέως, ο αναιρεσίβλητος προέβαλε το εκπρόθεσμο της κλήτευσής του, ισχυριζόμενος ότι κλητεύθηκε για να παραστεί στη συζήτηση της ένδικης αναίρεσης στις 26-9-2011, ήτοι 32 ημέρες προ της δικασίμου (της 2-11-2011), με συνέπεια να μη έχει τον απαιτούμενο χρόνο για προετοιμάσει την υπεράσπισή του. Ο ως άνω ισχυρισμός του αναιρεσιβλήτου, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι προβλήθηκε μετά τη συζήτηση της υπόθεσης. 2.- Επειδή, η νομική αοριστία της αγωγής που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται ως παραβίαση από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, εάν το δικαστήριο για το σχηματισμό της περί νομικής επάρκειας της αγωγής κρίσης του αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος προς θεμελίωση του δικαιώματος ή αρκέστηκε σε λιγότερα, ενώ η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει, όταν δεν αναφέρονται όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωση του αιτήματος της αγωγής, ελέγχεται ως παραβίαση από τους αριθμούς 14 ή 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Σε κάθε όμως περίπτωση η αοριστία του δικογράφου της αγωγής πρέπει να προτείνεται στο δικαστήριο της ουσίας για να δημιουργείται λόγος αναίρεσης σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι ο σχετικός ισχυρισμός δεν είναι από εκείνους, οι οποίοι, κατ' εξαίρεση, λαμβάνονται υπόψη και χωρίς να προταθούν στο δικαστήριο της ουσίας και ειδικώς δεν αφορά τη δημόσια τάξη. Ο ισχυρισμός για αοριστία της αγωγής προτεινόμενος ή επαναφερόμενος ενώπιον του Εφετείου δεν αρκεί να αναφέρει ότι η αγωγή είναι αόριστη, αλλά πρέπει να αναφέρει τις συγκεκριμένες αοριστίες σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά που είναι απαραίτητα για τη στήριξη του αγωγικού δικαιώματος, εξαιτίας των οποίων δεν παρέχεται η δυνατότητα στον εναγόμενο να αμυνθεί, για να είναι δε ορισμένος ο σχετικός λόγος αναίρεσης πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι προβλήθηκε παραδεκτώς στο πρωτοβάθμιο και επαναφέρθηκε στο δευτεροβάθμιο ο περί αοριστίας της αγωγής ισχυρισμός. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 974, 974, 1041, 1043, 1045, 1094 ΑΚ και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ. Προκύπτει, ότι, για την πληρότητα της διεκδικητικής αγωγής ακινήτου, του οποίου η κυριότητα αποκτήθηκε με πρωτότυπο τρόπο (τακτική και έκτακτη χρησικτησία), πρέπει ο ενάγων να αναφέρει, εκτός των άλλων, τις πράξεις νομής του στο ακίνητο, όπως τέτοιες είναι η καλλιέργεια, η εκμίσθωση σε τρίτους, η οριοθέτηση και η επίβλεψη, η καταμέτρηση τούτου και η σύνταξη τοπογραφικών διαγραμμάτων, χωρίς να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο χρησικτησίας. Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με τον πρώτο λόγο του κυρίου δικογράφου αναίρεσης, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου του, επικαλούμενη την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθ.14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ψέγει το Εφετείο, διότι παρά το νόμο δεν απέρριψε ως αόριστη την αγωγή, αφενός, λόγω μη επαρκούς περιγραφής του επίδικου ακινήτου και ειδικότερα λόγω μη αναφοράς του δυτικού ορίου του και, αφετέρου, λόγω μη αναφοράς συγκεκριμένων πράξεων νομής στο επίδικο ακίνητο εκ μέρους του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου και των δικαιοπαρόχων του. Ο λόγος αυτός αναίρεσης, όσον αφορά την πρώτη αιτίαση, είναι, σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο 562 παρ.2 ΚΠολΔ, απαράδεκτος, διότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της από 26-11-2007 έφεσης της αναιρεσείουσας, η τελευταία δεν προέβαλε συγκεκριμένη ένσταση αοριστίας της ένδικης αγωγής για τον προεκτεθέντα λόγο. Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση, ο ως άνω λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο αντίγραφο του από 30-8-2006 δικογράφου της ένδικης διεκδικητικής κυριότητας αγωγής του αναιρεσιβλήτου, το οποίο εκτιμά, κατ' άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ, ως διαδικαστικό έγγραφο ο Άρειος Πάγος, περιέχονται σ' αυτό, αναφορικά με τον πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας (τακτική και έκτακτη χρησικτησία) όλα τα κατά νόμο απαιτούμενα στοιχεία για την νομική θεμελίωση και δικαστική εκτίμηση της εν λόγω αγωγής και ειδικότερα αναφέρονται οι πράξεις νομής του ενάγοντος και των δικαιοπαρόχων του (καλλιέργεια, εκμίσθωση, οριοθέτηση, επίβλεψη), οι οποίες εμπίπτουν στον απαιτούμενο χρόνο χρησικτησίας. Δεν ήταν δε απαραίτητο, όπως προαναφέρθηκε, για το ορισμένο της αγωγής ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων νομής μέσα στο χρόνο χρησικτησίας. Επομένως, δεν παρέλειψε το Εφετείο, παρά το νόμο, να απορρίψει ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας την ένδικη αγωγή, όπως όφειλε, κατά την αναιρεσείουσα, μετ' αποδοχή του περί αοριστίας της λόγου της έφεσής της. 3.- Επειδή, κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. α' ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει. Εξάλλου, κατά το άρθρο 270 παρ. 2 εδ. 2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 του ν. 2145/2001, επιτρέπεται η χρήση ενόρκων βεβαιώσεων και κατά την τακτική διαδικασία, δικονομικό καθεστώς από το οποίο διέπεται και η ένδικη υπόθεση με βάση το χρόνο έναρξης της ισχύος του από 1-1-2002 (άρθρο 15 του ν. 2943/2001) και προσδιοριστικό κριτήριο την ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου συζήτηση της υπόθεσης (άρθρο 22 του ν.2915/2001), η οποία στην ερευνώμενη υπόθεση έλαβε χώρα κατά τη δικάσιμο της 21-3 -2006. Σύμφωνα δε με την ως άνω διάταξη, ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη η συμβολαιογράφου λαμβάνονται υπόψη μόνον αν έχουν συνταχθεί πριν από τη δικάσιμο και μετά προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση. Συνεπώς, απαραίτητη προϋπόθεση για την εκτίμηση των, κατ' άρθρο 270 παρ. 2 εδ. 2 ΚΠολΔ, ενόρκων βεβαιώσεων από το δικαστήριο της ουσίας αποτελεί η λήψη τους μετά από προηγούμενη πριν από δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες κλήτευση του αντιδίκου του διαδίκου που τις επικαλείται και τις προσκομίζει, ο οποίος και υποχρεούται στην επίκληση και απόδειξη της κλήτευσης, εκτός αν ο αντίδικός του παραστάθηκε κατά τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης. Αν το δικαστήριο της ουσίας λάβει υπόψη του ένορκη βεβαίωση χωρίς να έχει νομίμως κλητευθεί ο αντίδικος, (που δεν παρέστη κατά τη λήψη της), λαμβάνει υπόψη του ανεπίτρεπτο από το νόμο αποδεικτικό μέσο. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 94, 96, 97, 142 και 143 του ΚΠολΔ, η επίδοση προς διάδικο μπορεί να γίνεται και προς τον νόμιμα διορισμένο αντίκλητό του, εφόσον εξακολουθεί να έχει αυτή την ιδιότητα. Ο διορισμός αντικλήτου γίνεται, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 142 παρ. 1 και 4, είτε με δήλωση ενώπιον του γραμματέα του πρωτοδικείου της κατοικίας του διαδίκου είτε με ρήτρα σε σύμβαση (που καλύπτει μόνο τις σχετικές με τη σύμβαση αυτή πράξεις). Επίσης, έχει την ιδιότητα του αντικλήτου και ο νόμιμα διορισμένος πληρεξούσιος δικηγόρος, στον οποίο μπορούν να γίνονται μόνον οι επιδόσεις που ανάγονται στη δίκη για την οποία είναι πληρεξούσιος. Από τις ίδιες διατάξεις και εκείνη του άρθρου 104 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι ο δικηγόρος, που υπέγραψε το ένδικο μέσο της έφεσης, κατά νόμιμο αμάχητο τεκμήριο θεωρείται μέχρι την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο ότι είναι ο πληρεξούσιος και αυτοδικαίως αντίκλητος του εκκαλούντος για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στην ανοιγείσα με το ένδικο μέσο δίκη, στις οποίες περιλαμβάνεται και η κλήση για την πρώτη συζήτηση της έφεσης. Έτσι, κατά μείζονα λόγο, είναι αντίκλητος δεκτικός παραλαβής και της κλήσης του αντιδίκου του εκκαλούντος, για να παραστεί σε ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφο κατά τη λήψη ένορκης βεβαίωσης σύμφωνα με το άρθρο 270 παρ. 2 ΚΠολΔ. Δεν θεωρείται όμως αντίκλητος του εκκαλούντος ο δικηγόρος που υπογράφει ως πληρεξούσιος δικηγόρος του την κλήση-γνωστοποίηση εξέτασης μαρτύρων ενώπιον συμβολαιογράφου, η οποία (κλήση) επιδίδεται με παραγγελία του στον αντίδικο (του εκκαλούντος), εφόσον αυτός (δικηγόρος) δεν έχει υπογράψει το ένδικο μέσο της έφεσης. Στην προκειμένη υπόθεση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε, δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία, σχημάτισε την προαναφερθείσα κρίση του για την αλήθεια των πραγματικών περιστατικών, από τα οποία οδηγήθηκε στην παραδοχή της διεκδικητικής κυριότητας αγωγής του αναιρεσιβλήτου και την απόρριψη της αντίθετης αναγνωριστικής κυριότητας αγωγής της αναιρεσείουσας, εκτός άλλων αποδεικτικών μέσων, και από την ειδικά μνημονευόμενη στην απόφαση .../29-4-2009 ένορκη βεβαίωση του Μ. Τ. ενώπιον της συμβολαιογράφου Χίου Καλλιόπης Τριανταφύλλου, την οποία προσκόμισε και επικαλέστηκε ο αναιρεσίβλητος-εφεσίβλητος, και κατά τη λήψη της δεν παρέστη η αναιρεσείουσα. Στην απόφαση το Εφετείο διαλαμβάνει, σχετικά με την κλήτευση της αναιρεσείουσας, πριν από τη σύνταξή της, τα εξής: "(Η ως άνω βεβαίωση) ελήφθη μετά από νόμιμη κλήτευση της εκκαλούσας, από τον εφεσίβλητο που την προσκομίζει (βλ. την 7673/24-9-2009 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Χίου ...), αφού η κλήση επιδόθηκε στην ορισθείσα για την παρούσα δίκη πληρεξούσια δικηγόρο της εκκαλούσας Μαριάννα Αγγελίδου, η οποία πριν από την εν λόγω κλήτευση υπέγραψε ως πληρεξούσια δικηγόρος της την από 22-4-2009 κλήση- γνωστοποίηση εξέτασης μαρτύρων και παραγγελίας της 37011/28-4-2009 ένορκης βεβαίωσης". Σύμφωνα, όμως, με τις παραπάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, η επίδοση της κλήσης στην πληρεξούσια δικηγόρο της εκκαλούσας πριν την 30-4-2009, οπότε συζητήθηκε στο Εφετείο η υπόθεση και η τελευταία παραστάθηκε δια της εν λόγω δικηγόρου, δεν ήταν νόμιμη, διότι η πληρεξούσια δικηγόρος της, η οποία και δεν είχε υπογράψει το ένδικο μέσο της έφεσης, δεν είχε καταστεί αντίκλητός της κατά το χρόνο της επίδοσης της κλήσης για την εξέταση του προαναφερθέντος μάρτυρα. Εξάλλου, το γεγονός ότι η ως άνω δικηγόρος Μαριάννα Αγγελίδου εκπροσώπησε την αναιρεσείουσα (και) κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της έφεσης, ήτοι κατά την 23-10-2008 και υπέβαλε (για λογαριασμό της) αίτημα αναβολής της συζήτησης, το οποίο έγινε δεκτό από το Εφετείο και ορίστηκε ως νέος χρόνος συζήτησης η παραπάνω δικάσιμος της 30-4-2009, δεν προσδίδει την ιδιότητα της αντικλήτου στην εν λόγω δικηγόρο, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσίβλητος (για πρώτη φορά) ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Τούτο γιατί δεν αποδεικνύεται ότι κατά την ως άνω δικάσιμο της 23-10-2010, κατά την οποία υπεβλήθη μόνο αίτημα αναβολής, είχε γίνει νόμιμος διορισμός της ως άνω δικηγόρου ως πληρεξούσιας της αναιρεσείουσας, σύμφωνα με το άρθρο 96 ΚΠολΔ. Ας σημειωθεί, τέλος, ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος εν προκειμένω για έγκριση, κατ' άρθρο 104 ΚΠολΔ, όπως ο αναιρεσίβλητος προβάλλει με τις προτάσεις του, διότι η ακυρότητα θεραπεύεται με την εκ των υστέρων έγκριση, μόνο εφόσον αυτή (έγκριση) αφορά διαδικαστικές πράξεις εκείνου που ενήργησε ως δικαστικός πληρεξούσιος, χωρίς να έχει διορισθεί νομότυπα και όχι όταν αναφέρεται σε πράξεις που έγιναν με παραγγελία του αντιδίκου προς τον μη νομότυπα διορισμένο πληρεξούσιο, ως αντίκλητο. Επομένως, το Εφετείο, που έλαβε υπόψη την πιο πάνω ένορκη βεβαίωση, που δόθηκε χωρίς προηγούμενη νόμιμη κλήτευση της αντιδίκου του εφεσιβλήτου, ήτοι αποδεικτικό μέσο, το οποίο ο νόμος δεν επιτρέπει, υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. α' ΚΠολΔ. Συνεπώς, είναι βάσιμος ο δεύτερος λόγος του δικογράφου των πρόσθετων λόγων αναίρεσης, από τον αριθ. 11 περ. α' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η αναιρετική εμβέλεια του οποίου στο σύνολο της προσβαλλόμενης απόφασης, καθιστά αλυσιτελή την εξέταση των λοιπών λόγων αναίρεσης, που διατυπώνονται με την ένδικη αίτηση και με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων. Κατ' ακολουθίαν, πρέπει, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ), όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του από το ν. 4055/2012). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 43/2010 απόφαση του Εφετείου Αιγαίου. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3.500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Ιανουαρίου 2012. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Ιουνίου 2012. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ |
Πρόεδρος:
|
Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη
|
Δικηγόροι:
|
Αντώνιος
Βγόντζας, Ανθίππη Ζαννάρα, Ιωάννης Πέππας
|
Εισηγητές:
|
Κωνσταντίνος Τσόλας
|
Μέλη:
|
Χαράλαμπος
Δημάδης, Σπυρίδων Μιτσιάλης, Δημήτριος Μαζαράκης
|
Λήμματα:
|
Στοιχεία
ορισμένου διεκδικητικής αγωγής που στηρίζεται στην έκτακτη χρησικτησία
,Ένορκες βεβαιώσεις ,Μη νόμιμη κλήτευση ,Αντίκλητος ,Αναίρεση για παράνομες
αποδείξεις
|
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
|
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Δικαστήριο:
|
ΕΦΕΤΕΙΟ
|
Τόπος:
|
ΑΘΗΝΑ
|
Αριθ.
Απόφασης:
|
457
|
Ετος:
|
2011
|
Περίληψη
Ομοια με ΕφΑθ 456/2011. |
Κείμενο Απόφασης
Αριθμός Απόφασης 457/2011 ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ: 15ο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Αυγουλέα, Πρόεδρο Εφετών, Αντιγόνη Καραϊσκου - Εισηγήτρια, Ευσεβεία Λιακοπούλου Εφέτες, και από τη Γραμματέα Στυλιανή Τζανιδάκη. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Σεπτεμβρίου 2010 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ - ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Γ. Γ. του Π., κατοίκου .. Αττικής και 2) ’. συζ. Γ. Γ., το γένος Τ., κατοίκου ομοίως, από τους οποίους εκκαλούντες - εφεσιβλήτους, ο πρώτος παραστάθηκε στο ακροατήριο με τους πληρεξούσιους δικηγόρους του, Νικόλαο Ρίσβα και Λάουρα Κονβερτίνι, ενώ η δεύτερη εκπροσωπήθηκε από τους ως άνω πληρεξούσιους δικηγόρους της, οι οποίοι ανακάλεσαν τη δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ. ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ- ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «D. Οι ενάγοντες: 1) ’. συζ. Γ. Γ., το γένος Τ. και 2) Γ. Γ. του Π., με την από 26 Σεπτεμβρίου 2002 αγωγή τους προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό 8348/2002, ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σʼ αυτήν. Η ενάγουσα ’. συζ. Γ. Γ., το γένος Τ., με την από 3 Σεπτεμβρίου 2004 αγωγή της, προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό 7034/2004, ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ' αυτήν. Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπʼ αριθμόν 1223/2009 οριστική του απόφαση με την οποία δέχτηκε κατά ένα μέρος τις αγωγές. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι εκκαλούντες, με τις από 16 Ιουλίου 2009 και 29 Ιουνίου 2009 αντίθετες εφέσεις τους προς το Δικαστήριο τούτο, που έχουν κατατεθεί με αριθμούς 7328/2009 και 6336/2009 αντίστοιχα. Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος Νίκος Παπαχρονόπουλος κατέθεσε εμπρόθεσμα τις προτάσεις του και παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι Νικόλαος Ρίσβας και Λάουρα Κονβερτίνι αφού ανακάλεσαν τη δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ. αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν. ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ Οι από 29-6-2009 και από 16-7-2009 αντίθετες εφέσεις (με αριθμούς κατάθ. 6336/2009 και 7328/2009 αντίστοιχα) των διαδίκων κατά της υπʼαριθ. 1223/2009 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμες, εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι παριστάμενοι διάδικοι επικαλούνται ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Πρέπει επομένως να γίνουν τυπικά δεκτές αυτές (οι εφέσεις) και να ερευνηθούν περαιτέρω κατʼουσίαν, συνεκδικαζόμενες μεταξύ τους λόγω συνάφειας, προς διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης (άρθρ. 246 Κ.Πολ.Δ.). Κατά τη διάταξη του άρθρου 513 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., έφεση επιτρέπεται μόνο κατʼ αποφάσεων που εκδίδονται στον πρώτο βαθμό α) εκείνων που παραπέμπουν την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο εξαιτίας αναρμοδιότητας, β) των οριστικών αποφάσεων που περατώνουν την όλη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή για την ανταγωγή. Αν η απόφαση είναι κατά ένα μέρος οριστική, δεν επιτρέπεται έφεση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων, πριν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 532 του ίδιου Κώδικα, αν λείπει κάποια από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της έφεσης, ιδίως αν η έφεση δεν ασκήθηκε εμπρόθεσμα, και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, το δικαστήριο την απορρίπτει ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι αν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο συνεκδικάστηκαν περισσότερες αγωγές, που είχαν σωρευθεί στο ίδιο δικόγραφο, προς εξοικονόμηση δαπανών και χρόνου, και στη μια από αυτές εκδόθηκε οριστική απόφαση ως προς όλους τους μετέχοντες στη δίκη διαδίκους, ενώ ως προς την άλλη ή άλλες αγωγές εκδόθηκε μη οριστική απόφαση, ως προς όλους ή μερικούς από τους μετέχοντες στη δίκη διαδίκους, η οριστική απόφαση που εκδόθηκε ως προς όλους τους διαδίκους, υπόκειται αυτοτελώς σε έφεση και πριν ή εκδοθεί οριστική απόφαση ως προς τις άλλες αγωγές που σωρεύθηκαν στο ίδιο δικόγραφο, διότι τέτοια απόφαση αποτελεί στην ουσία άλλη, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 513 Κ,Πολ.Δ., δίκη, σε σχέση με αυτήν που εκκρεμεί και δεν περατώθηκε ακόμη ως προς τις υπόλοιπες αγωγές που σωρεύθηκαν στο ίδιο δικόγραφο ( ΑΠ 99/2008 δημ. στη Νόμος, ΑΠ 1320/1992 ΕλλΔνη 1994-407). Στην προκειμένη περίπτωση οι ενάγοντες, ήδη εκκαλούντες της δεύτερης άνω εφέσεως, με την από 26-9-2002 αγωγή τους, που άσκησαν ενώπιον του προαναφερομένου δικαστηρίου, ισχυρίστηκαν ότι στις 7-9-1999, στον σεισμό που σημειώθηκε στην Αττική με επίκεντρο την περιοχή νοτιοδυτικά της Πάρνηθας, κατέρρευσε σημαντικό τμήμα της πολυκατοικίας που βρισκόταν στη .. Αττικής, επί των οδών και . αριθ ., εξ υπαιτιότητος των εναγομένων, όπως ο ειδικότερος λόγος ευθύνης του καθενός εξ αυτών αναλυτικά αναφέρεται στην αγωγή, με αποτέλεσμα να θανατωθούν μεταξύ άλλων ενοίκων της πολυκατοικίας και τα δύο ανήλικα τέκνα τους, καθώς και οι γονείς της δεύτερης ενάγουσας, οι οποίοι καταπλακώθηκαν από τα συντρίμμια της, να τραυματισθεί σοβαρά η ίδια (δεύτερη ενάγουσα) και να καταστραφούν ολοσχερώς δύο οριζόντιες ιδιοκτησίες, μετά των εντός αυτών ευρισκομένων κινητών πραγμάτων, όπως επίσης αναλυτικά αναφέρονται στην αγωγή. Ζήτησαν δε μετά από νόμιμο περιορισμό του αιτήματος της αγωγής τους από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να τους καταβάλουν εις ολόκληρο έκαστος, στον μεν πρώτο ενάγοντα το ποσό των 430.613,40 ευρώ ως αποζημίωση για την αποκατάσταση των υλικών ζημιών που υπέστη, όπως ειδικότερα τα επιμέρους αιτούμενα κονδύλια αναπτύσσονται στην αγωγή και το ποσό των 9.999.900 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστη από τον θάνατο των δύο ανηλίκων τέκνων του, στη δε δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 653.208,40 ευρώ ως αποζημίωση για την αποκατάσταση των υλικών ζημιών που υπέστη, όπως επίσης τα επιμέρους κονδύλια αναλύονται στο δικόγραφο της αγωγής, το ποσό των 11.999,900 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική της οδύνη από τον θάνατο των δύο ανηλίκων τέκνων της και των γονέων της, καθώς και το ποσό των 4.999.900 ευρώ ως χρηματική της ικανοποίηση από την ηθική βλάβη που υπέστη από τον δικό της τραυματισμό, να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος των φυσικών προσώπων, λόγω της αδικοπραξίας τους και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην δικαστική δαπάνη των εναγόντων. Περαιτέρω η δεύτερη ενάγουσα (της άνω πρώτης αγωγής) με νεώτερη από 3-9-2004 αγωγή της, ισχυρίστηκε συμπληρωματικώς αναφέροντας τα ίδια πραγματικά περιστατικά, ότι επίσης κατά τον άνω σεισμό της 7ης-9-1999, εκτός των άνω αναφερθέντων θανάτων και υλικών ζημιών που υπέστη, από την κατάρρευση της εν λόγω πολυκατοικίας επί των οδών .. και αριθ. .. στη , εξ υπαιτιότητος των εναγομένων, κατά τα ειδικότερα στην αγωγή αναφερόμενα, και η ίδια καταπλακώθηκε και εγκλωβίστηκε στα συντρίμμια της, με αποτέλεσμα να υποστεί σοβαρό τραυματισμό στο αριστερό της πόδι, εξαιτίας του οποίου κατέστη μερικώς ανίκανη για εργασία, με αποτέλεσμα να υποστεί θετικές, αποθετικές, καθώς και μέλλουσες ζημίες, που αναλυτικά αναφέρονται στην αγωγή, και να δικαιούται ιδιαίτερης αποζημίωσης. Ζήτησε δε μετά από νόμιμο περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων να της καταβάλουν εις ολόκληρο έκαστος για τις άνω αιτίες, τα στην αγωγή αναλυτικά αναφερόμενα χρηματικά ποσά και συνολικά το ποσό των 1.625.310,10 ευρώ, νομιμοτόκως το μεν ποσό των 1.024.738,10 ευρώ από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, το δε ποσό των 600.580 ευρώ από τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο συνεκδικάζοντας τις δυο άνω αγώνες, έκανε εν μέρει, δεκτές αυτές και με την εκκαλουμένη απόφασή του αναγνώρισε την εις ολόκληρο υποχρέωση των εναγομένων όσον αφορά την πρώτη αγωγή, να καταβάλουν στον μεν πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 915.000 ευρώ, στην δε δεύτερη ενάγουσα, το ποσό των 1.540.000 ευρώ, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, όσον αφορά δε την δεύτερη αγωγή, αφού απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμα μερικά από τα σʼαυτήν αναφερόμενα αγωγικά κονδύλια που αντικειμενικώς σωρεύονταν στο ίδιο αυτό δικόγραφο (ήτοι την δεύτερη άνω αναφερθείσα αγωγή) και επίσης ανέστειλε την εκδίκαση μερικών άλλων αγωγικών της κονδυλίων της κατʼάρθρο 249 Κ.Πολ.Δ., που επίσης αντικειμενικώς σωρεύονταν στην δεύτερη αυτή αγωγή, αναγνώρισε κατά τα λοιπά την εις ολόκληρο υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν στην ενάγουσα της αγωγής αυτής το ποσό των 111.955 ευρώ, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τώρα τόσο οι ενάγοντες, όσο και οι εναγόμενοι, για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν με τις συνεκδικαζόμενες αντίθετες εφέσεις τους, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, έτσι ώστε κατά μεν τους ενάγοντες να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η πρώτη άνω από 26-9-2002 αναφερόμενη αγωγή τους, κατά δε τους εναγομένους να απορριφθούν οι άνω δύο αγωγές, και ορθώς οι τελευταίοι εφεσιβάλλουν την εκκαλουμένη που είναι, εν μέρει οριστική, όσον αφορά τις οριστικές της διατάξεις, διότι όταν υπάρχει αντικειμενική σώρευση περισσοτέρων αγωγών (αγωγικών κονδύλων) στο ίδιο δικόγραφο, όπως στην προκείμενη περίπτωση (όσο αφορά ιδίως την δεύτερη άνω αγωγή) σύμφωνα και με αυτά που αναφέρθηκαν στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, χωρεί αυτοτελώς έφεση κατά των οριστικών της διατάξεων και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τους ενάγοντες (και δη από τη δεύτερη εξ αυτών) είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Από τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 299, 330 εδ. β' και 914 ιδίου κώδικα, προκύπτει ότι, σε περίπτωση αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του προστηθέντος, η ευθύνη του προστήσαντος προς αποζημίωση ή και χρηματική ικανοποίηση προϋποθέτει α) σχέση πρόστησης β) παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του προστηθέντος, που τελεί σε αιτιώδη σχέση με την προξενηθείσα σε άλλον ζημία και γ) εσωτερική αιτιώδη σχέση μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς του προστηθέντος και της εκτέλεσης της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, η οποία υπάρχει όχι μόνο όταν η γενεσιουργός της ζημίας συμπεριφορά του προστηθέντος έλαβε χώρα κατά την εκτέλεση της ανατεθείσας σʼ αυτόν από τον προστήσαντα υπηρεσίας, αλλά και όταν αυτή έλαβε χώρα επʼ ευκαιρία ή εξ αφορμής ή και κατά κατάχρηση της ανατεθείσας σʼ αυτόν υπηρεσίας. Σχέση πρόστησης υπάρχει, όταν, στο πλαίσιο υφισταμένης μεταξύ δύο προσώπων (φυσικών ή νομικών) δικαιοπρακτικής ή οποιοσδήποτε άλλης βιοτικής σχέσης, διαρκούς ή ευκαιριακής, το ένα από αυτά (προστήσας), αναθέτει στο άλλο (προστηθέντα), με ή χωρίς αμοιβή, την εκτέλεση ορισμένης υπηρεσίας, υλικής ή νομικής φύσεως, η οποία αποβλέπει στη διεκπεραίωση υποθέσεων και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου και κατά την οποία ο δεύτερος υπόκειται στον έλεγχο ή έστω στις γενικές οδηγίες και εντολές ή μόνο στην επίβλεψη του πρώτου. Η ευθύνη του προστήσαντος έναντι των ζημιωθέντων τρίτων, από παράνομη και υπαίτια, ως άνω συμπεριφορά του προστηθέντος είναι γνήσια αντικειμενική, δικαιολογητικό δε λόγο έχει, ότι ο προστήσας ωφελείται από τις υπηρεσίες του προστηθέντος, διευρύνοντας το πεδίο της επαγγελματικής συνήθως δραστηριότητάς του και ως εκ τούτου είναι εύλογο να φέρει την ευθύνη και τους κινδύνους που προκύπτουν από τη δραστηριότητα του προστηθέντος. Στον προστήσαντα δεν παρέχεται η δυνατότητα απαλλαγής του από την ευθύνη, αν αποδείξει ότι δεν τον βαρύνει πταίσμα (αμέλεια) ως προς την εκ μέρους του επιλογή του προστηθέντος ή ως προς τις οδηγίες που του παρείχε, ούτε αν αποδείξει ότι ο προστηθείς είχε αναπτύξει πρωτοβουλία κατά την παροχή της υπηρεσίας που του ανατέθηκε (ΑΠ 337/2010, ΑΠ 844/2010, ΑΠ 1396/2010, ΑΠ 561/2009, ΑΠ 605/2009 και ΑΠ 1198/2009, όλες δημοσίευση στη Νόμος). Εξάλλου σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. ο νομικός χαρακτηρισμός των επικαλούμενων περιστατικών, στα οποία θεμελιώνεται το προβαλλόμενο με την αγωγή αίτημα, δεν είναι δεσμευτικός για το δικαστήριο, το οποίο οφείλει αυτεπαγγέλτως να προβεί στην ορθή νομική υπαγωγή των επικαλουμένων κατά τρόπο σαφή πραγματικών περιστατικών, έστω και διαφορετική από εκείνη στην οποία προβαίνει ο ενάγων, χωρίς αυτό να συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσεως της αγωγής, αφού η βάση αυτή συγκροτείται από τα θεμελιούντα το αίτημα πραγματικά περιστατικά και όχι από το διδόμενο από τον ενάγοντα νομικό τους χαρακτηρισμό (ΑΠ 1738/2008 δημ. στη Νόμος). Τέλος όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των αρθρ. 94, 96, 97, 142 και 143 του Κ.Πολ.Δ, η επίδοση προς διάδικο μπορεί να γίνεται και προς τον νόμιμα διορισμένο αντίκλητο του, εφόσον εξακολουθεί να έχει αυτή την ιδιότητα. Ο διορισμός αντικλήτου γίνεται, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 142 παρ. 1 και 4, είτε με δήλωση ενώπιον του γραμματέα του πρωτοδικείου της κατοικίας του διαδίκου είτε με ρήτρα σε σύμβαση (που καλύπτει μόνο τις σχετικές με τη σύμβαση αυτή πράξεις). Επίσης, έχει την ιδιότητα του αντικλήτου και ο νόμιμα διορισμένος πληρεξούσιος δικηγόρος, στον οποίο μπορούν να γίνονται μόνον οι επιδόσεις που ανάγονται στη δίκη για την οποία είναι πληρεξούσιος, συμπεριλαμβανομένης και της επίδοσης της οριστικής απόφασης. Μετά όμως την έκδοση της οριστικής αποφάσεως, σε περίπτωση ασκήσεως ενδίκου μέσου, μπορεί να γίνει μεν επίδοση της σχετικής κλήσεως, καθώς και των προπαρασκευαστικών πράξεων μέχρι την πρώτη συζήτηση του ενδίκου μέσου (ΑΠ 454/2004 δημοσ. στη Νόμος, ΑΠ 497/1991 ΕλλΔ/νη 33 σελ. 126) προς τον υπογράψαντα το ένδικο μέσο, ως πληρεξούσιο δικηγόρο, όχι όμως και προς τον κατά τη δίκη, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση πληρεξούσιο δικηγόρο του καθʼού το ένδικο μέσο, ο οποίος μετά την έκδοση της οριστικής αυτής αποφάσεως παύει να έχει την ιδιότητα του αντικλήτου (αν δεν διορίσθηκε αντίκλητος) (ΑΠ 338/2009 δημοσ. στη Νόμος). Ο δικηγόρος δηλαδή που υπέγραψε το ένδικο μέσο, σε κάθε περίπτωση, παραλαμβάνει κατά το άρθρο 143 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ. νόμιμα την βασικής σημασίας για την παραπέρα πορεία της δίκης κλήση για τη πρώτη συζήτηση της έφεσης, έστω και αν παραστεί άλλος στο ακροατήριο απʼαυτόν που την υπέγραψε. Επομένως, κατά μείζονα λόγο είναι δεκτικός παραλαβής και της κλήσης του αντιδίκου του να παραστεί σε ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφο για λήψη ένορκης βεβαίωσης σύμφωνα με το άρθρο 270 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.( ΑΠ 454/2004 ό.π). Η άποψη αυτή, σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της δίκης, διευκολύνει τη διεξαγωγή της ιδίως σε περιπτώσεις πολυπρόσωπων δικών, που σε αντίθετη εκδοχή, ο διάδικος θα ήταν υποχρεωμένος για μια απλή ένορκη βεβαίωση που πρέπει να γίνει πριν από την συζήτηση στο ακροατήριο, να προβεί σε αντίστοιχες με τον αριθμό των αντιδίκων του επιδόσεις, υποβαλλόμενος σε υπέρογκες δαπάνες, ενώ επιπλέον με τη γενόμενη δεκτή άποψη, ικανοποιείται πλήρως ο σκοπός του νόμου να πληροφορηθεί ο αντίδικος τον βεβαιώνοντα ένορκα και να παραστεί αν το επιθυμεί (ΑΠ 497/1991 ό.π). Στην προκειμένη περίπτωση από την επανεκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που ενόρκως εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημοσίας συνεδρίασης του ίδιου δικαστηρίου, τις υπʼαριθ. 15578 και 15579/4-10-2007 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι ενάγοντες, οι οποίες ελήφθησαν νομίμως, ήτοι μετά προηγούμενη εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγομένων (βλ. τις υπʼαριθμ. 3333Β', 3334Β', 3337Β', 3342Β' και 3335Β 727-9-2007 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Μ. Κ. και την 4561/28-9-2007 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο ’ρτας Κ. Θ.), την ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου το πρώτο προσκομισθείσα από τους ενάγοντες υπʼαριθ. 6087/22-9-2010 ένορκη βεβαίωση που λήφθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών μετά νομότυπη κλήτευση των εφεσιβλήτων-εκκαλούντων, και δη με κοινοποίηση της σχετικής κλήσεως προς λήψη της ένορκης βεβαίωσης, ήτοι προπαρασκευαστικής πράξης έως την πρώτη συζήτηση της έφεσης τους, στον υπογράφοντα το ένδικο μέσο της έφεσης τους πληρεξούσιο και δεκτικό παραλαβής της (κλήσεως) δικηγόρο τους Νίκο X. Παπαχρονόπουλο (βλ. την υπʼ αριθ. 5824Β/27-7-2009 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πειραιά Μ. Κ.), απορριπτόμενων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών τους, ότι δηλαδή αυτός δεν είναι αντίκλητος τους και δεκτικός παραλαβής της σχετικής κλήσεως, σύμφωνα και με αυτά που αναφέρθηκαν στην τελευταία (τρίτη) προηγηθείσα μείζονα σκέψη, καθώς και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατά το σεισμό της 7-9-1999, που σημειώθηκε στην περιοχή της Αττικής, με επίκεντρο την Πάρνηθα, κατέρρευσε σημαντικό τμήμα, το οποίο αντιστοιχεί σε περισσότερο από το ήμισυ της κάτοψης, πολυώροφης οικοδομής, κείμενης στη συμβολή των οδών .. αριθ. . και αριθ. ., στη . ..Αττικής. Συγκεκριμένα, κατέρρευσε το ένα από τα δύο σκέλη της παραπάνω οικοδομής, το ευρισκόμενο παράλληλα με την οδό . Το τμήμα αυτό αποτιμήθηκε από την υπόλοιπη κατασκευή (της πολυκατοικίας) στην περιοχή της εισέχουσας γωνίας του L (δεδομένου ότι το σχήμα της εν λόγω πολυκατοικίας είχε αυτή την μορφή αυτή, δηλαδή ήταν κτισμένη σε σχήμα L), με το σύνολο των ερειπίων να έχουν καταρρεύσει εντός του υπογείου. Από την κατάρρευση της οικοδομής και εξαιτίας της καταπλάκωσής Τους από τα ερείπια αυτής έχασαν την ζωή τους επτά άτομα, μεταξύ των οποίων οι δύο θυγατέρες των εναγόντων ένοικοι του Β' ορόφου, ήτοι η Π. Γ., ετών 12, ο θάνατος της οποίας οφειλόταν σε ασφυξία και η Ε. Γ., ετών 7, ο θάνατος της οποίας οφειλόταν σε ασφυξία και κακώσεις της κεφαλής καθώς επίσης και οι γονείς της ενάγουσας, ήτοι ο Χ.Β. Τ., ετών 67, ένοικος Α' ορόφου, ο θάνατος του οποίου οφειλόταν σε βαριές κακώσεις θώρακος και αυχένα και η Ε.- Α. συζ. Χ. Τ., ετών 59, ένοικος επίσης του Α' ορόφου, ο θάνατος της οποίας οφειλόταν σε βαριές κακώσεις θώρακος, λεκάνης, δεξιού άνω άκρου και αμφοτέρων των κάτω άκρων, ενώ τραυματίσθηκε σοβαρά η ενάγουσα, η οποία υπέστη πλήρη παράλυση αριστερού κάτω άκρου, κάτωθι του γόνατος. Η όλη κατασκευή ήταν πενταόροφη, με μορφή σε κάτοψη σχήματος L, όπως προαναφέρθηκε και αποτελείτο από υπόγειο, ισόγειο, ημιώροφο, A, Β, Γ και Δ ορόφους με δομικό σύστημα από οπλισμένο σκυρόδεμα. Η αρχική άδεια της οικοδομής είχε εκδοθεί από τη Νομαρχία Αττικής το έτος 1977 και οι εργασίες ολοκληρώθηκαν το έτος 1979 με 1980. Στο ισόγειο της παραπάνω οικοδομής υπήρχε κατάστημα, αποτελούμενο από υπόγειο εμβαδού 208 τ.μ., ισόγειο εμβαδού 260 τ.μ. και πατάρι, εμβαδού 60 τ.μ., το οποίο μίσθωσαν, το έτος 1980, οι Σ. Μ., Ε. Μ., Χ. Μ. και Ι. Μ. και άρχισαν να το χρησιμοποιούν ως σούπερ μάρκετ. Στη συνέχεια απέκτησαν την κυριότητα των οριζοντίων αυτών ιδιοκτησιών, ενώ η τελευταία ήταν ιδιοκτήτρια και δύο διαμερισμάτων της ίδιας οικοδομής. Στο ανωτέρω ισόγειο υπήρχε και άλλο ένα κατάστημα, εμβαδού 107 τ.μ., το οποίο ανήκε στην ιδιοκτησία του Δ. Π., ενώ Ιδιοκτήτης αποθήκης του υπογείου της ίδιας οικοδομής ήταν ο ’. Ν.. Η λειτουργία του πρώτου ως άνω καταστήματος σταμάτησε το έτος 1997 και οι ιδιοκτήτες αυτού το εκμίσθωσαν δυνάμει του από 27-10-1997 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως, στην εταιρία με την επωνυμία «CONTINENT HELLAS A.Ε.», εκπροσωπούμενη από τους Δ. Μ. και τον J. R., προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως σούπερ μάρκετ ή ως μικτό κατάστημα τροφίμων. Με το ίδιο συμφωνητικό συμφωνήθηκε ότι η μισθώτρια μπορούσε να προβεί χωρίς την έγγραφη συναίνεση ή έγκριση των εκμισθωτών σε οποιαδήποτε προσθήκη, τροποποίηση ή μεταρρύθμιση του μισθίου, τόσο των εσωτερικών όσο και των εξωτερικών όψεων των κτιριακών εγκαταστάσεων, υπό την προϋπόθεση ότι θα πληρούσαν τις σχετικές πολεοδομικές προϋποθέσεις, θα ήταν σύμφωνες με τον κανονισμό της πολυκατοικίας και σε καμία περίπτωση δεν θα έθιγαν τη στατική ικανότητα των κτιριακών εγκαταστάσεων. Επίσης με τον όρο 19 του ίδιου ως άνω συμφωνητικού συμφωνήθηκε «ότι η μισθώτρια μετά από έγγραφη πληρεξουσιότητα των εκμισθωτών θα έχει λάβει από το αρμόδιο πολεοδομικό γραφείο αναθεώρηση της ήδη υφιστάμενης άδειας οικοδομής για τις εργασίες που πρέπει να εκτελεσθούν, ώστε να μπορέσει στον ανωτέρω χρόνο να λειτουργήσει σούπερ μάρκετ ή μικτό κατάστημα τροφίμων και συναφών ειδών». Η άνω ʽμισθώτρια εταιρία και η πρώτη εναγομένη εταιρία με την επωνυμία «D. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Συνεκδικάζει κατʼαντιμωλίαν των διαδίκων τις από 29-6-2009 (αριθ. καταθ. 6336/2009) και από 16-7-2009(αριθ. καταθ. 7328/2009) αντίθετες εφέσεις. Δέχεται αυτές κατά το τυπικό τους μέρος, και όσον αφορά την πρώτη από 11-10-2002 (αριθ. καταθ.8348/2002) αγωγή, δέχεται αυτές και ως προς το ουσιαστικό τους, όσον αφορά δε την δεύτερη από 3-9-2004 (αριθ. καταθ. 7034/2004) αγωγή, δέχεται την από 29- 6-2009 έφεση κατά το ουσιαστικό της μέρος μόνο ως προς τον έκτο εκκαλούντα Λ. Α.και την απορρίπτει κατά το μέρος αυτό (ουσιαστικό) σχετικά με την αγωγή αυτή ως προς τους λοιπούς εκκαλούντες (εναγομένους) αυτής. Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπʼαριθ. 1223/2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, όσον αφορά την πρώτη άνω αγωγή ως προς τους πέντε πρώτους εκκαλούντες-εναγομένους και (εξαφανίζει) μόνο ως προς τον δέκατο εναγόμενο Λ. Α. όσον αφορά την δεύτερη άνω αγωγή. Κρατεί και συνεκδικάζει επί της ουσίας τις από 26-9-2002 και από 3-9-2004 αγωγές. Απορρίπτει τις αγωγές ως προς τον δέκατο εναγόμενο .... Δέχεται εν μέρει την από 11-10-2002 αγωγή ως προς τους λοιπούς εναγομένους-πρώτους πέντε εκκαλούντες. Αναγνωρίζει στην πρώτη αγωγή την υποχρέωση των εναγομένων- εκκαλούντων αυτών, να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος α)στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των επτακοσίων ένδεκα χιλιάδων τριακοσίων τριάντα(711.330) ευρώ και β)στην δεύτερη ενάγουσα το ποσό των ενός εκατομμυρίου εκατόν εβδομήντα οκτώ χιλιάδων εξακοσίων τριάντα(1.178.630) ευρώ, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επιβάλλει σε βάρος των εναγομένων-πέντε πρώτων εκκαλούντων, ένα μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων σχετικά με την αγωγή αυτή και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων καθορίζει στο ποσό των εβδομήντα δύο χιλιάδων (72.000) ευρώ, κατανεμομένων και συμψηφιζομένων κατά τα λοιπά μεταξύ των διαδίκων, και Επιβάλλει σε βάρος των εναγόντων, αντίστοιχο μέρος των δικαστικών εξόδων του δεκάτου εναγομένου- εκκαλούντος, το ύψος των οποίων καθορίζει και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας σε δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ. Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 2010 και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 31 Ιανουαρίου 2011, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοί τους δικηγόροι. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ |
Πρόεδρος:
|
Μιχαήλ Αυγουλέας
|
Δικηγόροι:
|
Νικόλαος Ρίσβας
,Λάουρα Κονβερτίνι Νίκος Παπαχρονόπουλος
|
Εισηγητές:
|
Αντιγόνη Καραϊσκου
|
Μέλη:
|
Ευσεβεία Λιακοπούλου
|
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Κείμενο Απόφασης
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Κείμενο Απόφασης
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
|