Σε κάθε περίπτωση από σχέσεις ιδιωτικού δικαίου ενώ η νομολογία διχαζόταν μόνον ως προς το εάν είναι δυνατή η έκδοση διαταγής πληρωμής κατά του Δημοσίου και ΝΠΔΔ και από σχέσεις δημοσίου δικαίου, αν και, επίσης και το ζήτημα αυτό , με βάση την τελευταία νομολογία του Αρείου Πάγου, επιλύεται, γενομένου δεκτού ότι είναι δυνατή η έκδοση τέτοιας διαταγής πληρωμής , κι αν ακόμη η απαίτηση απορρέει από σχέσεις δημοσίου δικαίου.
Παρακάτω παρατίθενται οι σημαντικότερες αποφάσεις
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Δικαστήριο:
|
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
|
Τόπος:
|
ΑΘΗΝΑ
|
Αριθ. Απόφασης:
|
369
|
Ετος:
|
2014
|
Περίληψη
Εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων και διαταγών πληρωμής κατά του Δημοσίου, ΟΤΑ και ΝΠΔΔ και διαταγές πληρωμής -. Εκτελούνται και οι διαταγές πληρωμής, χωρίς εξαίρεση, διότι το άρθρ. 20 του ν. 3301/2004 που απαγορεύει την εκτέλεση αυτή αντίκειται στο Συντ, την ΕΣΔΑ κ.λπ. Επομένως είναι δυνατή η από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή (ειρηνοδίκη ή δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου) έκδοση διαταγής πληρωμής, συντρεχουσών των προς τούτο προϋποθέσεων εις βάρος του Δημοσίου, ΟΤΑ και ΝΠΔΔ, και αν ακόμη η υποκείμενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση προς πληρωμή, της οποίας ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όπως συμβαίνει επί διαφοράς από σύμβαση δημόσιου έργου. (σχ. ΑΕΔ 18/05, 23/90). Η έκδοση διαταγής πληρωμής για την απαίτηση, δεν εμποδίζεται από το ότι η επικαλούμενη τελεσίδικη απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, αφού ο περιορισμός αφορά την εκτελεστότητα των εν λόγω αποφάσεων και όχι το δεδικασμένο που απορρέει απ' αυτές.
|
Κείμενο Απόφασης
Αριθμός 369/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γεώργιο Γεωργέλλη, Δημήτριο Κράνη, Αντώνιο Ζευγώλη και Αθανάσιο Καγκάνη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό των Οικονομικών που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Εμμανουέλα Πανοπούλου, Πάρεδρο Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔικ.
Της αναιρεσιβλήτου: Ε. συζ. Κ. Κ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σωτήριο Μπρέγιαννο, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔικ, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30 Ιανουαρίου 2006 ανακοπή των ήδη αναιρεσιβλήτων που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1918/2007 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 2836/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 10 Ιανουαρίου 2013 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αθανάσιος Καγκάνης, ανέγνωσε την από 22 Νοεμβρίου 2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη των λόγων αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 94 παρ.4 εδάφ. γ' του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής "οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως νόμος ορίζει", κατά δ' αυτή του άρθρ. 95 παρ.5 του Συντ. " Η διοίκηση είναι υποχρεωμένη να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει... Νόμος ορίζει αναγκαστικά μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης". Σε εκτέλεση της πρώτης από τις παραπάνω διατάξεις εκδόθηκε ο ν.3068/2002, στο άρθρο 1 του οποίου ορίζεται ότι, το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται, χωρίς καθυστέρηση, προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις, κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου, είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και, ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει". Επακολούθησε ο ν.3301 /2004, με το άρθρο 20 του οποίου προστέθηκε στο άνω άρθρο 1 του ν.3068/02 εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο, δεν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του παρόντος νόμου και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ'- ζ' της § 2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι κατά τα άρθρα 623 επ. του ιδίου Κώδικα εκδιδόμενες από τον αρμόδιο δικαστή διαταγές πληρωμής), πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων. Περαιτέρω, το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που, μαζί με το προαιρετικό Πρωτόκολλο του, κυρώθηκε με τον ν.2462/1997, και άρχισε να ισχύει για την Ελλάδα από 5.8.1997 (Ανακοίνωση Υπ.Εξωτ. Φ.0546/62/Α1/292/Μ.2870/ 7.5.1997), έχει δε υπερνομοθετική ισχύ, κατά το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, στο άρθρο 2 § 3 αυτού ορίζει ότι: "Τα Συμβαλλόμενα Κράτη στο παρόν Σύμφωνο αναλαμβάνουν την υποχρέωση: α) να εγγυώνται ότι κάθε άτομο, του οποίου τα δικαιώματα και οι ελευθερίες,που αναγνωρίζονται στο παρόν Σύμφωνο, παραβιασθούν, θα έχει στη διάθεση του μία πρόσφορη προσφυγή, ακόμη και αν η παραβίαση θα έχει διαπραχθεί από πρόσωπα που ενεργούν υπό την επίσημη κρατική ιδιότητα τους, β) να εγγυώνται ότι η αρμόδια δικαστική, διοικητική, νομοθετική... αρχή... θα αποφαίνεται πράγματι σχετικά με τα δικαιώματα του προσφεύγοντος, και θα προωθήσουν τη δυνατότητα δικαστικής προσφυγής, γ) να εγγυώνται την εκτέλεση, από τις αρμόδιες αρχές, κάθε απόφασης που θα έχει κάνει δεκτή τη σχετική προσφυγή". Εξάλλου, το άρθρο 14 § 1 εδ. α' του ίδιου Συμφώνου ορίζει ότι: "Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεση του να δικαστεί από... δικαστήριο... το οποίο θα αποφασίσει... και για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα". Με τη διάταξη αυτή συμπορεύεται και το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, που καθιερώνεται με το άρθρο 6 § 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣ-ΔΑ) (η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974), καθώς και με το άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος. Οι ως άνω διατάξεις δεν ιδρύουν μόνο διεθνή ευθύνη των συμβαλλομένων κρατών, αλλά έχουν άμεση εφαρμογή και υπερνομοθετική ισχύ, άρα θεμελιώνουν δικαιώματα υπέρ των προσώπων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής τους. Οι διατάξεις αυτές εγγυώνται όχι μόνο την ελεύθερη πρόσβαση σε δικαστήριο, αλλά και την πραγματική ικανοποίηση του δικαιώματος που επιδικάσθηκε από το δικαστήριο, δηλαδή το δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την οποία η προσφυγή στο δραστήριο θα απέβαλλε την ουσιαστική αξία και χρησιμότητά της (ΟλΑΠ 21/2001). Από τις εκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις και εκείνες του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και της ΕΣΔΑ σαφώς συνάγεται ότι, προς επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτές σκοπού της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, είναι αναγκαίο να συμπεριληφθούν στους τίτλους που μπορούν να εκτελεστούν κατά του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ και οι διαταγές πληρωμής, αφού, ναι μεν αυτές εκδίδονται από δικαστή, χωρίς προηγουμένως να ακουστεί και να αναπτύξει τις απόψεις του ο καθού, μετά από εξέταση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοσή τους και όχι από συγκροτημένο δικαστήριο, πλην όμως εξομοιώνονται λειτουργικώς με τις δικαστικές αποφάσεις, διότι αφ' ενός μεν επιλύουν διαφορές, αφ' ετέρου δε ανταποκρίνονται στα βασικά λειτουργικά γνωρίσματα της προβλεπόμενης από το άρθρο 20 του Συντάγματος δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι παρέχεται η δυνατότητα στον καθού να ασκήσει ανακοπή και να προβάλει τους ισχυρισμούς του, τόσο ως προς τη μη συνδρομή του προϋποθέσεων έκδοσης της διαταγής πληρωμής, όσο και ως προς την απαίτηση.
Από τα παραπάνω παρέπεται ότι η ρύθμιση του άρθρου 20 ν.3301/04 κατά την οποία δεν εκτελούνται οι αναφερόμενοι σ'αυτήν εκτελεστοί τίτλοι, μεταξύ των οποίων και οι διαταγές πληρωμής, αντίκειται στις ειρημένες διατάξεις του Συντάγματος, και των Διεθνών Συμφώνων (ΑΠ 2347/2009) και επομένως είναι δυνατή η από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή (ειρηνοδίκη ή δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου) έκδοση διαταγής πληρωμής, συντρεχουσών των προς τούτο προϋποθέσεων εις βάρος του Δημοσίου, ΟΤΑ και ν.π.δ.δ., και αν ακόμη η υποκείμενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση προς πληρωμή, της οποίας ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όπως συμβαίνει επί διαφοράς από σύμβαση δημόσιου έργου. (σχ. ΑΕΔ 18/2005, ΑΕΔ 23/90). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 54 του π.δ. 18/1989, "Η άσκηση της αίτησης αναιρέσεως, (ενώπιον του ΣτΕ), δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, εκτός αν ειδικώς ορίζεται διαφορετικά". Σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ/φων 1-2 του άρθρου 19 του ν.1715/1951, όπως η παρ/φος 2 αυτού συμπληρώθηκε με το άρθρο 41 παρ. 11 του ν.2065/1992, αφού το αρχικό άρθρο 19, (δηλ. μόνο η σημερινή παρ/φος 1), διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αριθ. 18 του ΕισΝΚΠολΔ., η ασκηθείσα από το Ελληνικό Δημόσιο αίτηση αναίρεσης κατά τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, (καταψηφιστικής), καθώς και η προθεσμία για την άσκησή της. αναστέλλουν τη σε βάρος του εκτέλεση της απόφασης, ακόμη και στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες η τελευταία θα επιτρεπόταν, (=παρ.1), η δε εκτέλεση, ειδικότερα, αποφάσεων διοικητικών δικαστηρίων επί διοικητικών διαφορών ουσίας κατά του Δημοσίου, αναστέλλεται μέχρις ότου αυτές καταστούν αμετάκλητες, (=παρ.2). Εξάλλου, κατά το άρθρο 199 παρ.1 του ν.2717/1999 -Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ), όπως ήδη ισχύει, οι τελεσίδικες, οι ανέκκλητες και οι προσωρινά εκτελεστές αποφάσεις, που εν γένει εκδίδονται από τα διοικητικά δικαστήρια, επί διαφορών που άγονται ενώπιον τους με αγωγές, αποτελούν εκτελεστούς τίτλους κατά το άρθρο 904 ΚΠολΔ, δηλαδή ανεξάρτητα από το αν έχουν καταστεί αμετάκλητες, εφόσον έχουν καταψηφιστικό χαρακτήρα. Κατά δε την παρ.2 του ίδιου άρθρου, ως προς το, κατά περίπτωση, επιτρεπτό της αναγκαστικής εκτέλεσης των κατά την προηγούμενη παράγραφο καταψηφιστικών αποφάσεων και τη διαδικασία της εκτέλεσης τους, εφαρμόζονται αναλόγως οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση των καταψηφιστικών αποφάσεων των πολιτικών δικαστηρίων, επομένως και εκείνες (διατάξεις) του άρθρου 19 του ν.1715/1951, η οποία δεν πρέπει να θεωρείται καταργημένη από τον ΚΔΔ. (ΑΠ 199/07). Περαιτέρω, όμως, από τις ίδιες διατάξεις του ν.1715/1951 και του ΚΔΔ, συνάγεται ότι, η, εκ μέρους του Δημοσίου και των λοιπών νομικών προσώπων, που αναφέρονται στην πρώτη από αυτές, άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως κατά τελεσίδικης καταψηφιστικής αποφάσεως διοικητικού - δικαστηρίου, καθώς και η προς άσκηση αυτής προθεσμία, δεν έχουν, σε καμία περίπτωση, ως συνέπεια, εκτός από την αναστολή της εκτελεστότητας της απόφασης, και την αναστολή επελεύσεως των έννομων συνεπειών του δεδικασμένου, το οποίο απορρέει από την τελεσίδικη αυτή απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 197 παρ.1 του ν.2717/1999 - Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας. Εξάλλου, η τελεσίδικη απόφαση, που εκδίδεται από τα ίδια δικαστήρια, (διοικητικά), επί αναγνωριστικής αγωγής για την ύπαρξη δικαιώματος αποζημιώσεως, τέμνει τη διαφορά, όπως και εκείνη που εκδίδεται επί καταψηφιστικής αγωγής, και παράγει, συνεπώς, δεδικασμένο μεταξύ των ίδιων διαδίκων, το οποίο δεσμεύει το δικαστήριο που θα επιληφθεί επιγενομένως επί αντίστοιχης καταψηφιστικής αγωγής, που θα έχει όμοια πραγματική αιτία με το δικαίωμα, που ήδη κρίθηκε, κατόπιν της αναγνωριστικής αγωγής, και θα στηρίζεται στην ίδια με αυτό νομική βάση. Το εν λόγω δεδικασμένο καταλαμβάνει την ύπαρξη του δικαιώματος και τις απορρέουσες από αυτό έννομες συνέπειες, η δε έκτασή του προσδιορίζεται από το περιεχόμενο του αιτήματος που απευθύνεται στο δικαστήριο. Ο ενδιαφερόμενος διάδικος, που έχει έννομο συμφέρον για την απόκτηση εκτελεστού τίτλου, μπορεί να ασκήσει, κατά του εναγομένου στην προηγούμενη αναγνωριστική δίκη, καταψηφιστικη αγωγή, οπότε, κατά την εκδίκαση της τελευταίας αυτής αγωγής, ως βάση τίθεται το δεδικασμένο, που προκύπτει από την προηγούμενη τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση. Επομένως, το δικαίωμα του ενάγοντος, που πέτυχε την έκδοση τελεσίδικης αναγνωριστικής απόφασης υπέρ αυτού και κατά του Δημοσίου, να ασκήσει ακολούθως και καταψηφιστική αγωγή κατά του τελευταίου, στηριζόμενη στην ίδια ιστορική και νομική αιτία, και να επικαλεσθεί το δεδικασμένο, που απορρέει από την τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση, δεν επηρεάζεται από οποιουσδήποτε περιορισμούς τυχόν ισχύουν ως προς την εκτελεστότητα της καταψηφιστικής απόφασης, που πρόκειται να εκδοθεί κατόπιν της δεύτερης (καταψηφιστικής) αγωγής, άρα και από εκείνους που αναφέρονται στο άρθρο 19 του ν.1715/1951, ( βλ. ΣτΕ 12/2011 ΣτΕ 1077/2010, ΣτΕ 156/2009 ). Από όλα τα ανωτέρω, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, προκύπτει ότι, ο διάδικος που επέτυχε να εκδοθεί υπέρ αυτού τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου κατά του Δημοσίου, μπορεί, προκειμένου να αποκτήσει και σχετικό εκτελεστό τίτλο, να ζητήσει να εκδοθεί, με βάση την εν λόγω) απόφαση και το δεδικασμένο που παράγεται από αυτήν για την απαίτηση, διαταγή πληρωμής, από τον δικαστή του αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου. Στην περίπτωση δ' αυτή, η έκδοση διαταγής πληρωμής για την απαίτηση, δεν εμποδίζεται από τις ανωτέρω διατάξεις του ν.1715/1951, με βάση το ότι η επικαλούμενη τελεσίδικη απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, (όπως ακριβώς δεν εμποδίζεται και η έκδοση αντίστοιχης καταψηφιστικής απόφασης), διότι η ενέργεια αυτή ανάγεται στις έννομες συνέπειες του δεδικασμένου της επικαλούμενης αναγνωριστικής απόφασης και όχι στην εκτελεστότητα, στην οποία αναφέρονται οι διατάξεις του ν.1715/1951 και την οποία εξ ορισμού στερούνται οι αναγνωριστικές αποφάσεις. Τέλος, κατά τη διάταξη του αρθρ. 559 αρ.1 του ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, ή δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλ.με εσφαλμένη εφαρμογή (Ολ. ΑΠ 7/2006, και ΟΛ ΑΠ 4/2005). Με τους πρώτο και δεύτερο, κατά το πρώτο σκέλος τους, λόγους της αναίρεσης προβάλλεται από το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο η, από το άρθρ. 559 αριθ.1 ΚΠολΔ, αιτίαση με την επίκληση ότι, η προσβαλλομένη απόφαση, κατ'εσφαλμένη ερμηνεία των, ουσιαστικού δικαίου, διατάξεων των άρθρων 1 παρ.2 ν.3068/2002 (όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 20 ν.3301/2004), και 19 παρ.παρ.1-2 ν.1715/1951 (όπως η παρ.2 συμπληρώθηκε με το άρθρο 41 παρ.11 ν.2065/92), απέρριψε τους σχετικούς λόγους της ασκηθείσας ανακοπής κατά της εκδοθείσας σε βάρος του, από την αναιρεσίβλητη, με βάση την αναφερομένη σ'αυτούς (λόγους) τελεσίδικη, όχι όμως αμετάκλητη, αναγνωριστική απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, υπ'αριθμ. 1054/2006 Δ/γής Πληρωμής του Δικαστή του Μον/λούς Πρωτ. Αθηνών, σύμφωνα με τους οποίους η τελευταία πάσχει ακυρότητα, απορρέουσα από το νομικά ανεπίτρεπτο της έκδοσής της λόγω αφενός της προβλεπομένης από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.2 του ν.3068/2002 απαγόρευσης εκτέλεσης σε βάρος του Δημοσίου των διαταγών πληρωμής, η οποία (απαγόρευση) αναιρεί το έννομο συμφέρον της αναιρεσίβλητης για την έκδοσή της και αφετέρου της κατά τη διάταξη του άρθρου 19 παρ.παρ. 1-2 ν.1715/1951 απαγόρευσης εκτέλεσης σε βάρος του Δημοσίου αποφάσεων διοικητικών δικαστηρίων πριν αυτές καταστούν αμετάκλητες, η οποία (απαγόρευση) καθιστά αδύνατη και την έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση τελεσίδικη (και όχι αμετάκλητη) αναγνωριστικά απόφαση, δεχθείσα, εσφαλμένως κατά το αναιρεσείον, ότι "η μεν διάταξη του άρθ. 1 παρ.2 ν.3068/2002 είναι, ως προς τις διαταγές πληρωμής, αντισυνταγματική, η δ' αυτή του άρθ. 19 παρ.παρ.1-2 - ν.1715/1951 δεν εμποδίζει την έκδοση διαταγής πληρωμής αφού οι προβλεπόμενοι γι' αυτήν περιορισμοί αφορούν την εκτελεστότητα των παραπάνω αποφάσεων και όχι το απορρέον απ' αυτές δεδικασμένο με βάση το οποίο ζητήθηκε η έκδοσή της". Οι λόγοι αυτοί κρίνονται απορριπτέοι ως αβάσιμοι αφού, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, με την παραπάνω κρίση της η προσβαλλόμενη απόφαση προέβη σε ορθή ερμηνεία τόσο της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 2 ν.3068/2002 (όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρ. 20 ν.3301/2004), δεχθείσα την αντισυνταγματικότητα της προβλεπομένης από αυτή απαγόρευσης εκτέλεσης σε βάρος του Δημοσίου των διαταγών πληρωμής και συνακόλουθα την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος της αναιρεσίβλητης για την έκδοσή της, όσο και αυτής του άρθρου 19 παρ.παρ.1-2 ν.1715/1951 (όπως η παρ.2 συμπληρώθηκε με το άρθρ.41 παρ.11 ν.2065/1992) δεχθείσα ότι η προβλεπομένη απ' αυτήν απαγόρευση εκτέλεσης σε βάρος του Δημοσίου των αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων πριν αυτές καταστούν αμετάκλητες δεν παρακωλύει την έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος του τελευταίου με βάση τελεσίδικη (και όχι αμετάκλητη) αναγνωριστική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, αφού ο τιθέμενος μ' αυτήν περιορισμός αφορά την εκτελεστότητα των εν λόγω αποφάσεων και όχι το δεδικασμένο που απορρέει απ' αυτές.
Ο από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης αναφέρεται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού και γι' αυτό προϋποθέτει κρίση επί της ουσίας του δικαστηρίου και συνεπώς δεν ιδρύεται όταν η έλλειψη, ανεπάρκεια ή η αντίφαση των αιτιολογιών αναφέρεται στη σκέψη της απόφασης με την οποία η αγωγή, ανακοπή κλπ απορρίφθηκε ως αόριστη ή ως μη νόμιμη (Ολ ΑΠ 3/1997, ΑΠ 701/2011). Κατ' ακολουθίαν αυτών οι ίδιοι ως άνω λόγοι, κατά το δεύτερο σκέλος τους, με τους οποίους προβάλλεται από το αναιρεσείον η από το άρθρ. 559 αρ. 19 ΚΠολΔ αιτίαση με την επίκληση ότι η προσβαλλομένη απόφαση "με ανεπαρκείς, αυθαίρετες και αντιφατικές αιτιολογίες" απέρριψε ως μη νόμιμους τους παραπάνω λόγους της κατά της αναιρεσίβλητης ασκηθείσας ανακοπής, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι αφού η προβαλλομένη ως άνω αιτίαση δεν αναφέρεται σε έλλειψη και ανεπαρκεία αιτιολογίας σχετικής με την επί της ουσίας αλλά με την περί του νομικά βασίμου κρίση της προσβαλλομένης απόφασης για την οποία δεν παρέχεται ο από το άρθρο 559 αρ. 19 αναιρετικός λόγος (ΟλΑΠ 3/97, ΑΠ 701/11). Κατ' ακολουθίαν αυτών και ενόψει της μη υπάρξεως άλλου λόγου προς έρευνα πρέπει ν' απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αίτηση αναίρεσης χωρίς να καταδικαστεί το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα της νικήσασας αναιρεσίβλητης, ελλείψει σχετικού αιτήματος της τελευταίας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20-1-2013 αίτηση αναίρεσης της 2836/2012 τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Ιανουαρίου 2014. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Φεβρουαρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
|
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Δικαστήριο:
|
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
|
Τόπος:
|
ΑΘΗΝΑ
|
Αριθ. Απόφασης:
|
1825
|
Ετος:
|
2013
|
Περίληψη
Αναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου, ΟΤΑ κ.λπ. - Εκτελεστοί τίτλοι - Διαταγή πληρωμής - Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης - Αναίρεση για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου -. Έκδοση διαταγών πληρωμής και εκτέλεση τούτων κατά του Δημοσίου ΝΠΔΔ και ΟΤΑ. άρθρ. 20 ν. 3301/2004). Η νομοθετική ρύθμιση του άνω άρθρου, κατά την οποία δεν εκτελούνται οι αναφερόμενοι σ' αυτή εκτελεστοί τίτλοι, μεταξύ των οποίων και οι διαταγές πληρωμής, αντίκειται στις διατάξεις του Συντάγματος και των Διεθνών Συμφώνων και ως εκ τούτου είναι δυνατή, η από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή (ειρηνοδίκη ή δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου) έκδοση διαταγής πληρωμής, συντρεχουσών των προς τούτο προϋποθέσεων εις βάρος του Δημοσίου, ΟΤΑ και ΝΠΔΔ και αν ακόμη η υποκείμενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση προς πληρωμή της οποίας ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων (ΑΠ 2347/09). Βάσιμος αναιρετικός λόγος από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Το Εφετείο αφ’ ενός μεν δεν εφάρμοσε, ενώ έπρεπε να εφαρμόσει, τις διατάξεις των άρθρων: 94 και 95 παρ. 5 Σ, 2 παρ. 3 και 14 παρ. 1 εδ. α’ ΔΣΑΠΔ και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, ενώ αφ’ετέρου, εφάρμοσε, ενώ δεν έπρεπε να εφαρμόσει ως αντισυνταγματική, την διάταξη η οποία προστέθηκε στο άρθρο 1 Ν. 3068/2002 με το άρθρο 20 Ν. 3301/2004 και σύμφωνα με την οποία δεν θεωρούνται δικαστικές αποφάσεις και δεν εκτελούνται, μεταξύ των άλλων και κατά των Ο.Τ.Α., οι διαταγές πληρωμής.
|
Κείμενο Απόφασης
Αριθμός 1825/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Τσόλα, Ευφημία Λαμπροπούλου, Γεράσιμο Φουρλάνο και Εμμανουήλ Κλαδογένη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 22 Απριλίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "
" και τον διακριτικό τίτλο "
" τελούσας υπό εκκαθάριση και εκπροσωπούμενης νόμιμα από τους εκκαθαριστές της 1) Ε. Χ., 2) Δ. Χ. του Χ. και 3)Ι. Ι., κατοίκου ... η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Λακαφώση.
Τoυ αναιρεσιβλήτου: Πρωτοβαθμίου Οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΝΕΑΣ ΣΜΥΡΝΗΣ", που εδρεύει στη Ν. Σμύρνη και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Δήμαρχό του, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Γεωργία Σκλιβάγκου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-4-2005 ανακοπή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2662/2006 του ίδιου Δικαστηρίου και 4081/2008 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά η αναιρεσείουσα με την από 5-7-2011 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Εμμανουήλ Κλαδογένης, διορθώνοντας την από 12-4-2013 έκθεσή του, εισηγήθηκε την παραδοχή του πρώτου λόγου και την απόρριψη του δεύτερου λόγου της κρινόμενης αίτησης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 εδ.α' ΚΠολΔ: "Αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών..". Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Με τον λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν [Α.Π.113/2012]. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 24 του Συντάγματος: " 1. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου 2. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει 3. Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια, 4. Στα πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια μπορεί να ανατεθεί και κάθε άλλη αρμοδιότητα διοικητικής φύσης, όπως νόμος ορίζει. Στις αρμοδιότητες αυτές περιλαμβάνεται και η λήψη μέτρων για τη συμμόρφωση της διοίκησης με τις δικαστικές αποφάσεις. Οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως νόμος ορίζει: "Κατά το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος: "Η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης". Στο άρθρο 1 του ν.3068/2002 (ΦΕΚ 274/14.11.2002), όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 20 του ν.3301/2004, που εκδόθηκε εις εκτέλεση του άρθρου 94 παρ.4 του Συντάγματος, ορίζεται: "Το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει". Επακολούθησε ο ν. 3301/2004, με το άρθρο 20 του οποίου προστέθηκε στο άνω άρθρο 1 του ν.3068/02 εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο, δεν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του παρόντος νόμου και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ'- ζ' της παρ.2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και oι κατά τα άρθρα 623 επ. του ιδίου Κώδικα εκδιδόμενες από τον αρμόδιο δικαστή διαταγές πληρωμής), πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων. Περαιτέρω, το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που, μαζί με το προαιρετικό Πρωτόκολλό του, κυρώθηκε με τον ν.2462/1997, και άρχισε να ισχύει για την Ελλάδα από 5.8.1997 (Ανακοίνωση Υπ. Εξωτ. Φ.0546/62/Α1/292/ Μ.2870/7.5.1997), έχει δε υπερνομοθετική ισχύ κατά το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, στο άρθρο 2 παρ.3 αυτού ορίζει: "Τα Συμβαλλόμενα Κράτη στο παρόν Σύμφωνο αναλαμβάνουν την υποχρέωση: α) να εγγυώνται ότι κάθε άτομο, του οποίου τα δικαιώματα και οι ελευθερίες, που αναγνωρίζονται στο παρόν Σύμφωνο, παραβιασθούν, θα έχει στη διάθεσή του μία πρόσφορη προσφυγή, ακόμη και αν η παραβίαση θα έχει διαπραχθεί από πρόσωπα που ενεργούν υπό την επίσημη κρατική ιδιότητά τους, β) να εγγυώνται ότι η αρμόδια δικαστική, διοικητική., νομοθετική... αρχή ... θα αποφαίνεται πράγματι σχετικά με τα δικαιώματα του προσφεύγοντος, και να προωθήσουν τη δυνατότητα δικαστικής προσφυγής, γ) να εγγυώνται την εκτέλεση, από τις αρμόδιες αρχές, κάθε απόφασης που θα έχει κάνει δεκτή τη σχετική προσφυγή". Τέλος, το άρθρο 14 παρ.1 εδ.α'του ίδιου Συμφώνου ορίζει: "Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί από ... δικαστήριο ... το οποίο θα αποφασίσει ... και για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα" . Με τη διάταξη αυτή συμπορεύεται και το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, που καθιερώνεται με το άρθρο 6 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) (η οποία κυρώθηκε με το ν.δ.53/1974), καθώς και με το άρθρο-20 παρ.1 του Συντάγματος. Οι ως άνω διατάξεις δεν ιδρύουν μόνο διεθνή ευθύνη των συμβαλλομένων κρατών, αλλά έχουν άμεση εφαρμογή και υπερνομοθετική ισχύ, άρα θεμελιώνουν δικαιώματα υπέρ των προσώπων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής τους. Οι διατάξεις αυτές εγγυώνται όχι μόνο την ελεύθερη πρόσβαση σε δικαστήριο, αλλά και την πραγματική ικανοποίηση του δικαιώματος που επιδικάσθηκε από το δικαστήριο, δηλαδή το δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την οποία η προσφυγή στο δικαστήριο θα απέβαλλε την ουσιαστική αξία και χρησιμότητά της (Ολ. ΑΠ 21/2001). Από τις εκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις και εκείνες του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ σαφώς συνάγεται ότι, προς επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτές σκοπού της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, επιτρέπεται η εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων κατά του Δημοσίου, ΟΤΑ και νομικών ν.π.δ.δ., με τις οποίες επιδικάζονται εις βάρος τους χρηματικές απαιτήσεις, στους τίτλους δε αυτούς συμπεριλαμβάνονται και οι κατά τα άρθρα 627 επ. ΚΠολΔ διαταγές πληρωμής, οι οποίες ναι μεν εκδίδονται από δικαστή, χωρίς προηγουμένως να ακουστεί και να αναπτύξει τις απόψεις του ο καθού, μετά από εξέταση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοσή τους και όχι από συγκροτημένο δικαστήριο, πλην όμως εξομοιώνονται λειτουργικώς με τις δικαστικές αποφάσεις, διότι αφ' ενός μεν επιλύουν διαφορές, εφ' ετέρου δε, ανταποκρίνονται στα βασικά λειτουργικά γνωρίσματα της προβλεπόμενης από το άρθρο 20 του Συντάγματος δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι παρέχεται η δυνατότητα στον καθού να ασκήσει ανακοπή και να προβάλει τους ισχυρισμούς του, τόσο ως προς τη μη συνδρομή των προϋποθέσεων έκδοσης της διαταγής πληρωμής όσο και ως προς την απαίτηση. Παρέπεται, ότι η άνω νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 20 ν. 3301/2004, κατά την οποία δεν εκτελούνται οι αναφερόμενοι σ' αυτή εκτελεστοί τίτλοι, μεταξύ των οποίων και οι διαταγές πληρωμής, αντίκειται στις ειρημένες διατάξεις του Συντάγματος και των Διεθνών Συμφώνων και ως εκ τούτου είναι δυνατή, η από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή (ειρηνοδίκη ή δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου) έκδοση διαταγής πληρωμής, συντρεχουσών των προς τούτο προϋποθέσεων εις βάρος του Δημοσίου, ΟΤΑ και ν.π.δ.δ., και αν ακόμη η υποκείμενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση προς πληρωμή της οποίας ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων (Α.Π. 2347/2009). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα της δικογραφίας, κατόπιν αιτήσεως της ήδη αναιρεσειούσης εταιρίας εξεδόθη από τον δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών επί τη βάσει τεσσάρων τιμολογίων - δελτίων αποστολής και των συνοδευόντων αυτά λοιπών εγγράφων η υπ' αριθ. 3185/2005 διαταγή πληρωμής. Με αυτήν υποχρεώθηκε ο καθ' ού και ήδη αναιρεσίβλητος Δήμος να καταβάλει στην αναιρεσείουσα νομιμοτόκως το ποσόν των 57.243,22 ευρώ. Αντίγραφο εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού της διαταγής πληρωμής με επιταγή προς εκτέλεση για το συνολικό ποσόν των 65.356,64 ευρώ, στο οποίο περιλαμβάνονται το ανωτέρω κεφάλαιο, οι τόκοι και τα έξοδα, επεδόθη στον αναιρεσίβλητο Δήμο, ο οποίος άσκησε την ένδικη ανακοπή κατά της εκτελέσεως. Το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε, ότι σύμφωνα με το άρθρο 1 Ν.3068/2002, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 20 Ν.3301/2004, δεν είναι δικαστική απόφαση και δεν εκτελείται κατά του αναιρεσιβλήτου Δήμου η αναφερθείσα διαταγή πληρωμής. Κατόπιν τούτου, το Εφετείο δέχθηκε κατ'ουσίαν την έφεση του Δήμου, εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία είχε απορριφθεί η ανακοπή του Δήμου κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως, κράτησε την υπόθεση, δίκασε την ανακοπή, την οποία δέχθηκε κατ'ουσίαν και ακύρωσε την επιταγή προς πληρωμή. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ.1 ΚΠολΔ. Ειδικότερα το Εφετείο αφ' ενός μεν δεν εφάρμοσε, ενώ έπρεπε να εφαρμόσει, τις αναφερθείσες στην αρχή διατάξεις των άρθρων α') 94 και 95 παρ.5 του Συντάγματος, β') 2 παρ.3 και 14 παρ.1 εδ.α' του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (Ν.2462/1997) και γ') 6 παρ.1 της Ε.Σ.Δ.Α., αφ'ετέρου δε, εφάρμοσε, ενώ δεν έπρεπε να εφαρμόσει ως αντισυνταγματική, την διάταξη η οποία προστέθηκε στο άρθρο 1 Ν.3068/2002 με το άρθρο 20 Ν.3301/2004 και σύμφωνα με την οποία δεν θεωρούνται δικαστικές αποφάσεις και δεν εκτελούνται, μεταξύ των άλλων και κατά των Ο.Τ.Α., οι διαταγές πληρωμής. Επομένως, ο σχετικός πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος. Ακολούθως, παρελκούσης της ερεύνης του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ, στο ίδιο Εφετείο, το οποίο εξέδωσε την απόφαση, η σύνθεση του οποίου από άλλους δικαστές είναι δυνατή. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος Δήμος στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσειούσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθ. 4081/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές.
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσειούσης, τα οποία ορίζει σε χίλια (1000) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Ιουνίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Σεπτεμβρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
|
ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ
|
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Δικαστήριο: |
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
|
Τόπος:
|
ΑΘΗΝΑ
|
Αριθ. Απόφασης:
|
2347
|
Ετος:
|
2009
|
Περίληψη
Εκτέλεση διαταγής πληρωμής κατά Δημοσίου, ΟΤΑ και ΝΠΔΔ - Εξομοίωση των
διαταγών πληρωμής με δικαστικές αποφάσεις - Δικαιοδοσία - Σύστημα διοικητικής
επίλυσης διαφορών από την εκτέλεση δημόσιου έργου - Άρνηση πληρωμής της
αμοιβής του αναδόχου -. Εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων κατά του Δημοσίου, ΟΤΑ
και νπδδ, με τις οποίες επιδικάζονται χρηματικές απαιτήσεις εις βάρος τους.
Στους τίτλους αυτούς συμπεριλαμβάνονται και οι κατά τα άρθρα 627 επ. ΚΠολΔ
διαταγές πληρωμής, δεδομένου ότι παρέχεται η δυνατότητα στον καθού να ασκήσει
ανακοπή και να προβάλει τους ισχυρισμούς του, τόσο ως προς τη μη συνδρομή των
προϋποθέσεων έκδοσης της διαταγής πληρωμής όσο και ως προς την απαίτηση. Αντίθεση με διατάξεις του Συντάγματος,
της ΕΣΔΑ και του ΔΣΑΠΔ της νομοθετικής ρύθμισης του άρθρου 20 ν. 3301/2004
που αποκλείει την εκτέλεση εναντίον του Δημοσίου κλπ ορισμένων εκτελεστών
τίτλων μεταξύ των οποίων και οι διαταγές πληρωμής και ως εκ τούτου είναι
δυνατή, η από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή (ειρηνοδίκη ή δικαστή του Μονομελούς
Πρωτοδικείου) έκδοση διαταγής πληρωμής, συντρεχουσών των προς τούτο
προϋποθέσεων εις βάρος του Δημοσίου, ΟΤΑ και ν.π.δ.δ., και αν ακόμη η
υποκείμενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση προς πληρωμή
της οποίας ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των
διοικητικών δικαστηρίων, όπως συμβαίνει επί διαφοράς από σύμβαση δημόσιου
έργου. Καθιέρωση συστήματος διοικητικής επίλυσης των διαφορών από την
εκτέλεση δημόσιου έργου επί ποινή απαραδέκτου. Πριν από την άσκηση προσφυγής
ενώπιον του διοικητικού εφετείου, ο ανάδοχος του οποίου τα έννομα συμφέροντα
προσβάλλονται με πράξεις της διευθύνουσας υπηρεσίας δικαιούται μέσα σε τακτή
προθεσμία να ασκήσει ένσταση στην προϊσταμένη αρχή και στη συνέχεια αίτηση
θεραπείας. Όταν όμως δεν πρόκειται περί βλαπτικής για τα συμφέροντα του
αναδόχου πράξεως, αλλά αντίθετα περί πράξεως της οποίας αυτός επιδιώκει την
υλοποίηση, όπως είναι η πράξη της διευθύνουσας υπηρεσίας περί εγκρίσεως του
τελικού λογαριασμού, η οποία αποτελεί την πιστοποίηση για την πληρωμή του,
τότε και εφόσον η διοίκηση αρνείται να ικανοποιήσει τη σχετική απαίτησή του
(πληρωμή της αμοιβής) δεν είναι αναγκαία η τήρηση της άνω διοικητικής
προδικασίας και ο ανάδοχος μπορεί να ζητήσει ευθέως την καταβολή της αμοιβής
του. |
Πρόεδρος:
|
Δημήτριος Δαλιάνης
|
Δικηγόροι:
|
Βασίλειος Κωστόπουλος, Παναγιώτης
Μακαρίτης
|
Εισηγητές:
|
Χαράλαμπος Ζώης
|
Μέλη:
|
Ρένα Ασημακοπούλου,
Ιωάννης Ιωαννίδης, Αθανάσιος Κ
|
Λήμματα:
|
Εκτέλεση διαταγής
πληρωμής κατά Δημοσίου, ΟΤΑ και ΝΠΔΔ ,Εξομοίωση των διαταγών πληρωμής με
δικαστικές αποφάσεις ,Δικαιοδοσία ,Σύστημα διοικητικής επίλυσης διαφορών από
την εκτέλεση δημόσιου έργου ,Άρνηση πληρωμής της αμοιβής του αναδόχου
|
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
|
|
ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΤΜΗΜΑ VII
ΠΡΑΞΗ 226/2010
Αποτελούμενο από τον Πρόεδρο του Τμήματος
Αντιπρόεδρο Ιωάννη Καραβοκύρη, τους Συμβούλους Ηλία Αλεξανδρόπουλο και Μιχαήλ
Ζυμή και τους Παρέδρους Κωνσταντίνα Σταμούλη και Δημήτριο Κοκοτσή (εισηγητή),
οι οποίοι μετέχουν με συμβουλευτική ψήφο, συνεδρίασε στην αίθουσα διασκέψεων
του Καταστήματός του, που βρίσκεται στην Αθήνα, στις 14 Ιουλίου 2010, με την
παρουσία της Γραμματέως Βασιλικής Τσιαντή, για να αποφανθεί, ύστερα από σχετική
διαφωνία που ανέκυψε μεταξύ της Αναπληρώτριας Επιτρόπου του Ελεγκτικού
Συνεδρίου στη 2η Υπηρεσία Επιτρόπου στο Νομό Ευβοίας και του Δήμου ..., αν
πρέπει να θεωρηθεί το 268 Α, οικονομικού έτους 2010, χρηματικό ένταλμα πληρωμής
του εν λόγω Δήμου.
Αφού μελέτησε τα στοιχεία του φακέλου
και
έλαβε υπόψη
Την 205/1.7.2010 έγγραφη γνώμη της
ασκούσας καθήκοντα Γενικού Επιτρόπου Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο
Συμβούλου Άννας Λιγωμένου, σύμφωνα με την οποία το επίμαχο χρηματικό ένταλμα
πληρωμής πρέπει να θεωρηθεί.
Σκέφθηκε κατά το νόμο
Ι. Η Αναπληρώτρια Επίτροπος του Ελεγκτικού
Συνεδρίου στη 2η Υπηρεσία Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Νομό Ευβοίας
αρνήθηκε, με την 11/ 30.3.2010 πράξη επιστροφής, να θεωρήσει το 268 Α,
οικονομικού έτους 2010, χρηματικό ένταλμα πληρωμής του Δήμου ..., ποσού 2.800,00
ευρώ, που εκδόθηκε στο όνομα της …………. και αφορά στην καταβολή σε αυτήν δαπάνης
δικηγορικής αμοιβής σε εκτέλεση της υπ΄αριθμ. 118/2009 διαταγής πληρωμής του
Ειρηνοδικείου Ιστιαίας. Τη θεώρηση του χρηματικού αυτού εντάλματος αρνήθηκε η
Επίτροπος με την αιτιολογία ότι η εντελλόμενη δαπάνη είναι μη νόμιμη, διότι η
διαταγή πληρωμής δεν αποτελεί νόμιμο αποδεικτικό δαπάνης, καθόσον ως εκτελεστός
τίτλος του άρθρου 904 παρ.2 περ.ζ΄ του Κ.Πολ.Δικ. δεν εμπίπτει στην έννοια των
δικαστικών αποφάσεων, δεν παράγει δεδικασμένο και συνεπώς δεν δεσμεύει το
Ελεγκτικό Συνέδριο. Ο Δήμος ..., με το 2320/26.5.20210 έγγραφο του Δημάρχου
του, επανυπέβαλε το επίμαχο χρηματικό ένταλμα πληρωμής στην Επίτροπο για
θεώρηση, υποστηρίζοντας τη νομιμότητα της εντελλόμενης με αυτό δαπάνης. Η
Επίτροπος, όμως, ενέμεινε στην άρνησή της να το θεωρήσει και έτσι ανέκυψε
διαφωνία, για την άρση της οποίας, εκ παραδρομής μεν απευθύνεται, με την από
15.6.2010 έκθεσή της στο Τμήμα τούτο, καθόσον αρμόδιο να αίρει διαφωνίες ως
προς τη θεώρηση χρηματικών ενταλμάτων πληρωμής του Δημοσίου και λοιπών ν.π.δ..δ
που υπάγονται με ειδική διάταξη νόμου σε προληπτικό έλεγχο των δαπανών τους και
αφορούν αξιώσεις, μεταξύ άλλων, από αμοιβές δικηγόρων είναι το Ι Τμήμα (βλ. την
Φ.Γ8/15686/8.7.2002 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου «περί
καθορισμού των Τμημάτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της αρμοδιότητας αυτών»
(ΦΕΚ Β΄1242), όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τις ΦΓ8/22431/6.10.2004
(ΦΕΚ Β΄ 1620) και ΦΓ8/52557/ 6.12.2006 (ΦΕΚ Β΄ 62) όμοιες αποφάσεις, πλην όμως
δεν κωλύεται το παρόν Τμήμα να προβεί, κατ΄ οικονομία της σχετικής διαδικασίας,
στην εξέταση της υπό κρίση διαφωνίας (βλ. 4/2007 Πράξη Ι Τμ. Ελ.Συν.).
ΙΙ. Το ισχύον Σύνταγμα (1975/2001) ορίζει στο άρθρο 98, ότι: «1. Στην
αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκουν ιδίως : α. Ο έλεγχος των δαπανών
του Κράτους καθώς και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών
προσώπων, που υπάγονται με ειδική διάταξη νόμου στο καθεστώς αυτό. β. … 2. Οι
αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου ρυθμίζονται και ασκούνται, όπως νόμος
ορίζει …». Σε εφαρμογή της ανωτέρω συνταγματικής διάταξης, το άρθρο 17 του
π.δ/τος 774/1980 «Οργανισμός Ελεγκτικού Συνεδρίου» (ΦΕΚ Α΄ 189), ορίζει ότι :
«1. Το Ελεγκτικόν Συνέδριον α) … β) Ασκεί τον κατά το άρθρον 98 του Συντάγματος
έλεγχον των δαπανών του Κράτους, ως και των δι’ ειδικών νόμων εις τον έλεγχον
αυτού υπαγομένων Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως ή άλλων Νομικών Προσώπων
Δημοσίου Δικαίου επί τω τέλει της βεβαιώσεως ότι υπάρχει δια ταύτας νομίμως
κεχορηγημένη πίστωσις και ότι κατά την πραγματοποίησιν τούτων ετηρήθησαν αι
διατάξεις του κώδικος «περί δημοσίου λογιστικού» και παντός άλλου νόμου ή
διατάγματος ή κανονιστικής αποφάσεως. 3. Κατά τον υπό του Συνεδρίου ασκούμενον
έλεγχον επιτρέπεται η εξέτασις και των παρεμπιπτόντως αναφυομένων ζητημάτων,
επιφυλασσομένων των περί δεδικασμένου διατάξεων». Εξάλλου, στο άρθρο 94 του
Συντάγματος ορίζεται ότι: «1….. 4. … Οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται
αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των
νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως νόμος ορίζει» και στο άρθρο 95, ότι:
«1. … 5. Η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές
αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο
όργανο, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της
συμμόρφωσης της διοίκησης». Σε εκτέλεση των ως άνω συνταγματικών διατάξεων
εκδόθηκε ο ν. 3068/2002 «Συμμόρφωση της Διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις
(…) και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 274), στο άρθρο 1 του οποίου, όπως το
τελευταίο συμπληρώθηκε με τα άρθρα 20 του ν. 3301/2004 (ΦΕΚ Α΄ 263) και 4ε παρ.
3 του ν. 3388/2005 (ΦΕΚ Α΄ 225), ορίζονται τα ακόλουθα: «Το Δημόσιο, οι
οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου
έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές
αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την
εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές
αποφάσεις κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου είναι όλες οι αποφάσεις των
διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση
συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους
όρους που κάθε απόφαση τάσσει. Δεν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια
του παρόντος και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις
περιπτώσεις των εδαφίων γ΄- ζ΄ της παρ. 2 του άρθρου 904 Κ.Πολ.Δ. πλην των
κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων. Οι διατάξεις του
παρόντος άρθρου ισχύουν και για τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου του
ευρύτερου δημόσιου τομέα, τα οποία ανήκουν εξ ολοκλήρου στο Δημόσιο.». Οι
εκτελεστοί δε τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ΄ - ζ΄ της
παρ. 2 του άρθρου 904 του Κ.Πολ.Δ. είναι : «γ) Τα πρακτικά ελληνικών
δικαστηρίων που περιέχουν συμβιβασμό ή προσδιορισμό δικαστικών εξόδων, δ) τα
συμβολαιογραφικά έγγραφα, ε) οι διαταγές πληρωμής και απόδοσης της χρήσης
μισθίου ακινήτων που εκδίδουν Έλληνες δικαστές, στ) οι αλλοδαποί τίτλοι που κηρύχθηκαν
εκτελεστοί, ζ) οι διαταγές και πράξεις που αναγνωρίζονται από το νόμο ως τίτλοι
εκτελεστοί». Περαιτέρω, ο Κ.Πολ.Δ. ορίζει στο άρθρο 623, ότι κατά την ειδική
διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής
για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση
και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, στο άρθρο
625, ότι αρμόδιος να εκδώσει διαταγή πληρωμής είναι για απαίτηση της
αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου ο ειρηνοδίκης και για κάθε άλλη απαίτηση ο
δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου, καθώς και ότι για την έκδοση διαταγής
πληρωμής δεν γίνεται συζήτηση στο ακροατήριο, στο άρθρο 626, ότι η διαταγή
πληρωμής εκδίδεται ύστερα από αίτηση του δικαιούχου της απαίτησης, η οποία (αίτηση)
κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο άρθρο 627, ότι ο δικαστής
αποφασίζει το ταχύτερο σχετικά με την αίτηση, χωρίς να καλέσει τον οφειλέτη,
έχει όμως το δικαίωμα α) να καλεί τον αιτούντα για να του δώσει εξηγήσεις
σχετικά με την αίτηση, β) να υποδείξει στον αιτούντα τις αναγκαίες συμπληρώσεις
ή διορθώσεις της αίτησης, γ) αν ο αιτών επικαλείται ιδιωτικά έγγραφα, να ζητεί
βεβαίωση της υπογραφής από συμβολαιογράφο ή μάρτυρες που εξετάζονται ενώπιόν
του, στο άρθρο 629, ότι ο δικαστής δέχεται την αίτηση κατά το μέρος που κατά
την κρίση του είναι νομικά και πραγματικά βάσιμη, διατάζει τον οφειλέτη να
πληρώσει το οφειλόμενο ποσό, στο άρθρο 630 Α, ότι η διαταγή πληρωμής επιδίδεται
σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από την έκδοσή
της, διαφορετικά εάν η επίδοση δεν γίνει μέσα στην προθεσμία των δύο μηνών, η
διαταγή πληρωμής παύει να ισχύει, στο άρθρο 631, ότι η διαταγή πληρωμής
αποτελεί τίτλο εκτελεστό, στο άρθρο 632, ότι ο οφειλέτης κατά του οποίου
στρέφεται η διαταγή πληρωμής έχει το δικαίωμα μέσα σε δεκαπέντε εργάσιμες
ημέρες από την επίδοσή της να ασκήσει ανακοπή, η οποία απευθύνεται στο
δικαστήριο, το οποίο είναι καθ` ύλην αρμόδιο, στο άρθρο 633, ότι εάν η ανακοπή
έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νόμιμα και οι λόγοι της είναι νόμιμοι και βάσιμοι,
το δικαστήριο ακυρώνει τη διαταγή πληρωμής, διαφορετικά απορρίπτει την ανακοπή
και επικυρώνει τη διαταγή πληρωμής, καθώς και ότι εάν δεν έχει ασκηθεί
εμπρόθεσμα ανακοπή, εκείνος υπέρ του οποίου έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής
μπορεί να επιδώσει πάλι τη διαταγή στον οφειλέτη, ο οποίος έχει το δικαίωμα να
ασκήσει την ανακοπή μέσα σε προθεσμία δέκα εργασίμων ημερών από τη νέα επίδοση.
Αν περάσει άπρακτη και η παραπάνω προθεσμία, η διαταγή πληρωμής αποκτά δύναμη
δεδικασμένου και είναι δυνατό να προσβληθεί μόνο με αναψηλάφηση. Εξάλλου, με
βάση τη θεμελιώδη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει
το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και τη διάταξη του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής
Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) που καθιερώνει το δικαίωμα σε
δίκαιη δίκη, το δικαίωμα δικαστικής προστασίας περιλαμβάνει ως μερικότερα
δικονομικά συνταγματικά δικαιώματα: α) το δικαίωμα για ελεύθερη πρόσβαση στα
δικαστήρια για έκδοση απόφασης στην ουσίας της υπόθεσης, β) το δικαίωμα για
λήψη ασφαλιστικών μέτρων και γ) το δικαίωμα για αναγκαστική εκτέλεση των
(καταψηφιστικών) δικαστικών αποφάσεων. Τέλος, το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά
και πολιτικά δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997, έχει δε
υπερνομοθετική ισχύ κατά το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, ορίζει στο άρθρο 2
παρ.3, ότι: « Τα Συμβαλλόμενα Κράτη στο παρόν Σύμφωνο αναλαμβάνουν την
υποχρέωση: α) να εγγυώνται ότι κάθε άτομο, του οποίου τα δικαιώματα και
ελευθερίες, που αναγνωρίζονται στο παρόν Σύμφωνο, παραβιασθούν, θα έχει στη
διάθεσή του μια πρόσφορη προσφυγή, ακόμη και αν η παραβίαση θα έχει διαπραχθεί
από πρόσωπα που ενεργούν υπό την επίσημη κρατική ιδιότητά τους, β) να εγγυώνται
ότι η αρμόδια δικαστική, διοικητική, νομοθετική…. αρχή…. θα αποφαίνεται
πράγματι σχετικά με τα δικαιώματα του προσφεύγοντος, και να προωθήσουν τη
δυνατότητα δικαστικής προσφυγής, γ) να εγγυώνται την εκτέλεση, από τις αρμόδιες
αρχές, κάθε απόφασης που θα έχει κάνει δεκτή τη σχετική προσφυγή» και στο άρθρο
14 παρ. 1 εδ. α΄, ότι: «Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί
από…… δικαστήριο…. το οποίο θα αποφασίσει….. και για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων
και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα.»
ΙΙΙ. Από
τις ανωτέρω διατάξεις και ενόψει των προπαρατιθέμενων άρθρων 2 παρ.3 και 14
παρ.1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, τα οποία
δεν ιδρύουν μόνο διεθνή ευθύνη των συμβαλλομένων κρατών, αλλά έχουν άμεση
εφαρμογή και υπερνομοθετική ισχύ θεμελιώνοντας δικαιώματα υπέρ των προσώπων που
υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής τους, επιπροσθέτως δε εγγυώνται την ελεύθερη
πρόσβαση στο δικαστήριο, καθώς και την πραγματική ικανοποίηση του δικαιώματος
που επιδικάστηκε από αυτό, δηλαδή το δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την
οποία η προσφυγή στο δικαστήριο θα απέβαλλε την ουσιαστική αξία και χρησιμότητά
της, συνάγεται ότι η νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 1 του ν. 3068/2002, όπως το
τρίτο εδάφιο αυτού προστέθηκε με το άρθρο 20 του ν. 3301/2004, σύμφωνα με την
οποία δεν εκτελούνται οι αναφερόμενοι σ΄ αυτή εκτελεστοί τίτλοι, μεταξύ των
οποίων και η διαταγή πληρωμής, αποβαίνει ανίσχυρη ως αντικειμένη προς τις αρχές
της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, που οι ως άνω εκτεθείσες διατάξεις
κατοχυρώνουν (Πρακτικά Ολομ. Ελ. Συν. της 9ης Γεν. Συν./19.5.2010, Α.Π.
2347/2009, βλ. και Ολομ. Α.Π. 21/2001). Επομένως, υπάρχει υποχρέωση της
Διοίκησης να συμμορφώνεται και στις διαταγές πληρωμής, οι οποίες ναι μεν
εκδίδονται από δικαστή, χωρίς προηγουμένως να ακουστεί και να αναπτύξει τις
απόψεις του ο καθού, μετά από εξέταση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων
για την έκδοσή τους και όχι από συγκροτημένο δικαστήριο, πλην όμως
εξομοιώνονται λειτουργικώς με τις δικαστικές αποφάσεις, διότι αφενός επιλύουν
διαφορές, αφετέρου ανταποκρίνονται στα βασικά λειτουργικά γνωρίσματα της
προβλεπόμενης από το άρθρο 20 του Συντάγματος δικαστικής προστασίας, δεδομένου
ότι παρέχεται η δυνατότητα στον καθού να ασκήσει ανακοπή και να προβάλει τους
ισχυρισμούς του, τόσο ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων έκδοσης της διαταγής
πληρωμής όσο και ως προς την απαίτηση. Ενόψει τούτων, όταν για την αξίωση του
φερόμενου ως δικαιούχου δαπάνης το δικαίωμα αυτού για την πραγμάτωση της
δαπάνης στηρίζεται σε διαταγή πληρωμής δικαστηρίου που εκδόθηκε στο πλαίσιο των
διατάξεων 623 επ. του Κ.Πολ.Δικ., το Ελεγκτικό Συνέδριο υποχρεούται σε θεώρηση
του οικείου χρηματικού εντάλματος, διότι δεν αποτελεί παρεμπιπτόντως αναφυόμενο
ζήτημα κατά τον ασκούμενο έλεγχο του Συνεδρίου ο έλεγχος της ορθότητας ή μη της
διαταγής πληρωμής, δηλαδή η νομιμότητα και βασιμότητα των λόγων και των όρων
που την δικαιολογούν, η οποία αποτελεί γι’ αυτό νόμιμο δικαιολογητικό με το
οποίο αποδεικνύεται η οικεία απαίτηση (πρβλ. Πρακτικά Ολομ. Ελ. Συν. της 9ης
Γεν. Συν./19.5.2010).
IV. Στην υπό κρίση υπόθεση, με το επίμαχο
χρηματικό ένταλμα εντέλλεται σε εκτέλεση της υπ΄αριθμ. 118/2009 διαταγής
πληρωμής του Ειρηνοδικείου Ιστιαίας η καταβολή στη φερόμενη ως δικαιούχο
δικηγόρο …., ποσού 2.800,00 ευρώ, ως αμοιβή για νομικές υπηρεσίες που παρείχε
στο Δήμο .... Εξάλλου, η δημαρχιακή επιτροπή του εν λόγω Δήμου αποφάσισε, με
την 21/2010 απόφασή της, να μην ορισθεί πληρεξούσιος δικηγόρος για κατάθεση ανακοπής
κατά της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, με την αιτιολογία ότι οι περιγραφόμενες
στην απόφαση αυτή νομικές υπηρεσίες πράγματι παρασχέθηκαν από τη φερόμενη ως
δικαιούχο κατόπιν σχετικών αποφάσεων των οργάνων του Δήμου. Με τα δεδομένα αυτά
και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, η ως άνω
εκδοθείσα από το Ειρηνοδικείο Ιστιαίας διαταγή πληρωμής δεσμεύει το Ελεγκτικό
Συνέδριο κατά τον υπ΄ αυτού ασκούμενο έλεγχο και συνεπώς δικαιολογείται η
θεώρηση του επίμαχου χρηματικού εντάλματος πληρωμής που εκδόθηκε σε εκτέλεση
της διαταγής αυτής.
Για τους λόγους αυτούς
Αποφαίνεται ότι το 268 Α,
οικονομικού έτους 2010, χρηματικό ένταλμα πληρωμής του Δήμου ..., ποσού 2.800,00 ευρώ, πρέπει να θεωρηθεί
ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ
|
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Δικαστήριο:
|
ΕΦΕΤΕΙΟ
|
Τόπος:
|
ΛΑΡΙΣΗΣ
|
Αριθ. Απόφασης:
|
271
|
Ετος:
|
2011
|
Περίληψη
Εκτέλεση - Εκτελεστοί τίτλοι - Διαταγή πληρωμής - Δημόσιο - Νομικά
πρόσωπα δημοσίου δικαίου - Δημόσια έργα - Ανάδοχος - Διευθύνουσα υπηρεσία -
Ενστάσεις Οχληση Τόκοι -. Εκτέλεση καταψηφιστικών δικαστικών αποφάσεων κατά του Δημοσίου,
ΟΤΑ και νπδδ, στους εκτελεστούς δε τίτλους περιλαμβάνονται και οι διαταγές
πληρωμής. Εκδοση από τον πολιτικό δικαστή διαταγής πληρωμής σε βάρος
Δημοσίου, ΟΤΑ και νπδδ κι αν η υποκείμενη σχέση υπάγεται στη δικαιοδοσία των
διοικητικών δικαστηρίων, όπως επί διαφοράς από δημόσια έργα. Επί δημόσιων και
δημοτικών έργων διοικητική επίλυση των διαφορών με άσκηση κατά πράξεων της
διευθύνουσας υπηρεσίας ένστασης στην προϊσταμένη αρχή και ακολούθως αίτησης
θεραπείας. Πληρωμή εργολαβικού ανταλλάγματος τμηματικά με βάση τις πιστοποιήσεις
των εργασιών, οι δε λογαριασμοί συντάσσονται κατά μηνιαία χρονικά διαστήματα,
εκτός αν η σύμβαση ορίζει άλλες προθεσμίες. Οι λογαριασμοί συντάσσονται από
τον ανάδοχο και υποβάλλονται στη διευθύνουσα υπηρεσία, η οποία τους ελέγχει
και διορθώνει σε ένα μήνα από την υποβολή. Εάν η πληρωμή καθυστερήσει πέρα
από ένα μήνα από τη λήξη της προηγούμενης προθεσμίας χωρίς υπαιτιότητα του
αναδόχου, οφείλεται, αν υποβληθεί έγγραφη όχληση και από το χρόνο υποβολής
της, τόκος υπερημερίας. Αν η Διευθύνουσα Υπηρεσία δεν προβεί εμπρόθεσμα στις
νόμιμες ενέργειες, ο υποβληθείς λογαριασμός θεωρείται, ανεξαρτήτως
πλημμελειών, αυτοδίκαια εγκεκριμένος, η δε Υπηρεσία δεν μπορεί να τον
τροποποιήσει, ούτε ο κύριος του έργου να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της
πληρωμής, εφόσον οι σχετικές πράξεις δεν ανακλήθηκαν για νόμιμη αιτία ή δεν
ακυρώθηκαν δικαστικά. Η τεκμαρτή, εκ της σιωπής της διευθύνουσας υπηρεσίας,
έγκριση της πιστοποίησης είναι οριστική και δεν μπορεί να ανατραπεί ή
αναθεωρηθεί κατά τον έλεγχο της τελικής επιμέτρησης ή την εκκαθάριση του
τελικού λογαριασμού. Διευθύνουσα ή επιβλέπουσα Υπηρεσία είναι για έργα Δήμων
ή Κοινοτήτων η Τεχνική τους Υπηρεσία και όπου δεν υπάρχει αυτή, η Τεχνική
Υπηρεσία Δήμων και Κοινοτήτων της Νομαρχίας. |
Κείμενο
Απόφασης
271/2011 Η ένδικη με αρ. εκθ. κατ. 394/2008 (αρ. κατ. Εφετείου 1293/2008) έφεση του ανακόπτοντος κατά της με αριθ. 301/2008 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία επί ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, ασκήθηκε κατά τις νόμιμες διατυπώσεις με την κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του ανωτέρω δικαστηρίου (άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ) και είναι εμπρόθεσμη (βλ. άρθρα 495 §§ 1 και 2, 511, 513 § 1 εδ. β, 516 § 1, 517 § 1, 518 & 2 ΚΠολΔ) αφού ασκήθηκε εντός της από το άρθρο 518 παρ.2 τασσομένης προθεσμίας των τριών (3) ετών από την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης εφόσον από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση αυτής. Επομένως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της ( άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ). Στο άρθρο 94 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση του με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής ορίζεται ότι "1. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές ουσίας όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου 2. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει 3. Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια, 4. Στα πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια μπορεί να ανατεθεί και κάθε άλλη αρμοδιότητα διοικητικής φύσης, όπως νόμος ορίζει. Στις αρμοδιότητες αυτές περιλαμβάνεται και η λήψη μέτρων για τη συμμόρφωση της διοίκησης με τις δικαστικές αποφάσεις. Οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως νόμος ορίζει". Στο άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος ορίζεται ότι "5. Η διοίκηση είναι υποχρεωμένη να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει αναγκαστικά μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης" Στο άρθρο 1 του ν.3068/2002 (ΦΕΚ α 274/14.11.2002), όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 20 του ν.3301/2004, που εκδόθηκε εις εκτέλεση του άρθρου 94 παρ.4 του Συντάγματος, ορίζεται ότι "Το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει". Επακολούθησε ο ν. 3301/2004 με το άρθρο 20 του οποίου προστέθηκε στο άνω άρθρο 1 του ν.3068/02 εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο, δεν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του παρόντος νόμου και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ`- ζ` της παρ.2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι κατά τα άρθρα 623 επ. του ιδίου Κώδικα εκδιδόμενες από τον αρμόδιο δικαστή διαταγές πληρωμής), πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων. Περαιτέρω, το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που, μαζί με το προαιρετικό Πρωτόκολλό του, κυρώθηκε με τον ν.2462/1997 και άρχισε να ισχύει για την Ελλάδα από 5.8.1997 (Ανακοίνωση Υπ. Εξωτ. Φ. 0546 / 62 / Α1 / 292 / Μ. 2870/7.5.1997), έχει δε υπερνομοθετική ισχύ κατά το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, στο άρθρο 2 παρ.3 αυτού ορίζει ότι: "Τα Συμβαλλόμενα Κράτη στο παρόν Σύμφωνο αναλαμβάνουν την υποχρέωση: α) να εγγυώνται ότι κάθε άτομο, του οποίου τα δικαιώματα και οι ελευθερίες, που αναγνωρίζονται στο παρόν Σύμφωνο, παραβιασθούν, θα έχει στη διάθεσή του μία πρόσφορη προσφυγή, ακόμη και αν η παραβίαση θα έχει διαπραχθεί από πρόσωπα που ενεργούν υπό την επίσημη κρατική ιδιότητά τους, β) να εγγυώνται ότι η αρμόδια δικαστική, διοικητική, νομοθετική... αρχή ... θα αποφαίνεται πράγματι σχετικά με τα δικαιώματα του προσφεύγοντος, και να προωθήσουν τη δυνατότητα δικαστικής προσφυγής, γ) να εγγυώνται την εκτέλεση, από τις αρμόδιες αρχές, κάθε απόφασης που θα έχει κάνει δεκτή τη σχετική προσφυγή". Εξάλλου, το άρθρο 14 παρ.1 εδ. α` του ίδιου Συμφώνου ορίζει ότι: "Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί από ... δικαστήριο ... το οποίο θα αποφασίσει ... και για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα". Με τη διάταξη αυτή συμπορεύεται και το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, που καθιερώνεται με το άρθρο 6 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) (η οποία κυρώθηκε με το ν.δ.53/1974), καθώς και με το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος. Οι ως άνω διατάξεις δεν ιδρύουν μόνο διεθνή ευθύνη των συμβαλλομένων κρατών, αλλά έχουν άμεση εφαρμογή και υπερνομοθετική ισχύ, άρα θεμελιώνουν δικαιώματα υπέρ των προσώπων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής τους. Οι διατάξεις αυτές εγγυώνται όχι μόνο την ελεύθερη πρόσβαση σε δικαστήριο, αλλά και την πραγματική ικανοποίηση του δικαιώματος που επιδικάσθηκε από το δικαστήριο, δηλαδή το δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την οποία η προσφυγή στο δικαστήριο θα απέβαλλε την ουσιαστική αξία και χρησιμότητά της(Ολ.ΑΠ 21/2001). Από τις εκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις και εκείνες του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και της ΕΣΔΑ σαφώς συνάγεται ότι, προς επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτές σκοπού της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, επιτρέπεται η εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων κατά του Δημοσίου, ΟΤΑ και νομικών ν.π.δ.δ., με τις οποίες επιδικάζονται εις βάρος τους χρηματικές απαιτήσεις, στους τίτλους δε αυτούς συμπεριλαμβάνονται και οι κατά τα άρθρα 627 επ. ΚΠολΔ διαταγές πληρωμής, οι οποίες ναι μεν εκδίδονται από δικαστή, χωρίς προηγουμένως να ακουστεί και να αναπτύξει τις απόψεις του ο καθ ου, μετά από εξέταση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοσή τους και όχι από συγκροτημένο δικαστήριο, πλην όμως εξομοιώνονται λειτουργικώς με τις δικαστικές αποφάσεις, διότι αφ` ενός μεν επιλύουν διαφορές, εφ` ετέρου δε ανταποκρίνονται στα βασικά λειτουργικά γνωρίσματα της προβλεπόμενης από το άρθρο 20 του Συντάγματος δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι παρέχεται η δυνατότητα στον καθ ου να ασκήσει ανακοπή και να προβάλει τους ισχυρισμούς του, τόσο ως προς τη μη συνδρομή των προϋποθέσεων έκδοσης της διαταγής πληρωμής όσο και ως προς την απαίτηση. Παρέπεται, ότι η άνω νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 20 ν. 3301/2004, κατά την οποία δεν εκτελούνται οι αναφερόμενοι σ` αυτή εκτελεστοί τίτλοι, μεταξύ των οποίων και οι διαταγές πληρωμής, αντίκειται στις ειρημένες διατάξεις του Συντάγματος και των Διεθνών Συμφώνων και ως εκ τούτου είναι δυνατή, η από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή (ειρηνοδίκη ή δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου) έκδοση διαταγής πληρωμής, συντρεχουσών των προς τούτο προϋποθέσεων εις βάρος του Δημοσίου, ΟΤΑ και ν.π.δ.δ. και αν ακόμη η υποκείμενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση προς πληρωμή της οποίας ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όπως συμβαίνει (σχετ. ΑΕΔ 18/2005) επί διαφοράς από σύμβαση δημόσιου έργου (ΑΠ2347/09 ΤΝΠ «Νόμος»). Επομένως, ο πρώτος λόγος της εφέσεως, με τον οποίο προσάπτεται στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο η αιτίαση ότι με το να απορρίψει το λόγο ανακοπής κατά της 573/2006 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, πως η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε από τον άνω δικαστή καθ` υπέρβαση της δικαιοδοσίας του, διότι η υποκείμενη μεταξύ των διαδίκων σχέση ήταν σύμβαση έργου σε δήμο και οι εξ αυτής προκύπτουσες διαφορές υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, κατ αυτής δε είναι αβάσιμος, αφού σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η διαταγή πληρωμής εξομοιώνεται λειτουργικά με δικαστική απόφαση, διότι επιλύει διαφορές, κατ αυτής δε παρέχεται δικαστική προστασία, με την άσκηση ανακοπής προς ακύρωσή της, με ισχυρισμούς και ως προς τη μη συνδρομή των προυποθέσεων έκδοσης διαταγής πληρωμής και ως προς την απαίτηση για την ικανοποίηση της οποίας εκδόθηκε αυτή. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 12 και 13 του ν. 1418/84, όπως τροποποιήθηκαν με τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 2 ν. 2940/01, καθιερώνεται, προ της ασκήσεως προσφυγής στο Διοικητικό Εφετείο, σύστημα διοικητικής επίλυσης των διαφορών που ανακύπτουν από την εκτέλεση δημοσίου έργου, προβλέποντας ότι, κατά των πράξεων της διευθύνουσας υπηρεσίας, που προσβάλλουν έννομα συμφέροντα του αναδόχου, αυτός δικαιούται, μέσα σε τακτή προθεσμία, να ασκήσει ένσταση στην προϊσταμένη αρχή και στη συνέχεια αίτηση θεραπείας. Εξάλλου, στο άρθρο 5 παρ.7 και 8 του νόμου 1418/84, όπως ισχύει, οι διατάξεις του οποίου (αρθρ. 21π.δ.171/87) εφαρμόζονται και για τα έργα που εκτελούνται για λογαριασμό των δήμων και κοινοτήτων (ΔΕφΑ 1967/07 ΤΝΠ «Νόμος») ορίζεται αφενός μεν ότι η πληρωμή στον ανάδοχο του εργολαβικού ανταλλάγματος γίνεται τμηματικά με βάση τις πιστοποιήσεις των εργασιών, που έχουν εκτελεστεί μέσα στα όρια του χρονοδιαγράμματος των εργασιών και αφετέρου ότι οι λογαριασμοί των κατά τη σύμβαση οφειλομένων ποσών συντάσσονται κατά μηνιαία χρονικά διαστήματα, εκτός αν η σύμβαση ορίζει άλλες προθεσμίες. Οι λογαριασμοί συντάσσονται από τον ανάδοχο και υποβάλλονται στη διευθύνουσα υπηρεσία, η οποία τους ελέγχει και τους διορθώνει, όταν απαιτείται, μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή τους. Οι εγκρινόμενοι από τη διευθύνουσα υπηρεσία λογαριασμοί αποτελούν την πιστοποίηση για την πληρωμή των εργασιών που έχουν εκτελεσθεί, σε περίπτωση δε, που η πληρωμή του καθυστερήσει πέρα από ένα μήνα από τη λήξη της προηγούμενης προθεσμίας, χωρίς υπαιτιότητα του αναδόχου, οφείλεται, αν υποβληθεί έγγραφη όχληση και από το χρόνο υποβολής της, τόκος υπερημερίας, ενώ στο άρθρο 40 του Π.Δ. 609/1985 ορίζεται ότι "1. Η πραγματοποίηση των τμηματικών πληρωμών που προβλέπει η παρ.8 του άρθρου 5 ν. 1418/84 ή της οριστικής πληρωμής του εργολαβικού ανταλλάγματος και η εκκαθάριση όλων των αμοιβαίων απαιτήσεων από την εκτέλεση της εργολαβικής συμβάσεως γίνεται με βάση τους λογαριασμούς και τις πιστοποιήσεις που συντάσσονται σύμφωνα με τις επόμενες παραγράφους 2.μετά τη λήξη κάθε μήνα ή άλλης χρονικής περιόδου που τυχόν ορίζει η σύμβαση, για τις τμηματικές πληρωμές, ο ανάδοχος συντάσσει λογαριασμό των οφειλομένων σ αυτόν ποσών από εργασίες, που εκτελέστηκαν. Οι λογαριασμοί αυτοί στηρίζονται στις καταμετρήσεις των εργασιών Κατ αρχήν, απαγορεύεται να περιλαμβάνονται στο λογαριασμό εργασίες, που δεν έχουν καταμετρηθεί 6. Οι λογαριασμοί συντάσσονται πάντοτε ανακεφαλαιωτικοί και για την πληρωμή συνοδεύονται μόνον από ανακεφαλαιωτικό συνοπτικό πίνακα των εργασιών, που εκτελέστηκαν, από την αρχή του έργου. Από κάθε νεώτερο λογαριασμό αφαιρούνται τα ποσά που πληρώθηκαν με τους προηγούμενους λογαριασμούς. 7. Οι λογαριασμοί υποβάλλονται στη διευθύνουσα υπηρεσία που τους ελέγχει και τους διορθώνει, αν είναι ανάγκη μέσα στην προθεσμία που προβλέπει η παρ.8 του άρθρου 5 ν. 1418/84. Αν ο λογαριασμός έχει ασάφειες ή ανακρίβειες σε βαθμό που να είναι δυσχερής η διόρθωσή του, η διευθύνουσα υπηρεσία με διαταγή της προς τον ανάδοχο επισημαίνει τις ανακρίβειες ή ασάφειες που διαπιστώθηκαν, από τον έλεγχο, και παραγγέλλει την ανασύσταση και επανυποβολή του. Στην περίπτωση αυτή η οριζόμενη μηνιαία προθεσμία για τον έλεγχο του λογαριασμού αρχίζει από την επανυποβολή ύστερα από την ανασύνταξη από τον ανάδοχο Ο επιβλέπων υπογράφει το λογαριασμό βεβαιώνοντας έτσι ότι οι ποσότητες είναι σύμφωνες με τις επιμετρήσεις και τα επιμετρικά στοιχεία. Ο λογαριασμός μετά τον έλεγχο εγκρίνεται από τη διευθύνουσα υπηρεσία και έτσι εγκεκριμένος αποτελεί την πιστοποίηση για την πληρωμή του αναδόχου...9.Με τον τελικό λογαριασμό γίνεται εκκαθάριση του εργολαβικού ανταλλάγματος και όλων των αμοιβαίων απαιτήσεων που έχουν σχέση με την εκτέλεση της σύμβαση». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται σαφώς ότι σε περίπτωση υποβολής λογαριασμού εκ μέρους του αναδόχου του έργου, η Διευθύνουσα Υπηρεσία υποχρεούται εντός μηνός από την υποβολή του να προβεί στον έλεγχο αυτού και είτε να εγκρίνει αυτόν, όπως υποβλήθηκε είτε να αρνηθεί παντελώς την έγκρισή του είτε να προβεί σε διόρθωση και στη συνέχεια έγκρισή του ή, αν είναι δυσχερής η διόρθωση, να τον επιστρέψει στον ανάδοχο προς ανασύνταξη και επανυποβολή. Αν η ανωτέρω μηνιαία προθεσμία παρέλθει άπρακτη, δηλ. η Διευθύνουσα Υπηρεσία δεν προβεί σε καμία από τις ανωτέρω ενέργειες, ο υποβληθείς λογαριασμός θεωρείται ανεξαρτήτως τυχόν πλημμελειών του αυτοδικαίως εγκεκριμένος, η δε Υπηρεσία δε μπορεί πλέον να τροποποιήσει το λογαριασμό αυτό (ΑΕΔ.8/04, ΣτΕ 1153/06, ΔΕΑ 295/09, 156/09, 104/09 ΤΝΠ «Νόμος») ο δε κύριος του έργου να αμφισβητήσει πλέον τη νομιμότητα της πληρωμής και να αρνηθεί την καταβολή του οφειλόμενου ποσού, εφόσον οι σχετικές πράξεις δεν ανακλήθηκαν για κάποια νόμιμη αιτία από τη διοίκηση ή δεν ακυρώθηκαν με δικαστική απόφαση (ΔΕΘ.655/06 ΤΝΠ «Νόμος»). Η ανωτέρω τεκμαρτή, εκ της σιωπής της διευθύνουσας υπηρεσίας, έγκριση της πιστοποιήσεως είναι οριστική και δεν δύναται να ανατραπεί κατόπιν μεταγενεστέρου ελέγχου ή διορθώσεως ή επιστροφής του λογαριασμού προς ανασύνταξη και επανυποβολή του, ούτε δι` αντιρρήσεων κατά της «τελικής επιμετρήσεως» ή του «προτελικού λογαριασμού» ή του «τελικού λογαριασμού», που προβλέπουν τα άρθρα 38 § 4 και 40 §§ 7 και 9 του π.δ. 609/1985, ούτε να αναθεωρηθεί κατά τον έλεγχο της τελικής επιμετρήσεως ή την εκκαθάριση του τελικού λογαριασμού, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 38 § 4 και 40 § 8 του τελευταίου τούτου π.δ., αφού κατά τον εν λόγω έλεγχο και την εκκαθάριση δεν προβλέπεται και έρευνα παλαιάς πιστοποιήσεως, εγκριθείσης ρητώς ή εκ του τεκμηρίου της σιωπής της διευθύνουσας υπηρεσίας (ΑΠ.1451/06 ΤΝΠ «Νόμος»).Τέλος, στην παρ. 4 του άρθρου 3 του προαναφερθέντος π.δ. 171/1987 ορίζεται ότι «Διευθύνουσα Υπηρεσία» ή «Επιβλέπουσα Υπηρεσία» είναι : α) Για τα έργα Δήμων ή Κοινοτήτων και Συνδέσμων τους, η Τεχνική τους Υπηρεσία και όπου δεν υπάρχει αυτή, η Τεχνική Υπηρεσία Δήμων και Κοινοτήτων (ΤΥΔΚ) της Νομαρχίας . . .»(ΣτΕ 3948/05 ΤΝΠ «Νόμος»). Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη έφεση εκτίθεται ότι η απαίτηση των ήδη εφεσιβλήτων δεν αποδεικνύεται εγγράφως και δεν είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη καθώς από το από 22-6-06 πρωτόκολλο προσωρινής και οριστικής παραλαβής του έργου, το οποίο προσκομίστηκε προς έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, προκύπτει ότι πρέπει να μειωθεί το ποσό της απαίτησής τους κατά τα αναφερόμενα σ αυτό κατά περίπτωση ποσοστά και εξαρτά την πληρωμή τους από την πρόταση, που έγινε προς αυτούς από την επιτροπή παραλαβής προς αποκατάσταση των ελαττωμάτων και κακοτεχνιών του έργου, τα οποία διαπιστώθηκαν κατά την παραλαβή του και τα οποία προσδιορίζονται επακριβώς στο σχετικό πρόσθετο λόγο ανακοπής, που περιλαμβάνεται στο ιδιαίτερο δικόγραφο πρόσθετων λόγων που ασκήθηκε εμπρόθεσμα εντός τριάντα ημερών πριν τη συζήτηση της ανακοπής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (αρθρ.585&2 ΚΠολ.Δ) με τον οποίον παραδεκτά συμπληρώθηκε ο σχετικός λόγος του δικογράφου αυτής (ΑΠ.916/02, 758/02, 1437/00 ΤΝΠ «Νόμος»). Οι ανωτέρω λόγοι, που αφορούν στο νόμιμο και εκκαθαρισμένο της απαίτησης και το ύψος αυτής, είναι νόμιμοι (αρθρ.623, 624 ΚΠολ.Δ.) πρέπει δε να εξεταστούν και κατ ουσίαν. Από την ένορκη εξέταση των μαρτύρων των διαδίκων, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, σε συνδυασμό με όλα τα έγγραφα, που αυτοί επικαλέστηκαν και προσεκόμισαν, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου αυτού, τα ακόλουθα: Η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε με βάση τους προσκομισθέντες στον εκδόσαντα αυτήν Δικαστή με αριθμούς 1 και 2 λογαριασμούς και πιστοποιήσεις, προς πληρωμή εκτελεσθεισών εργασιών και προμήθειας υλικού, ποσών 83.000 και 74.335 Ε, αντίστοιχα, συνολικού ύψους 157.835 Ε, που εξέδωσε η ΤΥΔΚ, Περιφέρειας Θ. και αφορούσε το έργο «Κατασκευή χλοοτάπητα-Εγκαταστάσεις άρδευσης Α.» του οποίου την εκτέλεση ανέλαβε η εφεσίβλητη κοινοπραξία μετά από διενέργεια μειοδοτικού διαγωνισμού, του οποίου το αποτέλεσμα ενέκρινε η δημαρχιακή επιτροπή του ανακόπτοντος Δήμου με την 64/04 απόφασή της. Οι λογαριασμοί αυτοί εγκρίθηκαν, πιστοποιήθηκαν και θεωρήθηκαν την 24-9-04 και 16-5-05, αντίστοιχα (βλ. . και εντάλματα αποστολής της αρμόδιας κατά τα ανωτέρω ΤΥΔΚ. Περιφέρειας Θ. ) και απεστάλησαν αυθημερόν προς τον ανακόπτοντα δήμο με εντολή προς πληρωμή των ποσών, που περιλαμβάνονται στον καθένα απ αυτούς, έχουν δε υπογραφεί από τους επιβλέποντες Β.Ν., Πολιτικό Μηχανικό Τ.Ε. και Γ.Γ., Υπ/κο Ηλ/γο και έχουν θεωρηθεί από τον Προιστάμενο της Διευθύνουσας Υπηρεσίας Χ.Ν. Από τα ανωτέρω έγγραφα προκύπτει ότι η απαίτηση αφορά το προαναφερόμενο έργο, που ανατέθηκε στην εφεσίβλητη, αφού αναφέρεται στην από 22-6-04 σύμβαση που καταρτίστηκε μεταξύ του ανακόπτοντος και αυτής, τα οφειλόμενα ποσά και τις επί μέρους εργασίες, που αφορούν αυτά. Εφόσον δε οι λογαριασμοί αυτοί εγκρίθηκαν και θεωρήθηκαν, κατά τα ανωτέρω, από τα αρμόδια όργανα, οι πράξεις δε αυτές της διοίκησης από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι ανακλήθηκαν για κάποια νόμιμη αιτία ή ακυρώθηκαν με δικαστική απόφαση, δεν μπορούν πλέον και εκ των υστέρων να προσβληθούν ή να αμφισβητηθούν ούτε τίθεται πλέον ζήτημα διόρθωσης ή τροποποίησής τους με το από 22-6-06 πρωτόκολλο παραλαβής. Αντίθετα, αποτελούν την πιστοποίηση για την πληρωμή των καθ ων για τις μέχρι το σημείο που αφορούν εκτελεσθείσες εργασίες, οι οποίες μετά από έλεγχο των αρμοδίων οργάνων θεωρείται ότι έχουν εκτελεσθεί καλώς. Συνακόλουθα, η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής έχει εκδοθεί με βάση απαίτηση βέβαιη και εκκαθαρισμένη, όπως προκύπτει από τα προαναφερόμενα έγγραφα. Παράλληλα και για τους ίδιους λόγους, δε δύναται να γίνει λόγος πλέον και για μείωση του οφειλόμενου από το 2ο λογαριασμό ποσού κατά 33.725,2 Ε, όπως ζητεί ο ανακόπτων, επικαλούμενος το από 22-6-06 πρωτόκολλο, με το οποίο η επιτροπή παραλαβής πρότεινε την περικοπή των κονδυλίων των υπ αρ. 15 και 25 τιμολογίων που περιέχονται βέβαια στο 2ο των ένδικων λογαριασμών-κατά ποσοστό 30% και 50%, αντίστοιχα, δεδομένου ότι ο λογαριασμός αυτός είναι πλέον, ως αυτοτελής και οριστικός, απρόσβλητος, κατά τα ανωτέρω, πέραν της βασιμότητος ή μη του ισχυρισμού του περί ελαττωματικότητος του έργου, την οποία αμφισβητεί η εφεσίβλητη, έχοντας προσφύγει ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Ειδικότερα, για πρώτη φορά ετέθη θέμα ελαττωμάτων του έργου πολύ μετά την οριστικοποίηση του 2ου αυτού λογαριασμού(16-5-05) όταν το Δημοτικό Συμβούλιο του ανακόπτοντος με την 132/1-8-05 απόφασή του έκρινε ότι δεν πρέπει να γίνει προσωρινή παραλαβή του έργου λόγω συγκεκριμένων ελαττωμάτων, γι΄ αυτό στις 22-9-05 έλαβε χώρα παραλαβή του έργου μόνον προς χρήση. Στη συνέχεια, στις 22-6-06 συνετάγη το πρωτόκολλο προσωρινής και οριστικής παραλαβής, όπου αναφέρεται ως τελική δαπάνη το ποσό των 190.765Ε (με ΦΠΑ) που υπεγράφη από την εργολάβο κοινοπραξία με επιφύλαξη, σε βάρος του οποίου ασκήθηκε ενώπιον του ανακόπτοντος η με αρ. πρωτ. 5111/10-8-06 ένσταση εκ μέρους της, ως είχε αυτή δικαίωμα, κατά τα στη μείζονα σκέψη εκτιθέμενα. Κατόπιν τούτων, επεστράφη προς αυτήν με το αρ.πρωτ. ./11-9-06 έγγραφο της πιο πάνω ΤΥΔΚ ανυπόγραφος και χωρίς έγκριση ο 3Ος τελικός ανακεφαλαιωτικός λογαριασμός ποσού 30.664,7Ε, τον οποίον η κοινοπραξία είχε υποβάλει προς έγκριση και πιστοποίηση σ αυτήν την 11-8-06, ενώ στις 13-9-06 κοινοποιήθηκε προς αυτήν η 16058 ειδική διαταγή μείωσης τιμήματος εκτελεσθεισών εργασιών. Ακολούθησε στις 6-11-06 η κατάθεση της από 30-10-06 αίτησης θεραπείας της κοινοπραξίας κατά του ανωτέρω πρωτοκόλλου, λόγω δε της τεκμαιρόμενης αρνήσεως επί της ένστασης και αίτησης θεραπείας η τελευταία άσκησε ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας τη με αρ. κατ. 23/12-4-07 προσφυγή της. Ενώπιον συνεπώς των διοικητικών δικαστηρίων εκκρεμεί η έρευνα του κρισίμου θέματος της ύπαρξης ή μη ελαττωμάτων και κακοτεχνιών του έργου. Ανεξάρτητα, όμως από το γεγονός αυτό λόγω της οριστικοποιήσεως και του απροσβλήτου των δύο πρώτων λογαριασμών, με βάση τους οποίους εκδόθηκε η προσβαλλομένη, σε περίπτωση που επαληθευθούν οι ισχυρισμοί του ανακόπτοντος και κριθεί ότι πρέπει να γίνει μείωση του τιμήματος, η σχετική περικοπή, κατ αρθρ.46 & 8 και 9 ΠΔ. 609/85, μπορεί να γίνει στην επόμενη πιστοποίηση, του 3ου συγκεκριμένα λογαριασμού, ο οποίος δεν έχει εγκριθεί, κατά τα ανωτέρω, με βάση σχετική απόφαση της Διευθύνουσας Υπηρεσίας, αφού απώτερο χρονικό σημείο μέχρι του οποίου δύναται να εκδοθεί ειδική διαταγή προς άρση των πλημμελειών του έργου ή μείωσης του τιμήματος είναι η συντέλεση της οριστικής παραλαβής με την έγκριση του πρωτοκόλλου (ΣτΕ 4136/98 Ελλ.Δ.41/1047) η οποία δεν έχει κατά τα ανωτέρω συντελεστεί στην προκείμενη περίπτωση. Πρέπει επομένως, να απορριφθούν από ουσιαστική άποψη οι σχετικοί λόγοι έφεσης, που αφορούν το βέβαιο και εκκαθαρισμένο της απαίτησης προς ικανοποίηση της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και την ελαττωματικότητα και τις κακοτεχνίες του έργου. Το πρωτοβάθμιο επομένως, δικαστήριο που έκρινε ομοίως κατ αποτέλεσμα αν και απέρριψε ως απαράδεκτη τη συμπλήρωση με τον πρόσθετο λόγο της αοριστίας του σχετικού με την ελαττωματικότητα και τις κακοτεχνίες του έργου λόγο ανακοπής και απέρριψε τους λόγους αυτής στο σύνολό τους, δεν έσφαλε κατ αποτέλεσμα στην εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και όσα αντίθετα υποστηρίζει ο καθ ου η διαταγή πληρωμής-ανακόπτων-εκκαλών με τους σχετικούς λόγους έφεσής του είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Επομένως, αφού απορριπτέοι κρίνονται ως ουσιαστικά αβάσιμοι οι προβαλλόμενοι λόγοι, απορριπτέα κρίνεται από ουσιαστική άποψη και η υπό κρίση έφεση στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα των αντιδίκων του -εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του, λόγω της ήττας του (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολ.Δ) μειωμένα όμως σύμφωνα με το άρθρο 281 του Δημοτικού και Koινοτικού Κώδικα (Ν.3463/06 βλ.ΑΠ.940/07 ΧΡΙΔ.2008/49). |
Πρόεδρος:
|
Αγγελος Λιάπης
|
Δικηγόροι:
|
Βάγια Σακελλαρίδη, Ηλ.
Κόρδας - Δημ. Γούλας
|
Εισηγητές:
|
Θεοδώρα Σακελλαρίου
|
Μέλη:
|
Γρηγόριος Παπαδημητρίου
|
Λήμματα:
|
Εκτέλεση ,Εκτελεστοί
τίτλοι ,Διαταγή πληρωμής ,Δημόσιο , Νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ,Δημόσια
έργα ,Ανάδοχος ,Διευθύνουσα υπηρεσία , Ενστάσεις ,Οχληση ,Τόκοι
|
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
|
ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ
|
ΣΤΟΙΧΕΙΑ
ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Δικαστήριο:
|
ΕΦΕΤΕΙΟ
|
Τόπος:
|
ΛΑΡΙΣΗΣ
|
Αριθ.
Απόφασης:
|
255
|
Ετος:
|
2012
|
Περίληψη
Ενοχή εις ολόκληρον - Πολυπρόσωπες ενοχές - Ευθύνη κατ ισομοιρία Εκτέλεση -
Επιταγή προς εκτέλεση - Αοριστία επιταγής - Διαταγή πληρωμής - Εκτελεστοί
τίτλοι - Εκτέλεση κατά δημοσίου Σύνταγμα - Ποινική ρήτρα - Μείωση ποινής Υπερημερία Τόκοι Τοκογλυφία
-. Επί ενοχής εις ολόκληρον πρέπει η απαίτηση ή η υποχρέωση καθενός των περισσοτέρων
δανειστών ή οφειλετών αντίστοιχα να αφορά την ίδια παροχή και οι περισσότερες
ενοχές να συνδέονται με τον ίδιο γενεσιουργό λόγο. Καθιέρωση στις
πολυπρόσωπες ενοχές που αφορούν διαιρετές παροχές της κατ ισομοιρία
ευθύνης και του κατ
ισομοιρία δικαιώματος αντίστοιχα, ενώ η εις ολόκληρον ενοχή και δη η παθητική
αναγνωρίζεται μόνον όταν αυτή συνιστάται με σαφή δήλωση βούλησης των
συμβαλλομένων ή από τον νόμο. Ενδοτικότητα άνω ρυθμίσεων. Η επιταγή προς
εκτέλεση πρέπει να περιέχει σύντομη μνεία του οφειλόμενου ποσού, δίχως ανάγκη
μνείας του ιστορικού κάθε κονδυλίου, αρκεί να προκύπτει η αιτία της απαίτησης
και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Ακυρότητα επιταγής επί
δικονομικής βλάβης του οφειλέτη, μη δυνάμενης να επανορθωθεί άλλως. Επιτρεπτή
εκτέλεση εναντίον Δημοσίου, Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και νομικών
προσώπων δημοσίου δικαίου δικαστικών αποφάσεων και εκτελεστών τίτλων, που
επιδικάζουν χρηματικές απαιτήσεις. Στους τίτλους περιλαμβάνονται και οι
διαταγές πληρωμής. Το άρθρο 20 ν. 3301/2004, κατά το οποίο δεν εκτελούνται οι
διαταγές πληρωμής, αντίκειται στο Σύνταγμα και τα Διεθνή Σύμφωνα και, ως εκ
τούτου, είναι δυνατή η έκδοση διαταγή πληρωμής εναντίον των άνω προσώπων, κι
αν ακόμη η υποκείμενη σχέση της χρηματικής απαίτησης υπάγεται στα διοικητικά
δικαστήρια. Αίτηση μείωσης δυσαναλόγης ποινής με αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή
ανακοπή. Το ότι δεν επήλθε ζημία στον δανειστή ή το μέγεθός της δεν είναι
μεγάλο, δεν εμποδίζει την κατάπτωση της ποινής. Επί ποινική ρήτρας για μη (ή
μη προσήκουσα) εκπλήρωση της παροχής, απαλλαγή οφειλέτη αν ισχυριστεί και
αποδείξει ότι οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη. Αν
αποδεικνύεται ότι την ίδια παράλειψη ή καθυστέρηση ως προς την εκπλήρωση της
παροχής θα επιδείκνυε ο μέσος επιμελής άνθρωπος υπό τις ίδιες συνθήκες, δεν
υπάρχει αμέλεια του οφειλέτη. Επί κύριας χρηματικής οφειλής, η συμφωνία ότι
επί υπερημερίας του οφειλέτη ως προς την εκπλήρωση θα καταβάλλεται, πλέον του
θεμιτού τόκου, και πρόσθετο ποσό ως ποινική ρήτρα είναι μη νόμιμη και άκυρη
κατά το υπερβάλλον, διότι αποτελεί συγκάλυψη τοκογλυφίας, η δε ακυρότητα αυτή
είναι άσχετη με το υπέρμετρο μέγεθος της ποινικής ρήτρας. |
Κείμενο
Απόφασης
255/2012 ΙΙ. Στην πιο πάνω ανακοπή της με ημερομηνία 21.05.2009 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 634/21.05.2009 η ήδη εκκαλούσα, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Τρικάλων, ιστόρησε ότι οι καθ ων η ανακοπή κοινοποίησαν σ αυτή αντίγραφο εκτελεστού απογράφου της διαταγής πληρωμής αριθμ. 3/2008 του Δικαστή Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων με επιταγή προς εκτέλεση, ότι επέταξαν αυτή να καταβάλει σ αυτούς το ποσό των 16.163 ευρώ με τους νόμιμους τόκους, ότι για όσους λόγους αναφέρονται στην ανακοπή λεπτομερώς, η επίδικη διαταγή πληρωμής είναι άκυρη, με συνέπεια να είναι άκυρη και η επίδικη επιταγή προς εκτέλεση, και ότι είναι προφανής η βλάβη που θα υποστεί η ανακόπτουσα από την αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδεται σε βάρος της. Για τους λόγους αυτούς ζήτησε να ακυρωθεί η αναγκαστική εκτέλεση, την οποία επισπεύδουν οι καθ ων εναντίον της με την από 18.05.2009 επιταγή προς εκτέλεση, γραμμένη κάτω από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο αριθμ. 54/2008 της διαταγής πληρωμής αριθμ. 3/2008 του Δικαστή Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχτηκε εν μέρει την ένδικη ανακοπή με την εκκαλούμενη απόφασή του αριθμ. 197/2010 και ακύρωσε εν μέρει την επίδικη επιταγή προς εκτέλεση, ως προς το κονδύλιο της αμοιβής για σύνταξη επιταγής, για το ποσό των 789,75 ευρώ. Ήδη η εν μέρει ηττημένη ανακόπτουσα παραπονείται με την ένδικη έφεσή της ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και την εφαρμογή του νόμου και, ειδικότερα, ότι υπέπεσε στις πλημμέλειες που αναφέρονται στην έφεση λεπτομερώς, και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να γίνει δεκτή η ένδικη ανακοπή της. IΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 480 ΑΚ «Αν περισσότεροι οφείλουν διαιρετή παροχή ή αν περισσότεροι έχουν δικαίωμα σε διαιρετή παροχή, σε περίπτωση αμφιβολίας κάθε οφειλέτης έχει την υποχρέωση να καταβάλει και κάθε δανειστής έχει το δικαίωμα να λάβει ίσο μέρος». Σύμφωνα με το άρθρο 481 ΑΚ «Οφειλή εις ολόκληρον υπάρχει, όταν σε περίπτωση περισσότερων οφειλετών της ίδιας παροχής καθένας απ αυτούς έχει την υποχρέωση να την καταβάλει ολόκληρη, ο δανειστής όμως έχει το δικαίωμα να την απαιτήσει μόνο μια φορά». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, για να υπάρξει ενοχή εις ολόκληρον, πρέπει η απαίτηση καθενός των περισσοτέρων δανειστών ή η υποχρέωση καθενός των περισσοτέρων οφειλετών να αφορά την ίδια παροχή και, επιπλέον, οι περισσότερες ενοχές (απαιτήσεις ή υποχρεώσεις) που αφορούν τους περισσότερους δανειστές ή οφειλέτες να έχουν μεταξύ τους καθολική συνδετική σχέση, δηλαδή να συνδέονται με τον ίδιο κοινό σκοπό και τον ίδιο γενεσιουργό λόγο. Με τις ανωτέρω διατάξεις καθιερώνεται ως κανόνας στις πολυπρόσωπες ενοχές, οι οποίες αφορούν διαιρετές παροχές, η κατ ισομοιρία ευθύνη και το κατ ισομοιρία δικαίωμα, αντίστοιχα, ενώ η εις ολόκληρο ενοχή και, ειδικότερα, η παθητική εις ολόκληρον ενοχή, αναγνωρίζεται μόνο, όταν αυτή συνιστάται με αναμφίβολη δήλωση βούλησης των συμβαλλομένων ή καθιερώνεται από τον νόμο. Όσον αφορά τη σύμβαση ως γενεσιουργό λόγο της παθητικής εις ολόκληρον ενοχής, πρέπει να συνάγεται από τη σύμβαση με σαφήνεια ότι επιδιωκόταν εις ολόκληρον υποχρέωση όλων, διότι σε περίπτωση αμφιβολίας, δηλαδή αν δεν συνάγεται κάτι άλλο, ισχύει ο κανόνας του άρθρου 480 ΑΚ, ήτοι δημιουργούνται περισσότερες υποχρεώσεις, ισομερείς μεταξύ τους. Οι διατάξεις των ανωτέρω άρθρων εμπεριέχουν ενδοτικό δίκαιο και δεν έχουν αναγκαστικό χαρακτήρα. Επομένως, σύμφωνα με την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων οι συμβαλλόμενοι δύνανται να διαμορφώσουν ελεύθερα την πολυπρόσωπη ενοχική σχέση τους και τις ειδικότερες ενοχές που απορρέουν από αυτή, (βλ. ΑΠ 454/2006 ΕλλΔνη 49.497). Όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω ως προς την παθητική ενοχή εις ολόκληρον, ισχύουν, αναλογικά, και ως προς την ενεργητική ενοχή εις ολόκληρον, η οποία ρυθμίζεται από το άρθρο 489 ΑΚ, όπου ορίζεται ότι «Απαίτηση εις ολόκληρον υπάρχει, όταν σε περίπτωση περισσότερων δανειστών για την ίδια παροχή, ο καθένας απ αυτούς έχει το δικαίωμα να την απαιτήσει ολόκληρη, ο οφειλέτης όμως έχει την υποχρέωση να την καταβάλει μόνο μια φορά». Στην επίδικη υπόθεση η ανακόπτουσα (Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Τρικάλων) ισχυρίστηκε με το α΄ σκέλος του 1ου λόγου της ένδικης ανακοπής ότι στην ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και στην αντίστοιχη επιταγή προς πληρωμή δεν αναφέρονται τα ακριβή ποσά χρημάτων που δικαιούται έκαστος συγκύριος να λάβει από το συνολικό ποσό, το οποίο διατάσσεται η ανακόπτουσα με την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής να καταβάλει, με συνέπεια να υφίσταται αοριστία, αφού η φερόμενη οφειλή της ανακόπτουσας δεν είναι οφειλή εις ολόκληρον, αλλά είναι διαιρετή οφειλή, η οποία δεν μπορεί να θεραπευτεί από την αναφορά του ποσοστού κυριότητας εκάστου αντιδίκου της ανακόπτουσας πάνω στην επίδικη οικοπεδική έκταση και στα οικοδομημένα σε αυτή κτίσματα. Σύμφωνα με τη νομική σκέψη που παρατέθηκε ανωτέρω, ο συγκεκριμένος λόγος ανακοπής αποβαίνει νομικά αβάσιμος, διότι, όπως ήδη αναφέρθηκε, με τις ανωτέρω νομικές διατάξεις καθιερώνεται ως κανόνας στις πολυπρόσωπες ενοχές, οι οποίες αφορούν διαιρετές παροχές, η κατ ισομοιρία ευθύνη και το κατ ισομοιρία δικαίωμα, αντίστοιχα, γεγονός που έχει ως συνέπεια να μην προκαλείται αοριστία, όταν περισσότεροι δανειστές έχουν δικαίωμα σε διαιρετή παροχή, όπως συμβαίνει στην επίδικη υπόθεση, αλλά παραλείπεται να αναφερθεί το ακριβές ποσοστό της διαιρετής παροχής, το οποίο δικαιούται να λάβει έκαστος των περισσοτέρων δανειστών, διότι σε περίπτωση αμφιβολίας έκαστος δανειστής έχει δικαίωμα να λάβει ίσο μέρος της παροχής. Συνεπώς, στην επίδικη υπόθεση τεκμαίρεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 480 ΑΚ, ότι έκαστος των περισσοτέρων δανειστών, αντιδίκων της ανακόπτουσας, έχει δικαίωμα να λάβει ίσο μέρος του συνολικού ποσού χρημάτων, το οποίο διατάσσεται η ανακόπτουσα με την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής να καταβάλει. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο αξιολόγησε τον ανωτέρω λόγο ανακοπής ως νομικά βάσιμο, αλλά απέρριψε αυτόν ως ουσιαστικά αβάσιμο, με την αιτιολογία ότι «δεν ήταν απαραίτητο για το κύρος της επιταγής προς πληρωμή να αναφέρονται τα οφειλόμενα σε καθένα των καθ ων η ανακοπή ποσά» και ότι «σε κάθε περίπτωση στον εκτελεστό τίτλο αναφέρονται αναλυτικά τα ποσοστά συγκυριότητας των καθ ων η ανακοπή επί του επιδίκου μισθίου, από τα οποία μπορούσε να υπολογιστεί το αναλογούν σε καθένα επιμέρους ποσό», δεν έσφαλε κατ αποτέλεσμα, γεγονός που πρέπει να οδηγήσει σε απόρριψη του αντίστοιχου λόγου έφεσης, ήτοι του α΄ σκέλους του 1ου λόγου της ένδικης έφεσης, ως ουσιαστικά αβάσιμου. ΙV. Από τις διατάξεις των άρθρων 924, 904, 916, 918, 919 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η επιταγή προς εκτέλεση, με την οποία αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση, πρέπει να περιέχει σύντομη αναφορά του ποσού που οφείλεται, δεν είναι όμως αναγκαία η αναφορά του ιστορικού κάθε κονδυλίου. Ειδικότερα, αρκεί να προκύπτει από την επιταγή η αιτία της απαίτησης και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, (βλ. ΑΠ 72/1995 ΕλλΔνη 38.585, ΑΠ 194/1995 ΕλλΔνη 37.101). Εφόσον γίνει αυτός ο διαχωρισμός, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα, και απόκειται πλέον στον οφειλέτη να αποδείξει την απόσβεση της απαίτησης ή την ανακρίβεια των κονδυλίων ή τον εσφαλμένο υπολογισμό των τόκων (βλ. ΕφΑθ 2535/1998 ΕλλΔνη 40.384). Εφόσον η επιταγή δεν περιέχει τα πιο πάνω αναγκαία στοιχεία, επέρχεται ακυρότητα αυτής, η οποία κηρύσσεται από το δικαστήριο, εφόσον προκαλείται δικονομική βλάβη στον οφειλέτη, η οποία δεν μπορεί να επανορθωθεί με άλλο τρόπο (βλ. ΑΠ 194/1995 ΕλλΔνη 37.101). Στην επίδικη υπόθεση η ανακόπτουσα (Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Τρικάλων) ισχυρίστηκε με το β΄ σκέλος του 1ου λόγου της ένδικης ανακοπής ότι το κεφάλαιο των τόκων που εμπεριέχεται στην επίδικη επιταγή προς πληρωμή, είναι παντελώς αόριστο, διότι με τον τρόπο που είναι διατυπωμένο, δεν μπορεί να ελεγχθεί η νομιμότητα ή όχι του τρόπου υπολογισμού των τόκων, με αποτέλεσμα να καθίσταται αυτό ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης εξαιτίας της αοριστίας του και η ανακόπτουσα να στερείται τη δυνατότητα να αμυνθεί. Σύμφωνα με τη νομική σκέψη που παρατέθηκε ανωτέρω, ο συγκεκριμένος λόγος ανακοπής αποβαίνει νομικά αβάσιμος, διότι, όπως ήδη αναφέρθηκε, η επιταγή προς εκτέλεση πρέπει να περιέχει σύντομη αναφορά του ποσού που οφείλεται, αρκεί να προκύπτει από αυτή η αιτία της απαίτησης και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, και, εφόσον γίνει αυτός ο διαχωρισμός, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα, και απόκειται πλέον στον οφειλέτη να αποδείξει την απόσβεση της απαίτησης ή την ανακρίβεια των κονδυλίων ή τον εσφαλμένο υπολογισμό των τόκων. Συνεπώς, εφόσον στην επίδικη επιταγή προς εκτέλεση εμπεριέχεται κονδύλιο τόκων, διακεκριμένο από τα κονδύλια της κύριας απαίτησης και των εξόδων, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και δεν πάσχει από αοριστία, όπως ισχυρίζεται η ανακόπτουσα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο αξιολόγησε τον ανωτέρω λόγο ανακοπής ως απαράδεκτο εξαιτίας αοριστίας, με την αιτιολογία ότι «η ανακόπτουσα δεν εξειδικεύει την επικαλούμενη αοριστία αυτού του κονδυλίου, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι το ποσό των τόκων δεν αποτελεί αναγκαίο για το κύρος της επιταγής στοιχείο, η παράλειψη δε του τρόπου υπολογισμού των τόκων δεν δημιουργεί ακυρότητα της επιταγής», έσφαλε, όπως ισχυρίζεται ήδη η εκκαλούσα με το β΄ σκέλος του 1ου λόγου της ένδικης έφεσης, το γεγονός όμως αυτό δεν πρέπει να οδηγήσει σε παραδοχή του συγκεκριμένου λόγου έφεσης και σε εξαφάνιση του αντίστοιχου κεφαλαίου της εκκαλούμενης απόφασης, διότι η νέα εκδίκαση της ανακοπής θα οδηγήσει το Δικαστήριο τούτο σε απόρριψή του ανωτέρω λόγου της ως νομικά αβάσιμου, ήτοι σε έκδοση απόφασης, επιβλαβέστερης για την εκκαλούσα, γεγονός αντίθετο προς τη διάταξη του άρθρου 536 § 1 ΚΠολΔ, με την οποία απαγορεύεται να εκδώσει το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απόφαση, επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, αν δεν έχει ασκήσει ο εφεσίβλητος έφεση ή αντέφεση, (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ 1995 άρθρ. 536 αριθμ. 2). Συνεπώς, ο ανωτέρω λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ανώφελος. V. Στο άρθρο 94 του Συντάγματος της Ελλάδας, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή του από το Ψήφισμα με ημερομηνία 06.04.2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι: «1. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές ουσίας, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 2. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει. 3. Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας, μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια, 4. Στα πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια μπορεί να ανατεθεί και κάθε άλλη αρμοδιότητα διοικητικής φύσης, όπως νόμος ορίζει. Στις αρμοδιότητες αυτές περιλαμβάνεται και η λήψη μέτρων για τη συμμόρφωση της διοίκησης με τις δικαστικές αποφάσεις. Οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, όπως νόμος ορίζει». Στο άρθρο 95 § 5 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Η διοίκηση είναι υποχρεωμένη να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει αναγκαστικά μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης». Στο άρθρο 1 του Ν. 3068/2002 (ΦΕΚ Α΄ 274/14.11.2002), όπως ίσχυε πριν τροποποιηθεί από το άρθρο 20 του Ν. 3301/2004 που εκδόθηκε προς εκτέλεση του άρθρου 94 § 4 του Συντάγματος, ορίζεται ότι: «Το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει». Επακολούθησε ο Ν. 3301/2004 και με το άρθρο του 20 προστέθηκε στο άρθρο 1 του Ν. 3068/2002 εδάφιο, με το οποίο ορίστηκε ότι δεν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του νόμου αυτού και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ-ζ της παραγράφου 2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ, (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι διαταγές πληρωμής που εκδίδονται σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. του ΚΠολΔ), πλην των αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων που κηρύχθηκαν εκτελεστές. Περαιτέρω, με το άρθρο 2 § 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, το οποίο κυρώθηκε, μαζί με το προαιρετικό Πρωτόκολλό του, με τον Ν. 2462/1997, άρχισε να ισχύει στην Ελλάδα από 05.08.1997, (βλ. ανακοίνωση Υπουργείου Εξωτερικών Φ.0546/62/ Α1/292/Μ.2870/07.05.1997), και έχει υπερνομοθετική ισχύ σύμφωνα με το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, ορίζεται ότι: «Τα Συμβαλλόμενα Κράτη στο παρόν Σύμφωνο αναλαμβάνουν την υποχρέωση: α) να εγγυώνται ότι κάθε άτομο, του οποίου τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που αναγνωρίζονται στο παρόν Σύμφωνο, θα παραβιασθούν, θα έχει στη διάθεσή του μία πρόσφορη προσφυγή, ακόμη και αν η παραβίαση θα έχει διαπραχθεί από πρόσωπα που ενεργούν υπό την επίσημη κρατική ιδιότητά τους, β) να εγγυώνται ότι η αρμόδια δικαστική, διοικητική, νομοθετική αρχή θα αποφαίνεται πράγματι σχετικά με τα δικαιώματα του προσφεύγοντος και να προωθήσουν τη δυνατότητα δικαστικής προσφυγής, γ) να εγγυώνται την εκτέλεση, από τις αρμόδιες αρχές, κάθε απόφασης που θα έχει κάνει δεκτή τη σχετική προσφυγή». Εξάλλου στο άρθρο 14 § 1-α του ίδιου Συμφώνου ορίζεται ότι: «Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί από δικαστήριο, το οποίο θα αποφασίσει και για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα». Με τη διάταξη αυτή συμπορεύεται και το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο που καθιερώνεται με το άρθρο 6 § 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974, καθώς και με το άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος. Οι ως άνω διατάξεις δεν ιδρύουν μόνο διεθνή ευθύνη των συμβαλλομένων κρατών, αλλά έχουν άμεση εφαρμογή και υπερνομοθετική ισχύ, άρα θεμελιώνουν δικαιώματα υπέρ των προσώπων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής τους. Οι διατάξεις αυτές εγγυώνται όχι μόνο την ελεύθερη πρόσβαση σε δικαστήριο, αλλά και την πραγματική ικανοποίηση του δικαιώματος που επιδικάσθηκε από το δικαστήριο, δηλαδή το δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την οποία η προσφυγή στο δικαστήριο θα απέβαλλε την ουσιαστική αξία και χρησιμότητά της, (βλ. ΟλΑΠ 21/2001). Από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις και τις διατάξεις του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και της Ε.Σ.Δ.Α. συνάγεται ότι, για να επιτευχθεί ο σκοπός της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, επιτρέπεται να εκτελούνται εναντίον του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου δικαστικές αποφάσεις και εκτελεστοί τίτλοι, με τους οποίους επιδικάζονται χρηματικές απαιτήσεις σε βάρος αυτών των νομικών προσώπων. Στους τίτλους αυτούς περιλαμβάνονται και οι διαταγές πληρωμής που εκδίδονται σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ, οι οποίες, βέβαια, εκδίδονται από δικαστή και όχι από συγκροτημένο δικαστήριο, χωρίς να ακουστεί προηγουμένως και να αναπτύξει τις απόψεις του ο καθ ου, αλλά εξομοιώνονται λειτουργικά με τις δικαστικές αποφάσεις, διότι αφενός επιλύουν βιοτικές διαφορές και αφετέρου ανταποκρίνονται στα βασικά λειτουργικά γνωρίσματα της δικαστικής προστασίας που προβλέπεται από το άρθρο 20 του Συντάγματος, διότι παρέχεται η δυνατότητα στον καθ ου να ασκήσει ανακοπή και να ισχυριστεί ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την έκδοση διαταγής πληρωμής ή ότι δεν υφίσταται η απαίτηση. Η ανωτέρω νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 20 Ν. 3301/2004, σύμφωνα με την οποία δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται σε αυτή, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι διαταγές πληρωμής, αντίκειται στις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και των Διεθνών Συμφώνων και ως εκ τούτου είναι δυνατό να εκδοθεί από τον αρμόδιο δικαστή, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, διαταγή πληρωμής εναντίον του Ελληνικού Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, και αν ακόμη η υποκείμενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση, προς πληρωμή της οποίας ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όπως συμβαίνει σε διαφορά από σύμβαση δημόσιου έργου, (βλ. Α.Ε.Δ. 18/2005, ΑΠ 2347/2009 ΤΝΠ-Νόμος). Στην επίδικη υπόθεση η ανακόπτουσα (Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Τρικάλων) ισχυρίστηκε με τον 2ο λόγο της ένδικης ανακοπής ότι οι διαταγές πληρωμής κατά του Δημοσίου δεν αποτελούν δικαστικές αποφάσεις με την έννοια του νόμου, δεν δύνανται να εκτελεστούν και ως εκ τούτου η αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδεται με την από 18.05.2009 επιταγή προς εκτέλεση, γραμμένη κάτω από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο αριθμ. 54/2008 της διαταγής πληρωμής αριθμ. 3/2008 του Δικαστή Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, είναι άκυρη. Σύμφωνα με τη νομική σκέψη που παρατέθηκε ανωτέρω, ο συγκεκριμένος λόγος ανακοπής αποβαίνει νομικά αβάσιμος, διότι, όπως ήδη αναφέρθηκε, για να επιτευχθεί ο σκοπός της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, επιτρέπεται να εκτελούνται εναντίον του Ελληνικού Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου δικαστικές αποφάσεις, με τις οποίες επιδικάζονται χρηματικές απαιτήσεις σε βάρος αυτών των νομικών προσώπων, και, επίσης, διαταγές πληρωμής που εκδίδονται σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο αποφάνθηκε παρόμοια ως προς το ανωτέρω ζήτημα, ήτοι ότι ο 2ος λόγος της ένδικης ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, όπως ισχυρίζεται ήδη η εκκαλούσα με τον 2ο λόγο της ένδικης έφεσης, γεγονός που πρέπει να οδηγήσει σε απόρριψη αυτού του λόγου έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμου. VI. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 409 ΑΚ «Αν η ποινή που συμφωνήθηκε είναι δυσανάλογα μεγάλη, μειώνεται, ύστερα από αίτηση του οφειλέτη, από το δικαστήριο, στο μέτρο που αρμόζει. Αντίθετη συμφωνία δεν ισχύει». Η αίτηση για μείωση της ποινής που συμφωνήθηκε, μπορεί να ασκηθεί είτε με αγωγή ή ανταγωγή είτε με ένσταση ή λόγο ανακοπής. Για να κριθεί η βασιμότητα της αίτησης αυτής και να διαμορφωθεί δικανική κρίση ως προς τον χαρακτήρα της ποινής ως δυσανάλογα μεγάλης και, στη συνέχεια, ως προς το μέτρο, στο οποίο πρέπει να μειωθεί η ποινή, το δικαστήριο της ουσίας πρέπει να λάβει υπόψη του τα πραγματικά περιστατικά που συντρέχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση, ιδίως, μεταξύ άλλων, το μέγεθος της ποινής σε σύγκριση με την αξία της αντιπαροχής του δανειστή, την οικονομική κατάσταση των μερών, τα συμφέροντα του δανειστή που προσβλήθηκαν από την εκ μέρους του οφειλέτη αθέτηση της σύμβασης, την περιουσιακή ζημία αλλά και την ενδεχόμενη ηθική βλάβη του δανειστή, το μέγεθος της παράβασης του οφειλέτη ως προς την εκπλήρωση της σύμβασης, τον βαθμό του πταίσματος του οφειλέτη και το γεγονός της ενδεχόμενης ωφέλειάς του από την μη εκπλήρωση της παροχής και, επίσης, κάθε δικαιολογημένο συμφέρον του δανειστή και τα απώτερα επιβλαβή αποτελέσματα που προκάλεσε στον δανειστή η μη εκπλήρωση ή μη προσήκουσα εκπλήρωση της παροχής. Το γεγονός ότι, ενδεχομένως, δεν επήλθε ζημία στον δανειστή ή το μέγεθός της δεν είναι μεγάλο, δεν εμποδίζει την κατάπτωση της ποινής, (βλ. ΑΠ 84/2008 ΕλλΔνη 49.1445, ΑΠ 201/2007 ΕλλΔνη 49.192, ΑΠ 1460/2005). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 404, 405 § 1, 407, 340, 342, 330 ΑΚ συνάγεται ότι η αγωγή για καταβολή ποινικής ρήτρας, η οποία συμφωνήθηκε για την περίπτωση που ο οφειλέτης δεν θα εκπληρώσει ή δεν θα εκπληρώσει προσηκόντως την παροχή, απορρίπτεται, αν ο εναγόμενος ισχυριστεί και αποδείξει ότι η μη εκπλήρωση ή μη προσήκουσα εκπλήρωση της παροχής οφείλεται σε γεγονός, για το οποίο δεν φέρει ευθύνη. Τούτο, διότι στην περίπτωση αυτή ο οφειλέτης δεν περιέρχεται σε υπερημερία, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την κατάπτωση της ποινικής ρήτρας. Γεγονός, για το οποίο δεν φέρει ευθύνη ο οφειλέτης, είναι κάθε εύλογη αιτία, η οποία δικαιολογεί την μη εκπλήρωση ή μη προσήκουσα εκπλήρωση της παροχής, εφόσον όμως δεν μπορεί να αποδοθεί σε δόλο ή αμέλεια του οφειλέτη. Αν αποδεικνύεται ότι την ίδια παράλειψη ή καθυστέρηση ως προς την εκπλήρωση της παροχής θα επιδείκνυε ο μέσος επιμελής άνθρωπος, ο οποίος θα βρισκόταν κάτω από τις ίδιες συνθήκες και θα κατέβαλλε τη συνηθισμένη προσπάθεια για την εκπλήρωση της παροχής, τότε η μη εκπλήρωση ή μη προσήκουσα εκπλήρωση της παροχής δεν μπορεί να αποδοθεί σε αμέλεια του οφειλέτη, (βλ. ΑΠ 1980/2008 ΕλλΔνη 50.518). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 293 εδ. β΄, 294, 345 ΑΚ, σκοπός των οποίων είναι να αποτρέψει την καταστρατήγηση του θεμιτού ορίου τόκου, συνυπολογίζοντας στο ποσοστό του τόκου όλες τις πρόσθετες παροχές, οι οποίες έχουν νομική μορφή διαφορετική του τόκου, αλλά επιβαρύνουν τελικά τον οφειλέτη, συνάγεται ότι σε χρηματική, κυρίως, οφειλή, ως κύρια παροχή, η συμφωνία ότι σε περίπτωση υπερημερίας του οφειλέτη ως προς την εκπλήρωσή της θα καταβάλλεται, επιπλέον του θεμιτού τόκου, και πρόσθετο χρηματικό ποσό ως ποινική ρήτρα, αντιβαίνει στις παραπάνω διατάξεις νόμου και είναι άκυρη κατά το υπερβάλλον, διότι αποτελεί συγκάλυψη παράνομης τοκογλυφίας. Η ακυρότητα αυτή της ποινικής ρήτρας είναι άσχετη με το υπέρμετρο μέγεθος αυτής, το οποίο ρυθμίζεται σύμφωνα με το άρθρο 409 ΑΚ, (βλ. ΑΠ 1438/1997 ΕλλΔνη 1998/381, ΕφΑθ 9469/2001 ΕλλΔνη 2003/1082 και 1489, ΕφΑθ 6563/2003 ΕλλΔνη 2004/1500, ΕφΑθ 3558/2004 ΑρχΝ 2005/383, ΕφΑθ 5524/2004 ΕΔΠ 2005/79, ΕφΑθ 270/2005 ΕΔΠ 2007/161). Στην επίδικη υπόθεση η ανακόπτουσα (Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Τρικάλων) ισχυρίστηκε με τον 4ο λόγο της ένδικης ανακοπής ότι στην ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής αριθμ. 3/2008 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων ενσωματώνεται, εκτός των άλλων ποσών, προσαύξηση εξαιτίας κατάπτωσης ποινικής ρήτρας, ποσοστού 30%, η οποία είναι άκυρη ως καταχρηστική, υπέρμετρη και δυσανάλογα επαχθής και πρέπει να μειωθεί στο προσήκον μέτρο, το οποίο δεν δύναται να υπερβαίνει το 75% του τιμαρίθμου ετησίως, αφού, μάλιστα, δεν ήταν προϊόν ελεύθερης συμβατικής βούλησης της ανακόπτουσας. Ο συγκεκριμένος λόγος ανακοπής είναι νομικά βάσιμος, (βλ. άρθρα: 409, 281 ΑΚ), και πρέπει να ερευνηθεί η ουσιαστική βασιμότητά του. Από όλα τα έγγραφα, τα οποία προσκόμισαν οι διάδικοι ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με επίκληση του περιεχομένου τους, αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Την 01.08.2006 οι καθ ων η ανακοπή, οι οποίοι ενεργούσαν ως εκμισθωτές, και η ανακόπτουσα Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Τρικάλων, η οποία ενεργούσε ως μισθώτρια, κατάρτισαν μεταξύ τους ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης ακινήτου, με το οποίο συμφώνησαν, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1) Οι εκμισθωτές, κύριοι, νομείς και κάτοχοι μιας οικοπεδικής έκτασης, εμβαδού 2.000 μ2, η οποία κείται στα Τ., επί των οδών Φ. και Π. και στην οποία έχουν ανεγείρει κτίριο, εμβαδού 800 μ2 περίπου και βοηθητικό κτίριο, εμβαδού 20 μ2 περίπου, εκμίσθωναν αυτά τα ακίνητά τους, μαζί με επιπλέον οικοπεδική έκτασή τους, εμβαδού 500 μ2, στο Ελληνικό Δημόσιο και ήδη στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Τρικάλων, για να καλύπτει τις στεγαστικές ανάγκες του ου δημοτικού σχολείου Τ., ήδη όμως η μίσθωση αυτή έληξε. Ο δήμος Τ. αποφάσισε ομόφωνα με την απόφαση αριθμ. 227/2006 του δημοτικού συμβουλίου του την αναγκαστική απαλλοτρίωση ευρύτερης οικοπεδικής έκτασης των εκμισθωτών, εμβαδού 3.726,65 μ2, στην οποία περιλαμβάνεται το μίσθιο κτίσμα, πλην όμως με εισήγηση του Γενικού Διευθυντή του δήμου Τ. θα τεθεί σε ψήφιση το θέμα της απευθείας εξαγοράς της οικοπεδικής έκτασης των δύο στρεμμάτων με τα επ αυτής κτίσματα, οπότε ο δήμος Τ. θα αποχαρακτηρίσει την υπόλοιπη έκταση, εμβαδού 1.726,65 μ2, η οποία ανήκει, επίσης, στην ιδιοκτησία των εκμισθωτών. Με το παρόν συμφωνητικό οι εκμισθωτές εκμισθώνουν το ανωτέρω περιγραφόμενο μίσθιο στη μισθώτρια για έξι μήνες, ήτοι η μίσθωση θα αρχίσει την 01.08.2006 και θα λήξει την 31.01.2007. Μετά το πέρας του εξαμήνου η μισθώτρια υποχρεούται να αποδώσει αμέσως και απροφάσιστα το μίσθιο στους εκμισθωτές. Αν η μισθώτρια εξακολουθήσει να παραμένει στη χρήση του μισθίου ακινήτου για οποιοδήποτε λόγο, παρά την αντίθετη θέληση των εκμισθωτών, θα οφείλει μέχρι τη λήξη του διδακτικού έτους, δηλαδή έως 30.06.2007, αποζημίωση χρήσης 5.000 ευρώ (μηνιαίως). Από 01.07.2007 και εφόσον η μισθώτρια θα παραμένει στη χρήση του μισθίου παρά τη ρητή αντίθεση των εκμισθωτών, τότε θα υποχρεούται να καταβάλει αποζημίωση χρήσης επί του καταβληθέντος κατά το προηγούμενο μισθωτικό διάστημα μηνιαίου μισθώματος προσαυξημένη, ως εξαναγκαστικό μέσο (ποινική ρήτρα), κατά ποσοστό 30% και για κάθε επιπλέον έτος. Συγκεκριμένα, από 01.07.2007 έως 30.06.2008, 6.500 ευρώ, (5.000 χ 30% = 1.500 ). Για το έτος από 01.07.2008 μέχρι 30.06.2009, ποσό 8.450 ευρώ, (6.500 χ 30% = 1.950 ), και αναλόγως για τα επόμενα έτη χρήσης του μισθίου ακινήτου από τη μισθώτρια. 3) Το μηνιαίο μίσθωμα ορίζεται για το χρονικό διάστημα από 01.08.2006 έως 31.01.2007 στο ποσό των 5.000 ευρώ». Η μισθώτρια εγκαταστάθηκε στο μίσθιο κτίσμα αυθημερόν και χρησιμοποίησε αυτό, όπως συμφωνήθηκε, ως εκπαιδευτήριο, ήτοι ως κτίριο για τη στέγαση του ου δημοτικού σχολείου Τ., μολονότι όμως παρήλθε η καταληκτική ημερομηνία της μίσθωσης, δηλαδή η ημερομηνία 31.01.2007, παρέλειψε να αποδώσει το μίσθιο στους εκμισθωτές, όπως είχε συμφωνηθεί ρητά μεταξύ τους, αλλά συνέχισε να χρησιμοποιεί αυτό για τον ανωτέρω σκοπό, μολονότι οι εκμισθωτές εκδήλωσαν επανειλημμένα την αντίθεσή τους ως προς τη συνέχιση της μίσθωσης. Την ίδια συμπεριφορά τήρησε η μισθώτρια έναντι των εκμισθωτών ακόμη και μετά τη λήξη του διδακτικού έτους 2006-2007, δηλαδή μετά την παρέλευση της ημερομηνίας 30.06.2007, η οποία αποτελούσε την καταληκτική ημερομηνία του ανωτέρω διδακτικού έτους. Ειδικότερα, η μισθώτρια, ενεργώντας αντίθετα προς τη ρητή βούληση των εκμισθωτών, συνέχισε να χρησιμοποιεί το μίσθιο κτίσμα ακόμη και μετά την 01.07.2007 και, επίσης, στη διάρκεια του σχολικού έτους 2007-2008. Το γεγονός αυτό είχε ως συνέπεια να ενεργοποιηθεί ο συμβατικός όρος της επίδικης μίσθωσης, με τον οποίο συμφωνήθηκε ότι από 01.07.2007, εφόσον η μισθώτρια θα παραμένει στη χρήση του μισθίου παρά τη ρητή αντίθεση των εκμισθωτών, θα υποχρεούται να καταβάλει αποζημίωση χρήσης προσαυξημένη, ως εξαναγκαστικό μέσο (ποινική ρήτρα), κατά ποσοστό 30% σε σχέση με το καταβληθέν κατά το προηγούμενο διάστημα της μίσθωσης μηνιαίο μίσθωμα, ήτοι, συγκεκριμένα, από 01.07.2007 έως 30.06.2008 αποζημίωση χρήσης 6.500 ευρώ. Η μισθώτρια παρέμεινε στη χρήση του επίδικου μισθίου και κατά τους μήνες Δεκέμβριο 2007 και Ιανουάριο 2008, αλλά παρέλειψε να καταβάλει εμπρόθεσμα στους εκμισθωτές το συμφωνημένο ποσό της αποζημίωσης χρήσης, ήτοι το ποσό των 6.500 ευρώ μηνιαίως. Το γεγονός αυτό ανάγκασε τους εκμισθωτές να υποβάλουν στον αρμόδιο δικαστή, ήτοι στον δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής ως προς την αποζημίωση χρήσης των ανωτέρω μηνών. Ως προς την αίτηση εκείνη εκδόθηκε η ήδη ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής αριθμ. 3/2008 του ανωτέρω δικαστή, με την οποία έγινε δεκτή η αίτηση και διατάχθηκε η καθ ης να πληρώσει τους αιτούντες τα οφειλόμενα ποσά αποζημίωσης χρήσης των μηνών Δεκεμβρίου 2007 και Ιανουαρίου 2008, ποσού 5.000 ευρώ μηνιαίως, προσαυξημένης κατά 1.500 ευρώ, (ήτοι κατά ποσοστό 30%), και συνολικά ποσό 13.000 ευρώ, (ήτοι 2 μήνες χ 6.500 ευρώ). Λαμβάνοντας υπόψη τα πραγματικά περιστατικά που συντρέχουν στην επίδικη υπόθεση, ιδίως το μέγεθος της επίδικης προσαύξησης (ως ποινικής ρήτρας και μέσου εξαναγκασμού της μισθώτριας να αποδώσει το μίσθιο εμπρόθεσμα), την αξία της αντιπαροχής των εκμισθωτών, ήτοι τη μισθωτική αξία του μισθίου, η οποία υπερέβαινε το συμβατικό μίσθωμα, την οικονομική κατάσταση των μερών, την ηθική βλάβη των εκμισθωτών από την αυθαίρετη παρακράτηση του μισθίου, το πταίσμα της μισθώτριας ως προς τη μη έγκαιρη απόδοση του μισθίου, το Δικαστήριο τούτο απολήγει στη δικανική κρίση ότι η επίδικη προσαύξηση της αποζημίωσης χρήσης, ποσοστού 30% επί του συμβατικού μισθώματος, δεν είναι καταχρηστική ή υπέρμετρη ή δυσανάλογα επαχθής για την οικονομικά εύρωστη μισθώτρια ούτε συντρέχει λόγος να μειωθεί στο ποσοστό 75% του τιμαρίθμου του κόστους ζωής κατά τους προηγούμενους 12 μήνες, όπως συμβαίνει σε περίπτωση περαιτέρω αναπροσαρμογής του μισθώματος σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 § 3 Π.Δ. 34/1995. Περαιτέρω, στη διάρκεια της δίκης τούτης δεν αποδείχθηκε ως βάσιμος ο ισχυρισμός της ανακόπτουσας ότι ο όρος καταβολής προσαυξημένης αποζημίωσης χρήσης από 01.07.2007 και μετέπειτα «δεν ήταν προϊόν ελεύθερης συμβατικής βούλησης αυτής». Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι από την ημέρα (01.08.2006), οπότε η ανακόπτουσα μισθώτρια αποδέχτηκε τον ανωτέρω όρο, έως την άσκηση της ένδικης ανακοπής παρήλθε μακρό χρονικό διάστημα, μεγαλύτερο των δύο ετών, χωρίς να επιδιώξει η μισθώτρια την κατάργηση ή τροποποίηση του ανωτέρω όρου της μίσθωσης ως καταχρηστικού ή δυσανάλογα επαχθούς. Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν, το Δικαστήριο τούτο οδηγείται στο συμπέρασμα ότι ο 4ος λόγος της ένδικης ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο αποφάνθηκε παρόμοια ως προς το ανωτέρω ζήτημα, ήτοι ότι ο 4ος λόγος της ένδικης ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και την εφαρμογή του νόμου, όπως ισχυρίζεται ήδη η εκκαλούσα με τον 3ο λόγο της ένδικης έφεσης, γεγονός που πρέπει να οδηγήσει σε απόρριψη αυτού του λόγου έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμου. Περαιτέρω, οι ισχυρισμοί των διαδόχων της εκκαλούσας, οι οποίοι περιέχονται στις έγγραφες προτάσεις τους ενώπιον του Δικαστηρίου τουτου, ότι: ι) Ουδεμία υπαιτιότητα βαρύνει τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Τρικάλων ως προς την παρακράτηση του μισθίου, διότι αυτή δεν παρέμεινε αδρανής, αλλά κατέβαλε συνεχείς και επίμονες προσπάθειες προς εξεύρεση άλλου ακινήτου, κατάλληλου για την μετεγκατάσταση του ου δημοτικού σχολείου Τ., και ιι) Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο όφειλε να απορρίψει το περί ποινικής ρήτρας κεφάλαιο της επίδικης διαταγής πληρωμής κατά το μέρος που υπερβαίνει τον επί του ποσού της αποζημίωσης νόμιμο τόκο, καθόσον η ποινική ρήτρα αφορά χρηματική οφειλή, πρέπει να απορριφθούν, πρώτιστα, ως απαράδεκτοι, διότι αποτελούν νέους λόγους ανακοπής, οι οποίοι δεν εμπεριέχονται στην ένδικη ανακοπή και, συνεπώς, μεταβάλλουν ανεπίτρεπτα στην κατ έφεση δίκη τη βάση της ανακοπής αυτής, (βλ. άρθρο 526 ΚΠολΔ). Αλλά και αν ακόμη ήταν δυνατό να αξιολογηθούν οι ανωτέρω ισχυρισμοί ως επιτρεπτή διευκρίνηση του 4ου λόγου της ένδικης ανακοπής, έπρεπε να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι, διότι: ι) Το γεγονός ότι η μισθώτρια κατέβαλε αναποτελεσματικές προσπάθειες προς εξεύρεση άλλου ακινήτου, κατάλληλου για την μετεγκατάσταση του ου δημοτικού σχολείου Τ., δεν αίρει την υπαιτιότητα αυτής ως προς την αυθαίρετη παρακράτηση του επίδικου μισθίου ούτε, συνεπώς, την υποχρέωση αυτής να καταβάλει τη συμφωνημένη ποινική ρήτρα, και ιι) Η επίδικη ποινική ρήτρα δεν αφορά χρηματική οφειλή ούτε υποκρύπτει παράνομους τόκους, ήτοι τόκους που υπερβαίνουν το ποσοστό του νόμιμου τόκου, αλλά συμφωνήθηκε ρητά ως μέσο εξαναγκασμού, προκειμένου να αναγκαστεί η μισθώτρια να αποδώσει το μίσθιο στους εκμισθωτές εμπρόθεσμα. VΙΙ. Συνακόλουθα, προς όσα προαναφέρθηκαν, το Δικαστήριο άγεται στα εξής συμπεράσματα: 1) Η ένδικη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη για όσους λόγους αναφέρθηκαν ανωτέρω. 2) Η δικαστική δαπάνη των εφεσίβλητων πρέπει να επιβληθεί ισομερώς σε βάρος των διαδόχων της εκκαλούσας, ήτοι σε βάρος της Περιφέρειας Θεσσαλίας και του δήμου Τ., οι οποίοι έλαβαν μέρος σε τούτη τη δίκη και ηττήθηκαν, (βλ. άρθρα 176, 180 § 1, 183 ΚΠολΔ), αλλά να καθοριστεί μειωμένη σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 § 1 Ν. 3693/1957, η οποία εφαρμόζεται και στις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις σύμφωνα με το άρθρο 38 § 2 Ν. 2218/1994, (βλ. ΑΠ 202/2004 ΕλλΔνη 46.399). |
Πρόεδρος:
|
Δήμητρα Τσουτσάνη
|
Δικηγόροι:
|
Αντων.
Τίγκας-Αποστ. Βλιτσάκης, Ελισσάβετ Καμπαγιάννη, Κων. Χατζόπουλος-
Μαρία Μάνη
|
Εισηγητές:
|
Περικλής Αλεξίου
|
Μέλη:
|
Γεωρ.
Αποστολάκης, Περικλής Αλεξίου (Εισηγητής)
|
Λήμματα:
|
Ενοχή εις
ολόκληρον ,Πολυπρόσωπες ενοχές ,Ευθύνη κατ' ισομοιρία ,Εκτέλεση ,Επιταγή προς
εκτέλεση ,Αοριστία επιταγής ,Διαταγή πληρωμής ,Εκτελεστοί τίτλοι ,Εκτέλεση
κατά δημοσίου ,Σύνταγμα ,Ποινική ρήτρα ,Μείωση ποινής ,Υπερημερία ,Τόκοι
,Τοκογλυφία
|
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
|
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Δικαστήριο:
|
ΕΦΕΤΕΙΟ
|
Τόπος:
|
ΑΘΗΝΑ
|
Αριθ. Απόφασης:
|
1837
|
Ετος:
|
2007
|
Περίληψη
Κατάσχεση εις χείρας τρίτου - Αρνητική δήλωση -
Υποχρέωση συμμορφώσεως του Δημοσίου και ν.π.δ.δ. σε τελεσίδικες
καταψηφιστικές και αναγνωριστικές αποφάσεις -. Κατάσχεση τραπεζικών
καταθέσεων Υποχρέωση της Διοίκησης για συμμόρφωση προς τους εκτελεστούς τίτλους.
Αρνητική δήλωση τρίτου ερειδόμενη στην απαγόρευση εκτέλεσης κατά του
Δημοσίου, όταν τίτλος είναι διαταγή πληρωμής εκδοθείσα επί τη βάσει
αναγνωριστικής τελεσιδίκου αποφάσεως. Αντικείμενο της ανακοπής του
κατασχόντος κατά της αρνητικής δηλώσεως του τρίτου είναι η αλήθεια ή όχι του
περιεχομένου της δήλωσης του τρίτου. Επιτρέπεται αναγκαστική εκτέλεση κατά
του Δημοσίου και των λοιπών ν.π.δ.δ. για την ικανοποίηση χρηματικών
απαιτήσεων που πηγάζουν από κάθε αιτία, με βάση τους αναφερόμενους στον ΚΠολΔ
εκτελεστούς τίτλους. Υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφώνεται και στους
τίτλους του άρθρου 904 εδ. γ-ζ (πρακτικά δικαστηρίων, διαταγές πληρωμής,
συμβολαιογραφικά έγγραφα κ.λπ.) επειδή η έννομη τάξη δεν αρκεί απλώς ν’
αναγνωρίζει δικαιώματα αλλά πρέπει και να εξασφαλίζει τον τρόπο αναγκαστικής
ικανοποίησής τους. Υποχρέωση συμμόρφωσης Δημοσίου και προς τις τελεσίδικες
αναγνωριστικές αποφάσεις.
|
Κείμενο Απόφασης
Εφετείο Αθηνών
Αριθ. 1837/2007
[Απόσπασμα...]
Η υπό κρίση έφεση της καθής η ανακοπή κατά της υπ' αριθ.
327/2006 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο
δίκασε την από 28.3.2005 ανακοπή της εφεσίβλητης κατά της εκκαλούσας
τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.» κατά
την Εργατική διαδικασία, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες
διατυπώσεις (άρθρα 495 §1 και 2, 511, 513, 516 §1, 517 και 518 §2 ΚΠολΔ).
Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το
παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 §1 ΚΠολΔ).
Με την από 28.3.2005 ανακοπή
της η ανακόπτουσα και ήδη εφεσίβλητη εκθέτει ότι με το από 15.11.2004
κατασχετήριο, που κοινοποίησε στην καθής η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα στις
9.3. 2005, προέβη σε κατάσχεση εις χείρας της (καθής) και κατά του
Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής μέχρι του ποσού των 206.260 ευρώ, πλέον τόκων
και εξόδων από την κοινοποίηση (22.9.2004) των από 20.9.2004 επιταγών της
προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου των υπ' αριθ. 4785/1997 και
217/2001 αποφάσεων του Εφετείου Αθηνών και των υπ' αριθ. 2660/2001 και
1474/2002 διαταγών πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και επέτασσε
αυτήν να μην καταβάλει το ανωτέρω ποσό στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής,
αλλά στην ίδια (ανακόπτουσα). Ότι η καθής η ανακοπή, μετά την κατάσχεση αυτή
αντί να προβεί σε καταφατική δήλωση και να της καταβάλει το κατασχεθέν ποσό,
προέβη σε δήλωση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών ότι το ανωτέρω κατασχετήριο
είναι μη νόμιμο και ανυπόστατο και η οποία (δήλωση) εξομοιώνεται με αρνητική
δήλωση. Με βάση αυτά η ανακόπτουσα ζήτησε να ακυρωθεί η υπ' αριθ. 1343/2005
δήλωση της καθής και να υποχρεωθεί η τελευταία να τις καταβάλει το παραπάνω
ποσό των 206.260 ευρώ συν 11.888 ευρώ για τόκους από 22.9. 2004, που
κοινοποιήθηκαν οι ως άνω επιταγές μέχρι την άσκηση της ανακοπής και συνολικά
218.148 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι της οφείλει το ποσό των 200.000 ευρώ ως
χρηματική της ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη κατά
τα εις την ανακοπή εκτιθέμενα. Επί της ανακοπής εκδόθηκε η εκκαλουμένη
απόφαση η οποία, αφού απέρριψε το κονδύλιο για χρηματική ικανοποίηση της
ανακόπτουσας, δέχθηκε κατά τα λοιπά αυτή και υποχρέωσε την καθής να καταβάλει
στην ανακόπτουσα το παραπάνω ποσό των 218.148 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής
παραπονείται ήδη η καθής Τράπεζα με την κρινόμενη έφεση της και για το σε
αυτή λόγο) που ανάγεται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, ζητώντας την
εξαφάνιση της προκειμένου να απορριφθεί η ανακοπή.
Σύμφωνα με το άρθρο 986
ΚΠολΔ μέσα σε τριάντα ημέρες από τη δήλωση του άρθρου 985, όποιος επέβαλε την
κατάσχεση στα χέρια τρίτου, που μπορεί να είναι και τράπεζα αφού οι διατάξεις
των άρθρων 1 και 2 του ν.δ. 1059/1971 (όπως τροπ/καν με το άρθρο 27 §1 ν.
1860/ 1989 και το άρθρο 25 §ζ ν. 2214/94) «περί απορρήτου των τραπεζικών
καταθέσεων» δεν αποκλείουν την κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων (βλ. ΟλΑΠ
19/2001 ΝοΒ 2002. 685, ΑΠ 358/2004 ΕλλΔνη 2005. 1986) έχει δικαίωμα να την
ανακόψει ενώπιον του κατά τα άρθρα 12 επ. και 22 επ. δικαστηρίου. Με την
ανακοπή του άρθρου 986 ΚΠολΔ, η οποία δεν είναι ένδικο μέσο με την στενή
έννοια του όρου, αλλά πραγματική ανακοπή (αρθρ. 583 επ. ΚΠολΔ) παρέχεται στον
κατασχόντα το δικαίωμα αμφισβήτησης της ειλικρίνειας της ρητής ή σιωπηρής
(πλασματικής) αρνητικής δήλωσης του τρίτου με ανακοπή, με την οποία μπορεί να
ζητήσει και την αποζημίωση του άρθρου 985 §3 ΚΠολΔ. Αντικείμενο δε της
ανακοπής και της σχετικής δίκης, μεταξύ κατάσχοντας και τρίτου είναι η
αλήθεια ή όχι του περιεχομένου της δήλωσης του τρίτου, δηλαδή, αν ο
τελευταίος είναι ή όχι και κατά πόσο και υπό ποίους όρους ή περιορισμούς
(αίρεση κλπ.) οφείλει προς τον οφειλέτη του κατάσχοντος δανειστή. Δηλαδή,
στην ουσία εισάγεται προς εκδίκαση η έναντι του τρίτου απαίτηση του καθού η
κατάσχεση, η οποία αποτελεί και το κύριο αντικείμενο της σχετικής δίκης. Από
την άποψη αυτή η ανακοπή αποτελεί πλασματική άσκηση των δικαιωμάτων του καθου
η κατάσχεση. Κατά το άρθρο δε 990 ΚΠολΔ «αν η ανακοπή του άρθρου 986 γίνει
δεκτή, το δικαστήριο με την απόφαση του υποχρεώνει τον τρίτο να καταβάλει το
κατασχεμένο ποσό ή να παραδώσει το κατασχεμένο πράγμα, τηρούνται όμως οι
διατάξεις του άρθρου 988». Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη και με τα άρθρα
985 - 989 του ίδιου κώδικα, συνάγεται ότι σε περίπτωση κατάσχεσης χρηματικής
απαίτησης σε χέρια τρίτου, αν ο τρίτος υποβάλει αρνητική δήλωση ή δεν υποβάλει
καθόλου εμπρόθεσμα δήλωση, ο κατασχών δικαιούται να ασκήσει ανακοπή που έχει
ως αίτημα την αναγνώριση ύπαρξης της απαίτησης και συνέπεια, εφόσον δεν
υπάρχει άλλη κατάσχεση, την υποχρέωση του τρίτου, που απαγγέλλεται με την
απόφαση υποχρεωτικώς και αυτεπαγγέλτως, ανεξάρτητα από την υποβολή ή όχι
σχετικού προς τούτο αιτήματος του ανακόπτοντος (βλ. Βαθρακοκοίλη : ΚΠολΔ
άρθρο 990 σημ. 1) , να καταβάλει στον κατασχόντα αυτό που κατασχέθηκε,
γεγονός που καθιστά καταψηφιστικό το χαρακτήρα της απόφασης (βλ. σχ. ΑΠ
505/2003 ΑρχΝ 2004. 564, ΑΠ 44/1991 ΕλλΔνη 1991. 81, ΕφΑθ 5193/04 ΕλλΔνη
2005. 218). Στη δίκη που ανοίγεται με την ως άνω ανακοπή, ο τρίτος μπορεί να
προτείνει κάθε ένσταση την οποία θα μπορούσε να προτείνει κατά του δανειστή
του καθού η κατάσχεση, αν εναγόνταν απ' αυτόν, που αφορά την οφειλή του και
που αποτελεί το αντικείμενο της κατάσχεσης και της δίκης (εικονικότητα,
ακυρότητα κλπ.) και ακόμη ενστάσεις από το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης
(βλ. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ άρθρο 986 σημ. 44). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του
άρθρου 1 του ν. 3068/2002 (ΦΕΚ Α' 274/14.11.2002) «Το Δημόσιο, οι Οργανισμοί
Τοπικής Αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, έχουν
υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις
και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση
της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις
κατά την έννοια του προηγουμένου εδαφίου είναι όλες οι αποφάσεις των
διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και ειδικών δικαστηρίων που παράγουν
υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές
διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει». Ενώ με την §2 του ίδιου
άρθρου, όπως προστέθηκε με το άρθρο 20 του ν. 3301/2004 ορίζεται ότι «δεν
είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του παρόντος και δεν εκτελούνται
οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις γ' - ζ' της §2 του
άρθρου 904 ΚΠολΔ πλην των κηρυχθεί σων εκτελεστών αλλοδαπών διαδικαστικών
αποφάσεων». Περαιτέρω, στο κανονιστικό περιεχόμενο
του καθιερωμένου από τα άρθρα 20 §1 του Συντάγματος και β §1 της ΕΣΔΑ
θεμελιώδους δικαιώματος της δικαστικής προστασίας, περιλαμβάνεται, εκτός από
την οριστική και προσωρινή δικαστική προστασία και η αναγκαστική εκτέλεση, ως
ισότιμη μορφή δικαστικής προστασίας και ως αναγκαία αυτοτελής δικονομική
προέκταση του ουσιαστικού δικαιώματος και όχι αποκλειστικά ως προέκταση
κάποιας διαγνωστικής διαδικασίας. Έτσι με τις ανωτέρω διατάξεις, οι οποίες
υπερισχύουν των διατάξεων του ν. 3068/2002, δεν κατοχυρώνεται απλώς η
εκτελεστότητα των δικαστικών αποφάσεων, αλλά αναγκαστική εκτέλεση, ως έκφανση
του δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Τούτο έχει την έννοια ότι η
αναγκαστική εκτέλεση, ως αντικείμενο του δικαιώματος παροχής δικαστικής
προστασίας, αφορά στην υποχρέωση της πολιτείας όπως προς αποτροπή της
αυτοδικίας, παρέχει, με τα αρμόδια όργανα της, την προσήκουσα συνδρομή για τη
λήψη των εξαναγκαστικών εκείνων μέσων, ώστε να διαμορφωθεί η κατά νόμο
αποκατάσταση κατά τρόπο συνάδοντα με το περιεχόμενο της ενσαρκούμενης στον
εκτελεστό τίτλο ουσιαστικής αξίωσης. Είναι δε αδιάφορο το αν η αναγκαστική
εκτέλεση διεξάγεται με βάση εκτελεστό τίτλο που είναι δικαστική ή διαιτητική
απόφαση, είτε με βάση τους άλλους αναφερόμενους στα άρθρα 904 και 905 του
ΚΠολΔ εκτελεστούς τίτλους, γιατί η έννομη τάξη δεν αρκεί να αναγνωρίζει απλώς
δικαιώματα, αλλά πρέπει και να εξασφαλίζει και τον τρόπο αναγκαστικής
ικανοποίησης τους (πραγμάτωσης του δικαιώματος), για την ύπαρξη και το
περιεχόμενο του οποίου τα ενδιαφερόμενα μέρη, σε περίπτωση αμφισβήτησης,
μπορούν να προσφύγουν στη δικαστική διάγνωση, είτε πριν, είτε μετά την έναρξη
της εκτελεστικής διαδικασίας. Κατά συνέπεια επιτρέπεται αναγκαστική εκτέλεση
κατά του Δημοσίου και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου
(ν.π.δ.δ.), στα οποία έχουν επεκταθεί τα προνόμια αυτού, για την ικανοποίηση
των χρηματικών απαιτήσεων που πηγάζουν από κάθε αιτία, με βάση τους
αναφερόμενους στον ΚΠολΔ εκτελεστούς τίτλους (άρθρα 904, 905 ΚΠολΔ), ενόψει
και της δυνατότητας καθοριστικής επέμβαση της δικαιοδοτικής λειτουργίας στις
περιπτώσεις που αναφύονται αμφισβητήσεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της
αναγκαστικής εκτέλεσης (βλ. ΟλΑΠ 21/2001 ΕλλΔνη 43. 83). Από τους ως άνω
κανόνες δικαίου, που καθιερώνουν την αποτελεσματική δικαστική προστασία,
έπεται ότι δεν εφαρμόζεται η παραπάνω διάταξη του άρθρου 1 εδ. τελευτ. ν.
3068/2002 (όπως προστέθηκε με το άρθρο 20 ν. 3301/2004), που ορίζει ότι «δεν
είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του παρόντος και δεν εκτελούνται
οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ' - ζ' του
άρθρου 904 ΚΠολΔ πλην των κηρυχθεισών των εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών
αποφάσεων», το οποίο, επομένως, δεν ισχύει ούτε επί διαταγών πληρωμής. Κατ' ακολουθίαν υπάρχει υποχρέωση
της Διοίκησης να συμμορφώνεται και στους ανωτέρω τίτλους, αφού παρέχεται η
δυνατότητα υλοποίησης αυτών με αναγκαστική εκτέλεση τους, κατ' εφαρμογή της
εγγυώμενης από τα άρθρα 20 §1 του Συντάγματος και 6 §1 της ΕΣΔΑ, πραγμάτωσης
των προβλεπομένων από την έννομη τάξη δικαιωμάτων (βλ. Βαθρακοκοίλη: ΚΠολΔ
Ερμηνευτική - Νομολογιακή Ανάλυση, Συμπλ/κός Τόμος εκδ. 2006, αρθρ. 904 αρ.
6). Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και
επικαλούνται οι διάδικοι και τις ομολογίες τους, αποδεικνύονται τα εξής: Η
ανακόπτουσα και ήδη εφεσίβλητη Α.Α.** με το από 15/11/2004 Κατασχετήριο, που
κοινοποίησε στην καθής - εκκαλούσα Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. στις
9.3.2005 επέβαλε κατάσχεση στα χέρια της τελευταίας (καθής) και κατά του
Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής ν.π.δ.δ. μέχρι του ποσού των 206.260 ευρώ,
πλέον τόκων και εξόδων από την κοινοποίηση (22.9.2004) των από 20.9.2004
επιταγών της προς πληρωμή, δυνάμει των υπ' αριθ. 2660/2002 και 1474/2002
διαταγών πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι οποίες
εκδόθηκαν με βάση τις υπ' αριθ. 4785/1997 και 217/2001 αποφάσεις του Εφετείου
Αθηνών, με τις οποίες αναγνωρίστηκε οφειλή του παραπάνω Νοσοκομείου στην
ανακόπτουσα, πρώην εργαζομένη του, από μισθολογικές διαφορές και επέτασσε την
καθής - τρίτη να μην καταβάλει στο Νοσοκομείο από το λογαριασμό που αυτό
τηρεί στην καθής, με διαθέσιμα μετρητά, το προαναφερθέν ποσόν, αλλά στην
ίδια. Η καθής τράπεζα προέβη (εμπρόθεσμα) στην υπ' αριθ. 1343/16.3.05 δήλωση
τρίτου ενώπιον του γραμματέα του Ειρηνοδικείου Αθηνών, στην οποία, χωρίς να
αμφισβητεί την ύπαρξη λογαριασμού του Νοσοκομείου στο κατάστημα της αλλά και
την ύπαρξη επαρκούς υπολοίπου για την ικανοποίηση της μη αμφισβητούμενης
επίσης απαίτησης της ανακόπτουσας, στην οποία δήλωσε ότι το επίδικο
κατασχετήριο είναι μη νόμιμο και ανυπόστατο, διότι αντίκειται στο τελευταίο
εδάφιο του άρθρου 1 του ν. 3068/2002, που προστέθηκε με το άρθρο 20 του ν.
3302/2004. Σύμφωνα όμως με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη η επικαλούμενη
από την καθής, τόσο με την ως άνω δήλωση, όσο και με τις προτάσεις της
ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της ένδικης ανακοπής,
απαγόρευση αναγκαστικής εκτέλεσης των διαταγών πληρωμών εναντίον της
αντιβαίνει προς τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και τις
διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας και δεν μπορεί να ισχύσει. Ακόμη θα πρέπει να
σημειωθεί ότι η ως άνω διάταξη του άρθρου 1 του ν. 3068/2002 όπως τροπ/κε,
ερμηνευόμενη σύμφωνα με τις ίδιες παραπάνω διατάξεις και σύμφωνα με το σκοπό
αυτής, δεν περιλαμβάνει στην απαγόρευση τις διαταγές πληρωμής που στηρίζονται
σε τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση, όπως εν προκειμένω, δεδομένου ότι απ'
αυτή πηγάζει δεδικασμένο έτσι ώστε ως τίτλος, να είναι αρκούντα/ς ώριμος ως
απρόσβλητος με τακτικά ένδικα μέσα, καθόσον μάλιστα δεν γίνεται διάκριση στο
νόμο μεταξύ καταψηφιστικών και αναγνωριστικών αποφάσεων, ενώ το Δημόσιο και
τα ν.π.δ.δ. είναι υποχρεωμένα να συμμορφώνονται και προς τις αναγνωριστικέ
αποφάσεις. Ωσαύτως νομίμως επέβαλε η ανακόπτουσα την ως άνω κατάσχεση εις
χείρας της καθής και θα πρέπει, αφού δεν προσβάλλεται με άλλο λόγο η
κατάσχεση από την καθής, να γίνει δεκτή η ανακοπή και αναγνωριζόμενης της
ανακρίβειας της παραπάνω δήλωσης της καθής, να υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει
ότην ανακόπτουσα το ποσό των 218.148 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της
ανακοπής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση
του έκρινε ομοίως και δέχθηκε ως άνω την ανακοπή ορθώς το νόμο ερμήνευσε και
εφάρμοσε και ο περί του αντιθέτου μοναδικός λόγος της κρινόμενης έφεσης,
σύμφωνα με τον οποίον δεν μπορεί να γίνει εκτέλεση με βάση τις παραπάνω
διαταγές πληρωμής κατά του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής ως ν.π.δ.δ. κατ'
άρθρο 1 του ν. 3068/2002, που προστέθηκε με το άρθρο 20 του ν. 3302/ 2004 και
ως εκ τούτου η επιβληθείσα σε βάρος της κατάσχεση είναι άκυρη και παράνομη ως
μη στηριζόμενη σε νόμιμο εκτελεστό τίτλο, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατόπιν αυτών, πρέπει να απορριφθεί η έφεση και να καταδικαστεί η εκκαλούσα
στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (αρθρ.
189 και 191 §2 ΚΠολΔ) κατά το οριζόμενα στο διατακτικό.
|
Πρόεδρος:
|
ʼννα Μιχαλοπούλου
|
Εισηγητές:
|
Ανδρέας Παπαδημητρίου
|
ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ
|
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Δικαστήριο: |
ΕΦΕΤΕΙΟ
|
Τόπος:
|
ΑΘΗΝΑ
|
Αριθ. Απόφασης:
|
4486
|
Ετος:
|
2006
|
Περίληψη
Εκτέλεση διαταγής πληρωμής κατά δημοσίου - Αντισυνταγματικότητα διατάξεων
άρθρου 20 ν. 3301/2004 - Διαταγή πληρωμής για χρηματική αξίωση με υποκείμενη
σχέση δημοσίου δικαίου - Δικαιοδοσία -. Αντισυνταγματικότητα απαγορεύσεως
εκτελέσεως διαταγής πληρωμής σε βάρος των Δημοσίου, ΟΤΑ και ν.π.δ.δ. Η
νομοθετική ρύθμιση που απαγορεύει την εκτέλεση διαταγής πληρωμής σε βάρος των
Δημοσίου, ΟΤΑ και ν.π.δ.δ. αντίκειται στις διατάξεις 20 §1, 94 §4, 95 §5
Συντάγματος, στα άρθρα 6 §§1, 13 ΕΣΔΑ και 1 Α΄ ΠρΠρωτΕΣΔΑ. Η διάγνωση
χρηματικών απαιτήσεων από γνήσιες διοικητικές συμβάσεις, ως είναι η σύμβαση
εκτέλεσης δημοσίου έργου, υπάγεται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών
δικαστηρίων, όμως, ο πολιτικός δικαστής δύναται να εκδώσει διαταγή πληρωμής,
διότι η διαταγή πληρωμής δεν εκδίδεται από δικαστήριο, αλλά από δικαστικό
λειτουργό που ενεργεί ατομικώς, όθεν δεν παραβιάζονται οι συνταγματικές
διατάξεις περί χωρισμού δικαιοδοσιών. |
Κείμενο Απόφασης Εφετείο Αθηνών Αριθ. 4486/2006 (Απόσπασμα)... Το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν με την από 17.11.2003 ανακοπή του προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών ζήτησε να ακυρωθεί η υπ' αριθμ 7313/2003 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στο καθού η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητο το ποσό των 62.731,33 ευρώ, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και ο ΦΠΑ, με το νόμιμο τόκο από 31.5.2003. Επί της ανακοπής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία απέρριψε την ανακοπή και επικύρωσε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το ανακόπτον, με την υπό κρίση έφεση του, για κακή εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση του, να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, έτσι ώστε να γίνει δεκτή η ανακοπή και να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Κατά τη διάταξη του άρθρου 94 του ισχύοντος Συντάγματος, στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως ο νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου (§1). Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως ο νόμος ορίζει (§2). Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια (§3). Στα πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια μπορεί να ανατεθεί και κάθε άλλη αρμοδιότητα διοικητικής φύσεως, όπως ο νόμος ορίζει. Στις αρμοδιότητες αυτές περιλαμβάνεται και η λήψη μέτρων για τη συμμόρφωση της διοίκησης με τις δικαστικές αποφάσεις. Οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως ο νόμος ορίζει (§4). Στην έννοια των δικαστικών αποφάσεων του ως άνω άρθρου 94 §4 του Συντάγματος νοούνται όχι μόνο οι υπό στενή έννοια δικαστικές αποφάσεις, αλλά και οι εξομοιούμενες λειτουργικώς με αυτές, αφού υπό προϋποθέσεις (άρθρα 633 § 2 ΚΠολΔ) οι διαταγές πληρωμής μπορεί να αποκτήσουν ισχύ δεδικασμένου. Σε εκτέλεση της επιταγής του άρθρου 94 §4 του Συντάγματος εκδόθηκε ο ν. 3068/ 2002, στο άρθρο 1 του οποίου ορίζεται ότι το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει. Με το άρθρο 20 του ν. 3301/2004 (ΦΕΚ Α 263/23.12.2004) προστέθηκε τελευταίο εδάφιο στο άρθρο 1 του ως άνω νόμου, σύμφωνα με το οποίο δεν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του παρόντος και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ'ζ' της §2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι διαταγές πληρωμής), πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων. Η νομοθετική όμως αυτή ρύθμιση που απογορεύει την εκτέλεση διαταγής πληρωμής σε βάρος του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ., όταν αυτή έχει αποκτήσει ισχύ δεκδικασμένου, αντίκειται στις διατάξεις του ως άνω άρθρου 94 §4 του Συντάγματος, καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 20 §1, 95 §5 αυτού σε συνδυασμό με τα άρθρα 6 §1, 13 ΕΣΔΑ και 1 Α' Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (παρατηρήσεις Κ. Μπέη υπό την ΜΠρΑ 2913/2005 Δ 37. 532 επομ, Χ. Χρυσανθάκη «η δυνατότητα έκδοσης διαταγής πληρωμής κατά του Δημοσίου» Δ 37. 320). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ, μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, δεν εξαρτάται η απαίτηση από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και το ποσό χρημάτων που οφείλεται είναι ορισμένο και εφόσον αυτός προς τον οποίο πρέπει να γίνει επίδοση της διαταγής πληρωμής δεν διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής. Και ναι μεν η διάγνωση χρηματικών απαιτήσεων από γνήσιες διοικητικές συμβάσεις, όπως είναι και η σύμβαση εκτέλεσης δημόσιου έργου με φορέα και κύριο του έργου το δημόσιο ή ν.π.δ.δ, υπάγεται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, μπορεί, όμως, ο πολιτικός δικαστής να εκδόσει διαταγή πληρωμής για χρηματική αξίωση και όταν η υποκείμενη σχέση είναι δημοσίου δικαίου, με την προϋπόθεση ότι συντρέχουν οι ως άνω θετικές και αρνητικές προϋποθέσεις των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ. Και τούτο διότι, εφόσον η διαταγή πληρωμής εκδίδεται όχι από το δικαστήριο, αλλά από το δικαστή, ως δικαστικό λειτουργό που ενεργεί ατομικώς και όχι συγκροτώντας δικαστήριο, δεν παραβιάζονται οι συνταγματικές διατάξεις για τον χωρισμό των δικαιοδοσιών (ΕΑ 8935/2001 Δ35, 360, Κ. Μπέης «Διαταγή πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις εναντίον του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ» Δ 28. 506 επ., ο ίδιος Δ 35. 359, Δ 37. 300 επ., Χ. Χρυσανθάκης, ό. π.). Η ανακοπή δε κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής με αίτημα την ακύρωση αυτής υπάγεται στη δικαιοδοσία του πολιτικού δικαστηρίου και όχι του διοικητικού δικαστηρίου, διότι ο έλεγχος της ορθότητας της έκδοσης διαταγής πληρωμής, η οποία εντάσσεται στην άσκηση δικαστικής και όχι διοικητικής αρμοδιότητας του δικαστικού λειτουργού της πολιτικής δικαιοδοσίας που δέχθηκε την αίτηση εκδόσεως διαταγής πληρωμής από διοικητική σύμβαση, ανήκει υποχρεωτικά στα όργανα που ανήκουν στον ίδιο δικαιοδοτικό κλάδο (ΑΕΔ 18/2005 Δ 37.141). |
Πρόεδρος:
|
Ευστάθιος Τσουκαλάς
|
Δικηγόροι:
|
Δημοσθένης Κορδελλίδης Ευφροσύνη
Δημητρακοπούλου
|
Εισηγητές:
|
Ελένη Γρηγορίου, Εφέτης
|
Λήμματα:
|
Εκτέλεση διαταγής
πληρωμής κατά δημοσίου ,Αντισυνταγματικότητα διατάξεων άρθρου 20 ν. 3301/2004
,Διαταγή πληρωμής για χρηματική αξίωση με υποκείμενη σχέση δημοσίου δικαίου
,Δικαιοδοσία
|
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
|
|
ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ
ΤΡΑΠΕΖΑ
ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ
|
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Δικαστήριο: |
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
|
Τόπος:
|
ΑΘΗΝΑ
|
Αριθ. Απόφασης:
|
934
|
Ετος:
|
2013
|
Περίληψη
Διαταγή πληρωμής κατά ΟΤΑ - Αίτηση αναστολής
αναγκαστικής εκτέλεσης - Ανακοπή για την ακύρωση αναγκαστικής εκτέλεσης -
Αποζημίωση βάσει οριστικής τιμής μονάδας αναγκαστικής απαλλοτρίωσης - Διαταγή
πληρωμής ως εκτελεστός τίτλος κατά του Δημοσίου κ.λπ. - Περιεχόμενο διαταγής
πληρωμής - Διάταξη περί δικαστικών εξόδων - Τέλος δικαστικού ενσήμου - Έναρξη
τοκογονίας -. Εν μέρει δεκτή αίτηση αναστολής αναγκαστικής εκτέλεσης βάσει
διαταγής πληρωμής εις βάρος ΟΤΑ (Δήμου). Η διαταγή πληρωμής ανήκει στους
εκτελεστούς τίτλους που εκτελούνται σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, ΟΤΑ και
ΝΠΔΔ. Η διαταγή πληρωμής δεν απαιτείται να περιλαμβάνει πλήρεις και
εμπεριστατωμένες αιτιολογίες για την αιτία της πληρωμής, αλλά αρκεί ο
συνοπτικός προσδιορισμός του γενεσιουργού λόγου, κατά τρόπο, ώστε να μη
δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητα του και δεν απαιτείται περιγραφή
όλων των περιστατικών, που τον συνθέτουν. Προβλέπεται ευθέως από το νόμο να
περιλαμβάνεται στη διαταγή πληρωμής διάταξη περί δικαστικών εξόδων, εφόσον
έχει υποβληθεί η σχετική αίτηση. Η επιβολή μειωμένης της δικαστικής δαπάνης
δεν είναι υποχρεωτική, αλλά δυνητική για τον Δικαστή που την επιδικάζει υπέρ
ή κατά του Δήμου. Τέλος δικαστικού ενσήμου. Ο καθ ού η απαλλοτρίωση δεν
υπόκειται σε κανένα φόρο, κράτηση ή τέλος για την αποζημίωση. Για την έναρξη
της τοκογονίας σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, ΟΤΑ και ΝΠΔΔ απαιτείται η
επίδοση αγωγής, ήτοι γένεση επιδικίας. Για την έναρξη της τοκογονίας σε βάρος
οιουδήποτε απαιτείται τουλάχιστον όχληση, κατ' άρθρον 345 ΑΚ.
|
Κείμενο
Απόφασης
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 934/2013
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Κονδύλια Παπαγιάννη,
Πρωτοδίκη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του
Πρωτοδικείου Αθηνών. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 5 Φεβρουαρίου
2013, χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αιτούντος: Νομικού προσώπου Δημοσίου Δικαίου με
την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΑΧΑΡΝΩΝ», που εδρεύει στις Αχαρνές Ν. Αττικής, όπως
εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την
πληρεξούσια δικηγόρο του Αντωνία Δημητρακοπούλου.
Τη καθ' ης η αίτηση: ..., κατοίκου Λιμνίτσας
Ναυπακτίας (Δήμος Αποδομίας), η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο
δικηγόρο της Μιχαήλ Ευαγγέλου.
Το αιτόν ζητά να γίνει δεκτή η από 17-9-2012 αίτηση
του, που κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου τούτου με αριθμό εκθέσεως
καταθέσεως δικογράφου 151142/666/2012 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο, που
αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι
δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν
αυτοί δεκτοί.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Το αιτόν με την κρινόμενη αίτηση του, ζητά να
ανασταλεί η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, που επισπεύδεται σε βάρος του
με την επίδοση της από 10-9-2012 επιταγής προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ
απογράφου πρώτου εκτελεστού της υπ' αριθμ. 12065/2012 διαταγής πληρωμής του
Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη
απόφαση επί της από 17-9-2012 ανακοπής του, που άσκησε νομοτύπως και
εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 933 ΚΠολΔ, αφ' ενός μεν διότι
πιθανολογείται η ευδοκίμηση των λόγων της, αφ' ετέρου δε διότι με την επίσπευση
σε βάρος του της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, το ίδιο θα υποστεί
ανεπανόρθωτη βλάβη.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση
αίτηση αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, προκειμένου να
εκδικαστεί κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων των άρθρων 686 επ.
ΚΠολΔ, ερείδεται στο άρθρο 938 ΚΠολΔ και επομένως πρέπει να ερευνηθεί
περαιτέρω κατ' ουσίαν.
Από τα έγγραφα, που προσκομίζουν οι διάδικοι
πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ' αριθμ.
12065/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών
και της από 10-9-2012 επιταγής προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου
πρώτου εκτελεστού της ως άνω διαταγής πληρωμής, το αιτόν υποχρεώθηκε να
καταβάλει στην καθ' ης το ποσό των 117.485,20 ευρώ για επιδικασθέν κεφάλαιο,
ως αποζημίωση, βάσει της ορισθείσας με απόφαση του Εφετείου Αθηνών, οριστικής
τιμής μονάδας, λόγω αναγκαστικής απαλλοτρίωσης των αναφερομένων στη διαταγή
πληρωμής τμημάτων ιδιοκτησιών της καθ' ης, πλέον τόκων και εξόδων και
συνολικά το ποσό των 121.339,95 ευρώ. Το αιτόν άσκησε την από 17-9-2012
ανακοπή του, προκειμένου να ακυρωθεί η επισπευδόμενη σε βάρος του διαδικασία
αναγκαστικής εκτέλεσης. Με τον πρώτο
λόγο της ανακοπής, το αιτόν εκθέτει ότι η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης,
που επισπεύδεται σε βάρος του με την επίδοση της από 10-9-2012 επιταγής προς
πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού της υπ' αριθμ.
12065/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών,
είναι άκυρη διότι η ανωτέρω διαταγή πληρωμής δεν αποτελεί εκτελεστό τίτλο,
που μπορεί να εκτελεστεί σε βάρος του, δεδομένου ότι αφού δεν έχει αποκτήσει
ισχύ δεδικασμένου, δεν μπορεί να εξομοιωθεί με δικαστική απόφαση. Ο λόγος
αυτός, ο οποίος αφορά στην προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, προβάλλεται
εμπροθέσμως (άρθρο 10 του κώδικα Νόμων περί δικών Δημοσίου, 934 παρ. 1 περ. α
ΚΠολΔ), πλην όμως είναι μη νόμιμος και
συνεπώς απορριπτέος, αφού, σύμφωνα με όσα στην ανωτέρω νομική σκέψη
εκτίθενται, η σχετική διάταξη, η οποία εξαιρούσε τη διαταγή πληρωμής από τους
εκτελεστούς τίτλους, που εκτελούνται σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, ΟΤΑ και
ΝΠΔΔ, αντίκειται τόσο στο Σύνταγμα, όσο και στο Διεθνές Σύμφωνο για τα
ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου με το επιχείρημα ότι η διαταγή πληρωμής ναι μεν δεν είναι δικαστική
απόφαση, πλην όμως προσομοιάζει λειτουργικά σε αυτήν, συγκεντρώνοντας κάποια
από τα εχέγγυα της δικαστικής απόφασης και τα γνωρίσματα της δικαστικής
προστασίας, που η τελευταία προσφέρει, επειδή ο καθ' ου η ανακοπή εξ αρχής
έχει το δικαίωμα με την άσκηση της ανακοπής, να εκθέσει τους ισχυρισμούς του
και να ζητήσει δικαστική προστασία και όχι μόνο όταν αποκτήσει (η διαταγή
πληρωμής), υπό τις προϋποθέσεις, που τάσσει ο νόμος, ισχύ δεδικασμένου.
Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής, το αιτόν εκθέτει ότι η εκδοθείσα σε βάρος
του διαταγή πληρωμής είναι αόριστη αφού δεν περιέχεται σε αυτήν ορισμένα και
με σαφήνεια η απαίτηση και η αιτία αυτής, ειδικότερα δε δεν αναφέρεται σε
αυτήν η ακριβής θέση των απαλλοτριωθέντων ακινήτων, ούτε η πράξη εφαρμογής,
δυνάμει της οποίας απαλλοτριώθηκαν αναγκαστικά, λόγω ρυμοτομίας, μεταξύ
άλλων, τμήματα των ιδιοκτησιών της καθ' ης. Ο λόγος αυτός, ο οποίος αφορά
στην εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου προβάλλεται εμπροθέσμως (άρθρο 10 του
κώδικα Νόμων περί δικών Δημοσίου, 934 παρ. 1 περ. α ΚΠολΔ), πλην όμως είναι
μη νόμιμος, διότι η διαταγή πληρωμής, μη ούσα δικαστική απόφαση, αλλά μόνο
τίτλος εκτελεστός, δεν απαιτείται να περιλαμβάνει πλήρεις και εμπεριστατωμένες
αιτιολογίες για την αιτία της πληρωμής, αλλά αρκεί ο συνοπτικός προσδιορισμός
του γενεσιουργού λόγου, κατά τρόπο, ώστε να μη δημιουργείται αμφιβολία για
την ταυτότητα του και δεν απαιτείται περιγραφή όλων των περιστατικών, που τον
συνθέτουν (Κεραμέας - Κονδύλης -Νίκας, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, τόμος
II, άρθρο 630, αρ. 4, σελ. 1176), στην προκειμένη δε περίπτωση, και αληθής
υποτιθέμενος ο λόγος, δεν καταλείπεται αμφιβολία ως προς την αιτία της
απαίτησης, η οποία είναι η αποζημίωση λόγω αναγκαστικής απαλλοτρίωσης
τμήματος ιδιοκτησίας της καθ' ης, ευρισκόμενης στις Αχαρνές Ν. Αττικής, που
ρυμοτομήθηκε. Σε κάθε δε περίπτωση από την επισκόπηση της εν λόγω διαταγής
πληρωμής πιθανολογείται ότι γίνεται σαφής αναφορά τόσο των ρυμοτομηθέντων
τμημάτων ιδιοκτησίας της καθ' ης η ανακοπή, όσο και της γενόμενης
απαλλοτρίωσης. Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής, το αιτόν εκθέτει ότι ο
εκτελεστός τίτλος είναι άκυρος ως προς το ποσό των 1.175,00 ευρώ, που αφορά
στην επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη διότι α) στο κατά το άρθρο 630 ΚΠολΔ
περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής δεν περιλαμβάνεται η διάταξη περί
δικαστικής δαπάνης, β) αυτή έχει υπολογιστεί αυθαιρέτως, κείται δε εκτός των
νομίμων ορίων, λαμβάνοντας υπόψη και το άρθρο 22 Ν. 3693/1957, άλλως δεν
ανταποκρίνεται στην αξία εργασίας και στον κόπο, που κατέβαλε ο πληρεξούσιος
δικηγόρος για την έκδοση της εν λόγω διαταγής πληρωμής. Ο λόγος αυτός, ο
οποίος αφορά στην εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου προβάλλεται εμπροθέσμως
(άρθρο 10 του κώδικα Νόμων περί δικών Δημοσίου, 934 παρ. 1 περ. α ΚΠολΔ). Ως
προς το υπό στοιχεία α σκέλος του είναι μη νόμιμος διότι στο άρθρο 629 εδ. α
ΚΠολΔ ορίζεται ότι «ο δικαστής δέχεται την αίτηση κατά το μέρος, που κατά την
κρίση του είναι νομικά και πραγματικά βάσιμη, διατάζει τον οφειλέτη να
πληρώσει το οφειλόμενο ποσό και τον καταδικάζει στη δικαστική δαπάνη».
Συνεπώς, προβλέπεται ευθέως από το νόμο να περιλαμβάνεται στη διαταγή
πληρωμής διάταξη περί δικαστικών εξόδων, εφ' όσον φυσικά έχει υποβληθεί η
σχετική αίτηση. Ως προς το δεύτερο σκέλος του, ο λόγος είναι νόμιμος, πλην
όμως πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος, καθ' ότι από την επισκόπηση της
ένδικης διαταγής πληρωμής πιθανολογείται ότι τα επιβληθέντα δικαστικά έξοδα
έχουν υπολογιστεί σε ποσοστό 1% επί του αντικειμένου της αίτησης για την
έκδοση της διαταγής πληρωμής, ήτοι επί του ποσού των 117.485,20 ευρώ, το
οποίο ποσοστό, αφ' ενός μεν είναι νόμιμο, αφ' ετέρου δε ορίζεται ως το
κατώτερο ποσοστό για τον καθορισμό της δικηγορικής αμοιβής (ΑΠ 1879/2005
ΕλλΔνη 2006. 786).
Περαιτέρω δε η επιβολή μειωμένης, κατά ποσοστό 50%,
της δικαστικής δαπάνης δεν είναι υποχρεωτική, αλλά δυνητική για τον Δικαστή,
που την επιδικάζει υπέρ ή κατά του Δήμου, γεγονός, που προκύπτει ευθέως από
τη γραμματική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 281 παρ. 2 Ν. 3463/2006. Με τον
τέταρτο λόγο της ανακοπής, το αιτόν εκθέτει ότι ο εκτελεστός τίτλος υπ'
αριθμ. 12065/2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου
Αθηνών, δυνάμει του οποίου επισπεύδεται σε βάρος του διαδικασία αναγκαστικής
εκτέλεσης είναι άκυρος διότι για την έκδοση αυτού δεν κατεβλήθη από την
αιτούσα το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου, άλλως και σε περίπτωση, που
δεν απαιτείται η καταβολή του, δεν αναφέρεται η σχετική διάταξη. Ο λόγος
αυτός, ο οποίος αφορά στην εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου προβάλλεται
εμπροθέσμως (άρθρο 10 του κώδικα Νόμων περί δικών Δημοσίου, 934 παρ. 1 περ. α
ΚΠολΔ), πλην όμως είναι μη νόμιμος διότι αφ' ενός μεν δεν απαιτείτο η
καταβολή δικαστικού ενσήμου, καθ' ότι σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 4 Σ και το
άρθρο 13 παρ. 3 Ν. 2882/2001 ο καθ' ου η απαλλοτρίωση δεν υπόκειται σε κανένα
φόρο, κράτηση ή τέλος για την αποζημίωση, που εισπράττει, αφ' ετέρου δε η μη
παράθεση της σχετικής διάταξης, δυνάμει της οποίας ο δικαστής του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Αθηνών δεν αξίωσε την καταβολή δικαστικού ενσήμου δεν αναιρεί τη
νομιμότητα του εν λόγω εκτελεστού τίτλου, αφού αρκεί για την έκδοση του να
έλαβε χώρα ορθή εφαρμογή των σωστών διατάξεων νόμων, γεγονός που προκύπτει
από το περιεχόμενο του, ακόμα και αν οι τελευταίες δεν παρατίθενται. Με τον πέμπτο
λόγο σε συνδυασμό με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου της ανακοπής,
εκτιμώμενοι ως ένας, το αιτόν εκθέτει ότι η υπ' 12065/2012 διαταγή πληρωμής
του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και η από 10-9-2012 επιταγή
προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού της ως άνω
διαταγής πληρωμής με τις οποίες επιτάσσεται να καταβάλει το ποσό των 2.579,75
ευρώ ως νόμιμους τόκους υπερημερίας από την έκδοση της διαταγής πληρωμής,
είναι άκυρες διότι δεν αναφέρεται σε αυτές η γενεσιουργός αιτία της
τοκοφορίας από τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Ο λόγος αυτός, ο οποίος αφορά στην
εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου και στην προδικασία της αναγκαστικής
εκτέλεσης προβάλλεται εμπροθέσμως (άρθρο 10 του κώδικα Νόμων περί δικών
Δημοσίου, 934 παρ. 1 περ. α ΚΠολΔ) και είναι νόμιμος αφ' ενός μεν διότι για
την έναρξη της τοκογονίας σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, ΟΤΑ και ΝΠΔΔ
απαιτείται η επίδοση αγωγής, ήτοι γένεση επιδικίας (ΑΠ 248/2012 Δημοσίευση
ΝΟΜΟΣ), αφ' ετέρου δε για την έναρξη της τοκογονίας σε βάρος οιουδήποτε
απαιτείται τουλάχιστον όχληση, κατ' άρθρον 345 ΑΚ. Από την επισκόπηση της υπ'
αριθμ. 12065/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου
Αθηνών και της από 10-9-2012 επιταγής προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ
απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής πιθανολογείται ότι το αιτόν
υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ' ης το ποσό των 117.485,20 ευρώ, με το
νόμιμο τόκο από την έκδοση της εν λόγω διαταγής πληρωμής στις 7-6-2012 μέχρι
την εξόφληση, το δε ποσό των τόκων υπολογίστηκε μέχρι την ημεροχρονολογία
σύνταξης της προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή (10-9-2012) σε αυτό των
2.579,75 ευρώ. Σύμφωνα, ωστόσο, με όσα στην ανωτέρω σκέψη εκτίθενται, ουχί
ορθώς επιδικάστηκαν τόκοι από την έκδοση της διαταγής πληρωμής, αφού μόνη η
έκδοση της δεν αποτελεί νόμιμη αιτία τοκογονίας, και επομένως ο σχετικός
λόγος ανακοπής πιθανολογείται ότι θα γίνει δεκτός και θα ακυρωθεί η
προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή και κατ' επέκταση η διαδικασία
αναγκαστικής εκτέλεσης κατά το ποσό των 2.579,75 ευρώ.
Επομένως, εφ' όσον πιθανολογείται ότι ο ανωτέρω
λόγος της ανακοπής, που αφορά στους επιτασσόμενους τόκους, θα γίνει δεκτός
και ότι θα απορριφθούν οι λοιποί, πρέπει να ανασταλεί εν μέρει η διαδικασία
αναγκαστικής εκτέλεσης, που επισπεύδεται με την επίδοση της από 10-9-2012
επιταγής προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού της
υπ' αριθμ. 12065/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Αθηνών ως προς το ποσό των 2.579,75 ευρώ, που αφορά στους τόκους
υπερημερίας επί του οφειλομένου κεφαλαίου, μέχρι την έκδοση οριστικής
απόφασης επί της από 17-9-2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου
151132/12550/2012 ασκηθείσας ανακοπής (άρθρο 938 παρ. 4ΚΠολΔ). Τέλος, το
αιτόν πρέπει να καταδικαστεί στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της καθ' η
αίτηση (178 ΚωδΔικ), τα οποία θα επιβληθούν μειωμένα, κατ1 άρθρον 281 παρ. 2
Ν. 3463/2006, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ' αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται εν μέρει την αίτηση.
Διατάσσει να ανασταλεί εν μέρει η διαδικασία
αναγκαστικής εκτέλεσης, που επισπεύδεται με την επίδοση της από 10-9-2012
επιταγής προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού της
υπ' αριθμ. 12065/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Αθηνών ως προς το ποσό των 2.579,75 ευρώ, που αφορά στους τόκους
υπερημερίας επί του οφειλομένου κεφαλαίου, μέχρι την έκδοση οριστικής
απόφασης επί της από 17-9-2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου
151132/12550/2012 ασκηθείσας ανακοπής.
Καταδικάζει το αιτόν στην καταβολή των δικαστικών
εξόδων της καθ' ης η αίτηση, τα οποία ορίζει στο ποσό των εκατόν πενήντα
(150,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη
δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στην Αθήνα, στις 4-3-2013, χωρίς την
παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
(για τη δημοσίευση)
|
Πρόεδρος:
|
Κονδύλια Παπαγιάννη
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Δικηγόροι:
|
Αντωνία Δημητρακοπούλου, Μιχαήλ Ευαγγέλου
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Λήμματα:
|
Διαταγή πληρωμής κατά ΟΤΑ ,Αίτηση αναστολής αναγκαστικής εκτέλεσης
,Ανακοπή για την ακύρωση αναγκαστικής εκτέλεσης ,Αποζημίωση βάσει οριστικής
τιμής μονάδας αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ,Διαταγή πληρωμής ως εκτελεστός
τίτλος κατά του Δημοσίου κ.λπ. ,Περιεχόμενο διαταγής πληρωμής ,Διάταξη περί
δικαστικών εξόδων ,Τέλος δικαστικού ενσήμου ,Έναρξη τοκογονίας
Δικαστήριο: ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
Τόπος: ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Αριθ. Απόφασης: 11929 Ετος: 2011 ________________________________________ Κείμενο Απόφασης Αριθμός απόφασης 11929/2011 Αριθμός κατάθεσης ανακοπής 39138/2009 Αριθμός κατάθεσης πρόσθετου λόγου ανακοπής 2354/2011 ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Κωνσταντία Συροπούλου, Προεδρεύουσα Πρωτοδίκη - Εισηγήτρια, ’ννα Κουσιοπούλου, Πρωτοδίκη,... Πολύμνια Χορόζογλου, Πρωτοδίκη και από τη Γραμματέα Σοφία Χρηματοπούλου. ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 24 Φεβρουαρίου 2011, για να δικάσει την ανακοπή με αριθμό κατάθεσης 39138/28-9-2009 και τον πρόσθετο λόγο ανακοπής με αριθμό κατάθεσης 2354/20-1-2011, κατά της υπ' αριθμ. 26377/2009 διαταγής πληρωμής, του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, μεταξύ: ΤΟΥ Α. - ΔΙΑ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ Λ. Α.: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ "Γ.ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ"», που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη, εκπροσωπείται νόμιμα από το Διοικητή του και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Αντωνίου Δενδρινού (ΑΜ 2038), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. ΤΗΣ ΚΑΘ' ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ - ΚΑΘ' ΗΣ Ο ΠΡΟΣΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΑΝΑΚΟΠΗΣ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «O. HELLAS S.A.», που εδρεύει στη Γλυφάδα Αττικής, εκπροσωπείται νόμιμα και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Αυγερινού Αβραμίκου (ΑΜ 8782), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. ΚΑΤΑ τη συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους. ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η κατά τη διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 του ΚΠολΔ εκδιδόμενη διαταγή πληρωμής αποτελεί, σύμφωνα με τα άρθρα 631 και 904 παρ. 2 ε' του ΚΠολΔ, τίτλο εκτελεστό. Όταν ενεργείται αναγκαστική εκτέλεση με βάση διαταγή πληρωμής, ο καθ' ου η εκτέλεση μπορεί να προβάλει τις αντιρρήσεις του κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης με την προβλεπόμενη από το άρθρο 933 του ΚΠολΔ ανακοπή. Οι αντιρρήσεις αυτές μπορεί να αφορούν και την τυπική και ουσιαστική εγκυρότητα του εκτελούμενου τίτλου και συνεπώς και την ύπαρξη της απαίτησης για την οποία έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής, εφόσον αυτή δεν έχει αποκτήσει δύναμη δεδικασμένου, είτε με την άπρακτη πάροδο των προθεσμιών των άρθρων 632 παρ. 1 και 633 παρ. 2 του ΚΠολΔ, για την άσκηση ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής είτε με την τελεσίδικη απόρριψη της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής που τυχόν ασκήθηκε. Ωστόσο, οποιοσδήποτε λόγος και αν προβάλλεται με την ανακοπή του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, το αίτημά της είναι πάντοτε η ακύρωση ορισμένης διαδικαστικής πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης που προσβάλλεται με αυτήν. Με την ανακοπή αυτή, έστω και αν περιέχει λόγο κατά της εγκυρότητας της διαταγής πληρωμής και της ανυπαρξίας ή της ελαττωματικότητας της απαίτησης για την οποία αυτή έχει εκδοθεί, δεν μπορεί να ζητηθεί και η ακύρωση της διαταγής πληρωμής. Η ακύρωση της τελευταίας μπορεί να ζητηθεί μόνο με την προβλεπόμενη από το άρθρο 632 παρ. 1 ή 633 παρ. 2 του ΚΠολΔ ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, μέσα στις προθεσμίες που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, σώρευση στο ίδιο δικόγραφο ανακοπής κατά της εκτέλεσης, του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, και ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, του άρθρου 632 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ώστε με την τελευταία να ζητείται και η ακύρωση της διαταγής πληρωμής, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει προθεσμία και για την άσκηση της τελευταίας, εάν υφίσταται αρμοδιότητα και για τις δύο ανακοπές και αν αυτές υπάγονται στην ίδια διαδικασία (ΑΠ 337/2006 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 218 ΚΠολΔ μεταξύ των προϋποθέσεων του επιτρεπτού της αντικειμενικής σωρεύσεως στο ίδιο δικόγραφο περισσοτέρων αγωγών (με την έννοια αιτήσεων παροχής έννομης προστασίας) περιλαμβάνεται και η αρμοδιότητα, για καθεμία από τις σωρευόμενες αγωγές, του δικαστηρίου στο οποίο το δικόγραφο αυτό απευθύνεται. Κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, αν ενωθούν περισσότερες αγωγές στο ίδιο δικόγραφο, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1, διατάσσεται ο χωρισμός αυτών ύστερα από αίτηση ή και αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 217/92 ΕλλΔνη 36,58, ΕφΠειρ 108/97 ΕλλΔνη 38,1622) και αν πρόκειται για αναρμοδιότητα, διατάσσεται η παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο (ΕφΠειρ 322/2004 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 632 § 1 εδ. α' ΚΠολΔ, ο οφειλέτης κατά του οποίου στρέφεται η διαταγή πληρωμής έχει το δικαίωμα μέσα σε δέκα πέντε (15) εργάσιμες ημέρες από την επίδοση της να ασκήσει ανακοπή, η οποία απευθύνεται στο δικαστήριο, το οποίο είναι καθ' ύλην αρμόδιο. Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 933 § 1 ΚΠολΔ αντιρρήσεις εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και κάθε δανειστή του που έχει έννομο συμφέρον, οι οποίες αφορούν την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ή την απαίτηση, ασκούνται μόνο με ανακοπή που εισάγεται στο ειρηνοδικείο, αν ο εκτελεστός τίτλος στον οποίο βασίζεται η εκτέλεση είναι απόφαση του ειρηνοδικείου, και στο μονομελές πρωτοδικείο σε κάθε άλλη περίπτωση. Από την ανωτέρω διάταξη με την οποία ρυθμίζεται η για την εκδίκαση της ανακοπής καθ' ύλην αρμοδιότητα του δικαστηρίου με κριτήριο τον εκτελεστό τίτλο, κατά παρέκκλιση από τις γενικές διατάξεις για την καθ' ύλην αρμοδιότητα (άρθρα 12 επ.) του ΚΠολΔ και του προϊσχύσαντος δικαίου, το οποίο ελάμβανε υπόψη ως κριτήριο την αρμοδιότητα για την απαίτηση, ορίζεται αρμόδιο για την εκδίκαση της ανακοπής κατά της εκτέλεσης, το ειρηνοδικείο όταν ο εκτελεστός τίτλος στηρίζεται σε απόφαση αυτού και το μονομελές πρωτοδικείο σε κάθε άλλη, περίπτωση. Από τη διατύπωση της διάταξης αυτής προκύπτει σαφώς ότι σε καμία περίπτωση η ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ δεν είναι δυνατόν να εισαχθεί προς εκδίκαση ενώπιον του πολυμελούς πρωτοδικείου (ΑΠ 329/1972, ΝοΒ 20.1060, βλ. Β.Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική - Νομολογιακή Ανάλυση κατ' άρθρο, άρθρο 933, § 61, σελ. 393). Επομένως, σε περίπτωση που έχει σωρευθεί στην ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ για την εκδίκαση της οποίας καθ' ύλην αρμόδιο δικαστήριο είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο και ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ με αντιρρήσεις κατά των πράξεων της εκτέλεσης, για την εκδίκαση της οποίας καθ' ύλη αρμόδιο δικαστήριο είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο, τότε το Πολυμελές Πρωτοδικείο ως αναρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της τελευταίας, χωρίζει τις σωρευθείσες ανακοπές και παραπέμπει την ανακοπή κατά των πράξεων της εκτέλεσης (933 ΚΠολΔ) στο αρμόδιο Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 46 ΚΠολΔ (ΕφΑθ 131/2008, ΕλλΔνη 2009, 853). Στην προκείμενη περίπτωση, κατ΄εκτίμηση του δικογράφου της ανακοπής, με την οποία το ανακόπτον ζητεί να ακυρωθεί η υπ΄αριθμ. 26377/09 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε για απαίτηση της καθ'ης, ύψους 191.304,38 ευρώ, που πηγάζει από σύμβαση δημοσίου δικαίου, απορρέουσα από συνολικά 49 τιμολόγια πώλησης, που αφορούν την προμήθεια διαφόρων προϊόντων φαρμακευτικού υλικού, κατά το χρονικό διάστημα από 6-7-2007 έως 31-12-2008, καθώς και το πρώτο εκτελεστό αυτής απόγραφο, προκύπτει ότι το ανακόπτον επιχειρεί να σωρεύσει στο ίδιο δικόγραφο ανακοπή του άρθρου 632 του ΚΠολΔ κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής, καθώς και ανακοπή κατά της επιταγής προς πληρωμή που συντάχθηκε κάτω από αντίγραφο του απογράφου της παραπάνω διαταγής πληρωμής, του άρθρου 933 του ΚΠολΔ. Π., όμως, το αίτημα της ανακοπής να ακυρωθεί το πρώτο εκτελεστό αυτής απόγραφο, δεν συνέχεται με τους λόγους της ανακοπής και επομένως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, πρόκειται για ανακοπή του άρθρου 632 του ΚΠολΔ, ώστε να μη συντρέχει περίπτωση, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, να διαταχθεί ο χωρισμός και η παραπομπή στο αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο του αιτήματος της ακύρωσης της επιταγής προς πληρωμή που συντάχθηκε κάτω από αντίγραφο του απογράφου της υπ΄αριθμ. 26377/09 διαταγής πληρωμής. Περαιτέρω, η κρινόμενη ανακοπή του άρθρου 632 του ΚΠολΔ, ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, μέσα στην οριζόμενη από το νόμο προθεσμία των δεκαπέντε εργασίμων ημερών από την επίδοση της διαταγής πληρωμής στο ανακόπτον ΝΠΔΔ, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 632&1εδ.α', 633&2, 585&1 και 215&1 ΚΠολΔ (βλ.την από 14-9-2009 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Δ. Μ. επί του αντιγράφου της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και την υπ'αριθ. 423/30-9-2009 έκθεση επίδοσης της ανακοπής στην καθ'ης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Μιχαήλ Γοριδάρη). Αρμόδια δε, φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό (άρθ. 584, 632&1,3, 18 σε συνδυασμό με το άρθ. 14&2 ΚΠολΔ), κατά την τακτική διαδικασία, με την οποία δικάζεται και η διαφορά από την απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Επίσης νόμιμα και εμπρόθεσμα έχει ασκηθεί και ο πρόσθετος λόγος επί της ανακοπής, σύμφωνα με το άρθρο 585&2 του ΚΠολΔ (βλ. την υπ'αριθ. 1897/20-1-2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Μιχαήλ Γοριδάρη). Πρέπει, συνεπώς, η ανακοπή και ο πρόσθετος λόγος της να γίνουν τυπικά δεκτοί και να ερευνηθεί περαιτέρω, αν οι λόγοι της ανακοπής και ο πρόσθετος λόγος επί αυτής είναι νόμιμοι και βάσιμοι (633&1 ΚΠολΔ), ενόψει και του ότι δεν απαιτείται η τήρηση της προβλεπόμενης από τις διατάξεις του άρθρου 214Α του Κ.Πολ.Δ. διαδικασίας απόπειρας εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς, καθώς αυτή δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής επί υποθέσεων του Δημοσίου και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις του άρθρ. 2 περ. η' του Π.Δ. 286/1996, Οργανισμός του Ν.Σ.Κ. σε συνδυασμό με το άρθρο 28 παρ. 4 ν.2579/1998, που διέπουν το συμβιβασμό του Δημοσίου και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου σε διαφορές με αυτό. Κατά τη διάταξη του άρθρου 94 του ισχύοντος Συντάγματος, στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως ο νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού (παρ.1). Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως ο νόμος ορίζει (παρ.2). Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήριο (παρ.3). Στα πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια μπορεί να ανατεθεί και κάθε άλλη αρμοδιότητα διοικητικής φύσεως, όπως ο νόμος ορίζει. Στις αρμοδιότητες αυτές περιλαμβάνεται και η λήψη μέτρων για τη συμμόρφωση της διοίκησης με τις δικαστικές αποφάσεις. Οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως ο νόμος ορίζει (παρ.4). Στην έννοια των δικαστικών αποφάσεων του ως άνω άρθρου 94 παρ.4 του Συντάγματος νοούνται όχι μόνο οι υπό στενή έννοια δικαστικές αποφάσεις, αλλά και οι εξομοιούμενες λειτουργικά με αυτές, αφού υπό προϋποθέσεις (άρθρ. 633 παρ.2) οι διαταγές πληρωμής μπορεί να αποκτήσουν ισχύ δεδικασμένου. Σε εκτέλεση του άρθρου 94 παρ.4 του Συντάγματος εκδόθηκε ο ν. 3068/2002, στο άρθρο 1 του οποίου ορίζεται ότι το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει. Με το άρθρο 20 ν. 3301/2004 προστέθηκε τελευταίο εδάφιο στο άρθρο 1 του ως άνω νόμου, σύμφωνα με το οποίο, δεν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του παρόντος και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ-ζ της παρ.2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι διαταγές πληρωμής), πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων. Η νομοθετική όμως αυτή ρύθμιση που απαγορεύει την εκτέλεση διαταγής πληρωμής σε βάρος του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ., αντίκειται στις διατάξεις του παραπάνω άρθρου 94 παρ.4 του Συντάγματος, καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ.1, 95 παρ.5 αυτού σε συνδυασμό με τα άρθρα 6 παρ.1, 13 ΕΣΔΑ και 1Α' Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (ΑΠ2347/09 Ν.58.1172, ΕΑ 1837/2007 Ν. 2007/1143, ΕΑ 4486/2006 Ν. 2007/679, βλ.Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ Σ. τόμος έκδ. 2006, άρθρ. 904 αρ.6). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της ανακοπής του, το ανακόπτον, ζητεί να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής για το λόγο ότι κατά την έννοια του άρθρων 1 του ν.3068/2002 και 20 του ν.3301/2004, η διαταγή πληρωμής δεν αποτελεί δικαστική απόφαση και δεν παρέχεται η δυνατότητα υλοποιήσεως των διαταγών πληρωμής με εκτέλεση κατά των ΝΠΔΔ, καθώς το ίδιο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7παρ.1 του ν.3329/2005, αποτελεί ΝΠΔΔ. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι μη νόμιμος και πρέπει να απορριφθεί, καθώς, σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής εκτελείται κατά του ανακόπτοντος Ν.Π.Δ.Δ. Η ακυρότητα μιας διαταγής πληρωμής θεμελιώνεται στην έλλειψη νόμιμης προϋπόθεσης αναφορικά με την έκδοσή της. Η (ελλείπουσα) νόμιμη προϋπόθεση αφορά στη φύση της χρηματικής απαιτήσεως για την οποία ζητείται η διαταγή πληρωμής, διότι, κατά την ορθή έννοια του άρθρου 623 ΚΠολΔ, διαταγή πληρωμής δεν μπορεί να ζητηθεί για κάθε φύσεως χρηματική απαίτηση, αλλά για εκείνες μόνον τις χρηματικές απαιτήσεις που ο νόμος επιτρέπει. Οι δε χρηματικές απαιτήσεις, που νομικό και ιστορικό θεμέλιο έχουν (γνήσια) διοικητική σύμβαση, δεν περιλαμβάνονται μεταξύ αυτών. Συγκεκριμένα, για την έκδοση διαταγής πληρωμής ο ΚΠολΔ τάσσει ορισμένες θετικές και αρνητικές προϋποθέσεις, από τις οποίες οι πρώτες διατυπώνονται στο άρθρο 624. Η αναφορά όμως αυτών των προϋποθέσεων δεν είναι εξαντλητική, διότι, παράλληλα με τυχόν αλλά απαράδεκτα που προβλέπονται σε γενικές ή ειδικότερες διατάξεις, η φύση των χρηματικών απαιτήσεων, για τις οποίες μπορεί να εκδοθεί διαταγή πληρωμής, οριοθετείται συμπληρωματικά αλλά καθοριστικά (και) από το άρθρο 632. Το άρθρο αυτό προβλέπει τη δυνατότητα προσβολής της διαταγής πληρωμής με ανακοπή ενώπιον του υλικά αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου. Αυτό άλλωστε είναι αναγκαίο για να ικανοποιηθεί η συνταγματική επιταγή για παροχή έννομης προστασίας (άρθρο 20 Συντάγματος) και η επιταγή του άρθρου 6 παρ. 1 Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα δικαιώματα του ανθρώπου, αφού ο οφειλέτης δεν ακούσθηκε κατά τη διαδικασία εκδόσεως της διαταγής πληρωμής. Ρητά άλλωστε το άρθρο 630 περ. 3 επιβάλλει να αναγράφεται σχετική υπόμνηση στη διαταγή πληρωμής. Από το συνδυασμό, λοιπόν, των άρθρων 623, 630 περ. 3 και 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι απαραίτητη προϋπόθεση για να εκδοθεί διαταγή πληρωμής για μια χρηματική απαίτηση είναι (μεταξύ άλλων και) η δυνατότητα του οφειλέτη να ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής ενώπιον του αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου. Ο νομοθέτης του ΚΠολΔ, χορηγώντας στο δικαστή της πολιτικής δικαιοσύνης την εξουσία να εκδίδει, χωρίς προηγούμενη ακρόαση, διαταγή πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις, ήθελε να περιορίσει την εξουσία του αυτή μόνον σ` εκείνες τις απαιτήσεις για τις οποίες το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο θα είχε δικαιοδοσία να εξετάσει -μετά από ανακοπή- την ουσία της διαφοράς. Έτσι ο νομοθέτης, θεσμοθετώντας τη διαταγή πληρωμής, είχε ασφαλώς κατά νου τις χρηματικές απαιτήσεις του κύκλου δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων. Η πολιτική δικονομία άλλωστε αναφέρεται σε διαφορές που υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Γι` αυτό και προέβλεπε ρητά ότι η ανακοπή θα ασκούνταν ενώπιόν τους. Με τον τρόπο αυτόν έμμεσα αλλά με σαφήνεια οριοθέτησε τις χρηματικές απαιτήσεις, για τις οποίες θα μπορούσε να εκδοθεί διαταγή πληρωμής, με βασικό και πρώτιστο κριτήριο τα όρια δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων. Ακολούθως έθεσε και άλλους περιορισμούς, όπως λ.χ. την απόδειξή τους με έγγραφο, τη μη εξάρτησή τους από αίρεση κ.λ.π. Επειδή όμως ανακοπή δεν μπορεί να ασκηθεί για χρηματική απαίτηση από γνήσια σύμβαση διοικητικού δικαίου ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, δεδομένου ότι η εκδίκαση τέτοιων διαφορών υπάγεται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, a contrario, συνάγεται ότι είναι αδύνατη κατά νόμον και η έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση τέτοια χρηματική απαίτηση. Όταν λοιπόν φέρεται ενώπιον του αρμοδίου δικαστή αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση χρηματική απαίτηση για την οποία δεν μπορεί, για έλλειψη δικαιοδοσίας ή για άλλο λόγο, να ασκηθεί ανακοπή ενώπιον του αρμοδίου υλικά πολιτικού δικαστηρίου, οφείλει κατ` εφαρμογή του άρθρου 628 περ. α΄ ΚΠολΔ να απορρίψει την αίτηση, διότι δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοση διαταγής πληρωμής (βλ. Γ. Αποστολάκη, Διαταγή πληρωμής για χρηματική απαίτηση από (γνήσια) διοικητική σύμβαση Αρμ 2001.1317). Η δυνατότητα, επομένως, που παρέχει ο ΚΠολΔ για την έκδοση διαταγής πληρωμής αφορά αποκλειστικά εκείνες μόνο τις χρηματικές απαιτήσεις των οποίων μπορεί να εξασφαλισθεί η (κατόπιν ανακοπής των άρθρων 632 ή 633 ΚΠολΔ) δικαστική διάγνωση με ισχύ δεδικασμένου από το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο. (ΕφΠατρ 286/2007 Αρμ 2008.85, ΕφΑθ 132/2005 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘρ 105/2005 Αρμ 2005.1757). Περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 94 παρ.1 και 95 παρ.1 του Συντάγματος και 1 παρ.2 εδ.ι του ν. 1406/1983 (182Α) η σύμβαση είναι διοικητική εάν: α) το ένα τουλάχιστον συμβαλλόμενο μέρος είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή ΝΠΔΔ, β) με τη σύναψη της συμβάσεως επιδιώκεται η ικανοποίηση δημοσίου σκοπού και γ) το Ελληνικό Δημόσιο ή το ΝΠΔΔ είτε βάσει των κανονιστικών ρυθμίσεων, που διέπουν τη σύμβαση είτε βάσει ρητρών, που αποκλίνουν του κοινού δικαίου, βρίσκεται σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλομένου, ήτοι σε θέση μη προσιδιάζουσα στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό, με τη δυνατότητα μονομερούς επεμβάσεως στο συμβατικό δεσμό, με άσκηση ελέγχου και επιβολή κυρώσεων (ΑΕΔ 3/1999). Στο πλαίσιο αυτό, από τις διατάξεις του ν 2286/1995 « Προμήθειες του δημοσίου τομέα και ρυθμίσεις συναφών θεμάτων» (ΦΕΚ Α΄199) και του π.δ.60/2007 «Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών» (ΦΕΚ Α΄64/16-3-07), συνάγεται ότι με αυτές θεσπίζεται ιδιαίτερο νομικό καθεστώς υπέρ του δημοσίου, στο πλαίσιο του οποίου αυτό κατέχει υπερέχουσα θέση έναντι των αντισυμβαλλομένων του, δικαιούμενο να επεμβαίνει μονομερώς στο συμβατικό δεσμό. Εξάλλου, στο άρθρο 22 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας ορίζεται ότι: «η διοικητική σύμβαση υποβάλλεται στον έγγραφο τύπο, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Για την κατάρτιση της η πρόταση και αποδοχή είναι δυνατόν να γίνονται με χωριστά έγγραφα». Επομένως, συμβάσεις που συνάπτονται από ΝΠΔΔ, κατά τη νομοθεσία περί προμηθειών του δημοσίου, με αντικείμενο την άσκηση δημόσιας υπηρεσίας υπό λειτουργική έννοια, δηλαδή αφορούν σε δραστηριότητα με αντικείμενο την παροχή αγαθών ή υπηρεσιών προς τους διοικουμένους, για την ικανοποίηση βασικών αναγκών τους, όπως για παράδειγμα η προμήθεια ιατροφαρμακευτικών ειδών από τα δημόσια νοσοκομεία, που αποσκοπούν στην επίτευξη δημόσιου σκοπού και δη, τη δημόσια υγεία, με την άμεση παροχή υπηρεσιών προς τους ασθενείς διοικουμένους, φέρουν το χαρακτήρα διοικητικής συμβάσεως και οι εξ αυτών διαφορές επιλύονται από το αρμόδιο διοικητικό εφετείο (ΕπΑνΣτΕ 44/2002 αδημ. Βλ. Σπηλιωτόπουλο Εγχειρίδιο Διοικητικού δικαίου έκδ. 2001, σελ.197 επ), ενώ, αντιθέτως, συμβάσεις με αντικείμενο την πώληση φαρμακευτικών προϊόντων σε νοσοκομεία και άλλες μονάδες του ΕΣΥ, εφόσον δεν υποβλήθηκαν στον έγγραφο τύπο και δεν τελούν, όσον αφορά τη σύναψη και εκτέλεση αυτών υπό νομικό καθεστώς που να εξασφαλίζει στο αντισυμβαλλόμενο ΝΠΔΔ την άσκηση δημόσιας εξουσίας, κυρίως με την παροχή σε αυτό από τη σχετική νομοθεσία ή τους όρους της σύμβασης της δυνατότητας να επεμβαίνει μονομερώς σε αυτή και να επιβάλει κυρώσεις, αποτελούν, παρά τον εξυπηρετούμενο με αυτές δημόσιο σκοπό, συνιστάμενο στην παροχή ιατρικής περίθαλψης προς τους πολίτες, συμβάσεις πώλησης διεπόμενες από τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου (άρθρ. 513 επ. ΑΚ) και ως εκ τούτου, η εκδίκαση των διαφορών που γεννώνται κατά την εκτέλεσή τους υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΔιοικΕφΑθ 1694/2007, 2842/2007, ΔιοικΕφΠειρ 2191 / 2007 αδημ). Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της ανακοπής του, το ανακόπτον ζητεί να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, για το λόγο ότι εκδόθηκε χωρίς να συντρέχει ουσιώδης δικονομική προϋπόθεση και δη εκδόθηκε για χρηματική απαίτηση προερχόμενη από συμβάσεις πώλησης οι οποίες έχουν το χαρακτήρα διοικητικών συμβάσεων, που υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών δικαστηρίων και όχι των πολιτικών δικαστηρίων, ώστε να είναι δυνατή η έκδοση διαταγής πληρωμής και η προσβολή αυτής με ανακοπή ενώπιον του αρμόδιου πολιτικού δικαστηρίου. Επί του λόγου αυτού λεκτέα τα ακόλουθα: Από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Μετά την από 8-7-2009 αίτηση της καθ' ης εκδόθηκε από τη Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης η υπ' αριθμ. 26377/2009 ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής σε βάρος του ανακόπτοντος, δυνάμει της οποίας το τελευταίο υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ' ης το συνολικό ποσό των 191.304,38 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της προθεσμίας που τάχθηκε για την εξόφληση του κάθε τιμολογίου. Η ως άνω διαταγή πληρωμής εκδόθηκε με βάση τα αναφερόμενα σ' αυτήν 49 τιμολόγια και δελτία αποστολής και το ως άνω ποσόν των 191.304,38 ευρώ, αποτελεί το οφειλόμενο τίμημα από διαδοχικές συμβάσεις πώλησης εκτελεστέες σταδιακά, κατά το χρονικό διάστημα από 6-7-2007 έως 4-12-2008, που καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων μερών, ήτοι του ανακόπτοντος δημοσίου νοσοκομείου, που αποτελεί νπδδ και της καθ' ης-προμηθεύτριας εταιρίας, η οποία έχει ως αντικείμενο την παραγωγή, εισαγωγή, πώληση, διανομή και εμπορία φαρμακευτικών προϊόντων, στα πλαίσια των οποίων (συμβάσεων) πώλησε και παρέδωσε στο ανακόπτον προϊόντα εμπορίας της και συγκεκριμένα φαρμακευτικά προϊόντα, κατόπιν απευθείας παραγγελιών του ανακόπτοντος, χωρίς να μεσολαβήσει μεταξύ αυτών η κατάρτιση συμβάσεως κατά τις διατάξεις περί προμηθειών του Δημοσίου. Ειδικότερα, οι συμβάσεις αυτές δεν υποβλήθηκαν σε έγγραφο τύπο και δεν τελούσαν, όσον αφορά τη σύναψη και εκτέλεση αυτών υπό νομικό καθεστώς που να εξασφαλίζει στο ανακόπτον ΝΠΔΔ την άσκηση δημόσιας εξουσίας, κυρίως με την παροχή σε αυτό από τη σχετική νομοθεσία ή τους όρους της σύμβασης της δυνατότητας να επεμβαίνει μονομερώς σε αυτή και να επιβάλει κυρώσεις. Επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη και ο δεύτερος λόγος της ανακοπής τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος, διότι, κατά τα προαναφερόμενα, δεν καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων διοικητική σύμβαση, λόγω μη συνάψεως συμβάσεως προμήθειας κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις περί προμηθειών του δημοσίου, αλλά οι γενόμενες πωλήσεις φαρμάκων έγιναν με απευθείας τηλεφωνικές παραγγελίες κι ως εκ τούτου πρόκειται για συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου, η ένδικη δε διαφορά που γεννάται από την εκτέλεση αυτών υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και συνακόλουθα για την επίδικη απαίτηση ήταν δυνατή η έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, κατά τα άρθρα 624 έως 634 ΚΠολΔ, διότι είναι μεταξύ εκείνων των απαιτήσεων τις οποίες ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας επιτρέπει την έκδοση διαταγής πληρωμής, καθώς και η άσκηση ανακοπής κατά αυτής ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (ΟλΑΠ 17/1995, ΕλλΔικ 36, 1531). Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από την συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του. Απαιτείται, ακόμη, οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ' αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαίτερα επαχθείς για τον υπόχρεο συνέπειες, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου (ΑΠ 321/2002, ΕλλΔικ 44.143, ΑΠ 1305/2002 ΕλλΔικ 44.1306, ΑΠ 1129/2002, ΕλλΔικ 45.424, ΕφΠειρ 878/2004 ΠειρΝομολ 2004.400). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της ανακοπής το ανακόπτον, προβάλλει τον ισχυρισμό περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της καθής να αξιώσει την απαίτησή της με την έκδοση της ένδικης διαταγής πληρωμής, για το λόγο ότι δεν είναι δυνατή η θεώρηση του σχετικού χρηματικού εντάλματος από το Ελεγκτικό Συνέδριο, διότι οι διαταγές πληρωμής, ως εκτελεστοί τίτλοι δεν εμπίπτουν στην έννοια των δικαστικών αποφάσεων του άρθρου 1 του ν.3068/2002, γεγονός που γνώριζε η καθ΄ης. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι νόμω αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, διότι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στον πρώτο λόγο ανακοπής, η καθ΄ης δικαιούται να διεκδικήσει την ικανοποίηση της αξίωσής της με την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, της οποίας είναι δυνατή η έκδοση κατά του ανακόπτοντος Ν.Π.Δ.Δ., υπό τις εκεί αναφερόμενες προϋποθέσεις. Το π.δ. 166/2003 «Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2000/35 της 29.6.2000 για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές» (ΦΕΚ 138 Α΄) ορίζει στο άρθρο 2 ότι: «Οι διατάξεις του διατάγματος αυτού εφαρμόζονται στις πληρωμές που έχουν χαρακτήρα αμοιβής από εμπορική συναλλαγή», στο άρθρο 3 ότι: «Κατά την έννοια του διατάγματος αυτού: 1. Εμπορική συναλλαγή, είναι κάθε συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιων αρχών, η οποία συνεπάγεται την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής. α. Δημόσια αρχή είναι κάθε αναθέτουσα αρχή ή φορέας, όπως ορίζεται στα προεδρικά διατάγματα για τις δημόσιες συμβάσεις προμηθειών (Π.Δ. 370/1995, ΦΕΚ Α΄ 199), υπηρεσιών (Π.Δ. 346/1998, ΦΕΚ Α΄ 230) εξαιρούμενων τομέων (Π.Δ. 57/2000, ΦΕΚ Α΄ 45) και Δημοσίων έργων (Π.Δ. 334/2000, ΦΕΚ Α΄ 279), όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν. β. Επιχείρηση είναι κάθε οργάνωση, η οποία ενεργεί στα πλαίσια ανεξάρτητης οικονομικής ή επαγγελματικής της δραστηριότητας, ακόμη και αν η δραστηριότητα αυτή ασκείται από ένα και μόνο πρόσωπο. 2. Καθυστέρηση πληρωμής είναι η μη τήρηση της συμβατικής ή νόμιμης προθεσμίας πληρωμής. 4. Εκτελεστός τίτλος είναι κάθε απόφαση, διάταξη ή διαταγή πληρωμής, εκδιδόμενη από δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή, η οποία, επιβάλλει την υποχρέωση για καταβολή, και παρέχει τη δυνατότητα στο δανειστή να επιτύχει την είσπραξη της απαίτησής του από τον οφειλέτη με αναγκαστική εκτέλεση» και στο άρθρο 4 ότι: «1. Τόκος υπερημερίας οφείλεται από την ημέρα που ακολουθεί την ημερομηνία πληρωμής ή το τέλος της περιόδου πληρωμής που ορίζει η σύμβαση. 2. Εάν δεν συμφωνήθηκε ορισμένη ημέρα ή προθεσμία πληρωμής της αμοιβής, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος, χωρίς να απαιτείται όχληση, και οφείλει τόκους: α. Εάν παρέλαβε το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο μέχρι το χρόνο της παραλαβής των αγαθών ή της παροχής των υπηρεσιών ή αν δεν παρέλαβε ή δεν είναι βέβαιο πότε παρέλαβε τέτοιο έγγραφο, μόλις περάσουν 30 ημέρες από την παραλαβή των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών. β. Εάν από το νόμο ή τη σύμβαση προβλέπεται διαδικασία αποδοχής ή ελέγχου για την επαλήθευση της αντιστοιχίας συμφωνημένων και παραλαμβανομένων αγαθών ή υπηρεσιών, μόλις περάσουν 30 ημέρες από την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής ή ελέγχου, εφόσον παρέλαβε το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο μέχρι την ολοκλήρωση της εν λόγω διαδικασίας. γ. Εάν η παραλαβή των αγαθών ή η παροχή των υπηρεσιών ή η διαδικασία αποδοχής ή ελέγχου έχει προηγηθεί, μόλις περάσουν 30 ημέρες από το χρόνο παραλαβής του τιμολογίου ή άλλου ισοδύναμου για πληρωμή εγγράφου. δ. Στις συμβάσεις μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών της παραγράφου 1 α του άρθρου 3 του παρόντος, η προθεσμία καταβολής τόκων σε κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις, ορίζεται αποκλειστικώς σε 60 ημέρες. 3. Ο δανειστής δικαιούται τόκους, εφόσον α) έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νόμιμες υποχρεώσεις του και β) δεν έχει εισπράξει εγκαίρως το οφειλόμενο ποσό, εκτός, εάν δεν υπάρχει ευθύνη του οφειλέτη για την καθυστέρηση». Εξάλλου, το ν.δ. 496/1974 «Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου» (ΦΕΚ 204 Α΄) ορίζει, στην παράγρ. 2 του άρθρου 7, ότι: «ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος κάθε οφειλής του νομικού προσώπου ανέρχεται σε 6% ετησίως, πλην εάν άλλως ορίζεται δια συμβάσεως ή ειδικού νόμου και άρχεται από επιδόσεως της αγωγής». Το προαναφερθέν δε π.δ. 166/2003 εκδόθηκε με σκοπό την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2000/35/ΕΚ, που στόχευε στην καταπολέμηση, σε κοινοτικό επίπεδο και με ενιαίο τρόπο, των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά, προς διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της, των συνθηκών ανάπτυξης υγιούς ανταγωνισμού και της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων. Επομένως, οι διατάξεις του εν λόγω π.δ/τος που αποτελούν μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη των διατάξεων της ως άνω Οδηγίας, κατισχύουν κάθε αντίθετης διατάξεως της εσωτερικής νομοθεσίας. Ειδικότερα, ως προς την επιβολή τόκου υπερημερίας εις βάρος δημοσίων αρχών, λόγω των εκ μέρους των καθυστερήσεων πληρωμών σε εμπορικές συναλλαγές μεταξύ αυτών και των επιχειρήσεων/δανειστών τους, οι διατάξεις του ως άνω π.δ/τος είναι αποκλειστικά εφαρμοστέες ως νεότερες και ειδικότερες έναντι της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 7 του ν.δ/τος 496/1974, που αναφέρεται στο ζήτημα της επιβολής τόσο του νόμιμου όσο και του τόκου υπερημερίας γενικώς για κάθε οφειλή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Περαιτέρω, η αναθέτουσα δημόσια αρχή οφείλει τόκους από την επόμενη της συμφωνηθείσας ημερομηνίας ή προθεσμίας πληρωμής, άλλως, εάν δεν υπάρχει τέτοια συμφωνία, καθίσταται αυτομάτως υπερήμερη και οφείλει τόκους, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη όχληση του δανειστή, μόλις περάσουν 60 ημέρες από τα χρονικά σημεία που αναφέρονται στις προπαρατεθείσες περιπτ. α΄, β΄ και γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 4 του π.δ/τος 166/2003 (ΕλΣυν 53/09 ΔΣΑ, Πρακτικά 40ης Συν./22.12.2008 IV Τμ. Ελ. Συν, ΔιοικΕφ Αθ1225/10 ΔΣΑ, ΔιοικΕφΑθ 639/10, 640/10 ΔΣΑ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9παρ.2 του π.δ. 108/93 «Συγκρότηση, Οργάνωση και Λειτουργία Νοσοκομειακού Φαρμακείου»: «Οι προμήθειες του Φαρμακευτικού και Λοιπού Υλικού γίνονται με γραπτές ή τηλεφωνικές παραγγελίες, σύμφωνα με τη συνταγογραφία και τις ανάγκες του νοσοκομείου και με τις ισχύουσες διατάξεις περί Κρατικών Προμηθειών, οι δε παραλαβές γίνονται από την Τριμελή Επιτροπή, η οποία συγκροτείται σύμφωνα με το εδάφιο γ της παραγρ.2 του άρθρου 10 του παρόντος π.δ., η οποία συντάσσει το Πρωτόκολλο Παραλαβής και Δελτίο Εισαγωγής όπως προβλέπεται από τους Οικονομικούς και Διαχειριστικούς Κανόνες των Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων», ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10παρ.2εδ.γ΄του ίδιου π.δ.: «Η Τριμελής Επιτροπή Παραλαβής συγκροτείται από το φαρμακοποιό που ορίσθηκε υπεύθυνος παρακολουθήσεως των διαχειριστικών βιβλίων, ένα βοηθό φαρμακείου και ένα διοικητικό υπάλληλο με τους αναπληρωτές τους». Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής, το ανακόπτον ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, κατά το μέρος που ζητήθηκε η επιδίκαση τόκων υπερημερίας από την επομένη της δήλης ημέρας πληρωμής κάθε τιμολογίου, διότι κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 4 του π.δ.166/2003, 9παρ.2 και 10παρ.2περ.γ του π.δ.108/93, από κανένα από τα προσκομισθέντα έγγραφα δεν προκύπτουν οι ημερομηνίες ολοκλήρωσης της διαδικασίας αποδοχής και ελέγχου των πωληθέντων σ΄αυτό ειδών, που προβλέπεται από τις ως άνω διατάξεις και συνεπώς ο χρόνος έναρξης τοκοφορίας της κατ΄αυτού απαίτησης. Όπως προκύπτει από τα προσκομισθέντα από την καθ΄ης τιμολόγια πώλησης προς το ανακόπτον, υφίσταται ρητή αναγραφή «επί πιστώσει μετρητά εντός 60 ημερών», γεγονός εξάλλου το οποίο δεν αμφισβητεί το ανακόπτον, αλλά αντίθετα συνομολογεί, περιοριζόμενο στην επίκληση των διατάξεων του άρθρου 4 του π.δ.166/03 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 9παρ.2 και 10παρ.2περ.γ του π.δ.108/93. Επομένως, ο τέταρτος λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος, καθόσον, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προπαρατεθείσα μείζονα σκέψη, ο υπολογισμός των τόκων έγινε νομίμως βάσει των διατάξεων του π.δ/τος 166/2003, δεδομένου ότι ρητά προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 4παρ.2δ του ως άνω π.δ. ο χρόνος τοκοφορίας του κάθε επιμέρους τιμολογίου, ο οποίος είναι και ο συμφωνημένος μεταξύ των διαδίκων χρόνος τοκοφορίας των 60 ημερών, η λειτουργία δε της επιτροπής παραλαβής των νοσοκομειακών φαρμακείων, που περιγράφεται στο άρθρο 9παρ.2 του π.δ.108/93 αφορά καθαρά εσωτερικές διαδικασίες του Νοσοκομείου και εξασφαλίζει άλλους σκοπούς και όχι την βεβαίωση της παραλαβής των πιο πάνω φαρμάκων, την οποία άλλωστε δεν αμφισβητεί το ανακόπτον, το δε ληξιπρόθεσμο και απαιτητό των αξιώσεων του πωλητή (καθ΄ης η ανακοπή), οι οποίες προκύπτουν από πωλήσεις ιδιωτικού δικαίου φαρμακευτικού κ.λ.π. υλικού προς δημόσιο νοσοκομείο (ανακόπτον), δεν εξαρτώνται (με οποιοδήποτε νόμιμο τρόπο) από τη σύνταξη πρωτοκόλλου παραλαβής, με τον τρόπο που περιγράφεται στις ως άνω διατάξεις. Η αντίθετη εκδοχή, την οποία αβάσιμα υποστηρίζει το ανακόπτον, πέραν του ότι δεν προβλέπεται σε καμία διάταξη νόμου, δεν μπορεί να ισχύσει σε ιδιωτικού δικαίου συμβάσεις, διότι, αν ίσχυε, θα ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά χρηστά ήθη (άρθρ.288 ΑΚ), καθότι από άσχετες με τον πωλητή διατυπώσεις, η τήρηση των οποίων δεν αφορά τις συναλλαγές, αλλά εξυπηρετεί μόνο εσωτερικούς (δημοσιονομικούς) σκοπούς του Ελληνικού Δημοσίου και εν τέλει εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τη βούληση του αγοραστή Νοσοκομείου (δηλ. από την τυπική παραλαβή του πωληθέντος υλικού με τη διαδικασία που περιγράφεται στις ως άνω διατάξεις), θα καθοριζόταν αν αυτός τελικά οφείλει να καταβάλει στον πωλητή το τίμημα για το αντικείμενο της πώλησης που ουσιαστικά παρέλαβε (ΠολΠρΚαβ241, 242/2010 αδημ.). Κατά το άρθρο 624παρ.1 του ΚΠολΔ, η έκδοση διαταγής πληρωμής μπορεί να ζητηθεί μόνο αν η απαίτηση δεν εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και το ποσό χρημάτων ή χρεογράφων που οφείλεται είναι ορισμένο, δηλαδή εκκαθαρισμένο (ΑΠ 294/03 Νόμος). Εκκαθαρισμένη είναι η απαίτηση όταν από τον εκτελεστό τίτλο προκύπτει το ποσό και το ποιόν της οφειλόμενης παροχής, βέβαιη δε όταν δεν τελεί υπό αναβλητική αίρεση, όρο ή προθεσμία (ΕφΘεσ 244/1992 ΕλλΔνη 3.1280, ΕφΑθ 2535/1998 ΕλλΔνη 40.384). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο της ανακοπής, το ανακόπτον ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, για το λόγο ότι η καθ΄ης παράνομα και καταχρηστικά προέβη στην έκδοσή της, καθώς, ενώ ήδη με το αποσταλέν στο Λογιστήριο του ανακόπτοντος από τον Ιούνιο του έτους 2009 έγγραφό της είχε εκδηλώσει την σαφή πρόθεσή της να περιληφθεί στα διαδικασία ρύθμισης των επίδικων τιμολογίων που προβλέπεται στην υπ΄αριθμ.πρωτ. 676/2-4-2009 εγκύκλιο του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, δημιουργώντας στο ανακόπτον την πεποίθηση ότι μετέχει στη διαδικασία αυτή και ενώ αυτό προέβαινε στις νόμιμες ενέργειες εκκαθάρισης των απαιτήσεων και ελέγχων νομιμότητας, η καθ΄ης εντελώς αδικαιολόγητα και καταχρηστικά, εντός ελαχίστου χρονικού διαστήματος από την εκδήλωση της βούλησής της με την προσκόμιση των απαιτουμένων δικαιολογητικών στο ανακόπτον για την υπαγωγή της στο καθεστώς ρύθμισης, εξέδωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Επίσης, ισχυρίζεται και ότι η απαίτηση βάσει της οποίας εκδόθηκε η τελευταία δεν είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη, αφού μετά την υπαγωγή της καθ΄ης στο καθεστώς ρύθμισης, το ανακόπτον οφείλει να προβεί σε έλεγχο νομιμότητας της πληρωμής, αποστέλλοντας τα σχετικά έγγραφα προς έλεγχο στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Όπως προκύπτει από την υπ΄ αριθμ πρωτ. ΓΓ 676/2-4-2009 εγκύκλιο του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με αντικείμενο τη ρύθμιση από το Ελληνικό δημόσιο των οφειλών των νοσοκομείων του Ε.Σ.Υ. προς τους προμηθευτές τους, προβλέφθηκε ειδική διαδικασία ρύθμισης των οφειλών που είχαν δημιουργηθεί μέχρι την 31-12-2008 και ειδικότερα ότι: « ως προϋπόθεση για τη ρύθμιση των οφειλών των νοσοκομείων μέχρι την 30-6-2007 έχει τεθεί η υπογραφή από το Νοσοκομείο και τον Προμηθευτή μίας σύμβασης, στην οποία θα επιβεβαιώνεται και από τις δύο πλευρές ο ακριβής αριθμός των τιμολογίων...», η καθ΄ης όμως εταιρία αν και υπάγεται στην κατηγορία των προμηθευτών φαρμάκων, δεν συνήψε καμία σύμβαση περί ρύθμισης των υφιστάμενων προς αυτήν οφειλών του ανακόπτοντος. Σε αντίθετο δε συμπέρασμα δεν μπορεί να οδηγηθεί το Δικαστήριο από το γεγονός ότι η καθ΄ ης υπέβαλλε στο λογιστήριο του ανακόπτοντος τα επικαλούμενα από το τελευταίο δικαιολογητικά, δεδομένου ότι τα δικαιολογητικά αυτά κατατέθηκαν προκειμένου να επιτευχθεί η είσπραξη των οφειλομένων ποσών, σε κάθε δε περίπτωση η υπαγωγή στη ρύθμιση των χρεών είναι δυνητική και όχι υποχρεωτική (ΣτΕ396/09 Νόμος, ΤρΔιοικΕφΘεσ 1186/2007 αδημ.) και η ίδια η καθ΄ης δεν την αποδέχθηκε, μετά δε τη μη επίτευξη αυτής (ρύθμισης) ουδεμία απαγόρευση δεν υφίστατο να επιδιώξει δικαστικά την είσπραξη των οφειλομένων. Εξάλλου, η διαδικασία ρύθμισης έπαυσε να ισχύει, καθώς ο ΣΦΕΕ (Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος), στον οποίο συμμετέχει και η καθ΄ης, έχει δηλώσει με την από 17-9-2009 επιστολή του Γενικού Διευθυντή του την αποχώρησή του από τις συζητήσεις για τη ρύθμιση των χρεών με τον προτεινόμενο από το Ελληνικό Δημόσιο τρόπο. Επομένως, το γεγονός ότι μετά την υποβολή του από τον Ιούνιο του έτους 2009 εγγράφου της καθ΄ης περί υπαγωγής της στη διαδικασία ρύθμισης των χρεών, αυτή προέβη στην έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγή πληρωμής δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά της καθ΄ης, κατά την έννοια του άρθρου 281 του Α., η διεκδίκηση της ικανοποίησης της αξίωσής της με την έκδοση της ως άνω διαταγής πληρωμής, αφού όχι μόνο δεν ολοκληρώθηκε η υπαγωγή της στη ρύθμιση, αλλά ούτε αποδείχθηκε ότι πέραν της κατάθεσης των ως άνω δικαιολογητικών από την καθ΄ης το ανακόπτον προέβη σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια προς ολοκλήρωση της διαδικασίας ρύθμισης. Ανεξάρτητα, όμως, με τα παραπάνω και σε κάθε περίπτωση με τις εγκυκλίους δεν θεσπίζεται καμία ρύθμιση, ούτε επέρχονται έννομες συνέπειες, καθώς αφορούν μόνο στην παροχή οδηγιών και διευκρινήσεων σχετικά με την εφαρμογή των νόμων, νομοθετικών και κανονιστικών πράξεων (ΣτΕ 641/98 Νόμος). Ως προς το δεύτερο σκέλος δε του πέμπτου λόγου ανακοπής, που πλήττει το βέβαιο και εκκαθαρισμένο της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, πρέπει να σημειωθεί ότι η ως άνω εγκύκλιος δεν μπορεί να επιδράσει μονομερώς στο ληξιπρόθεσμο και απαιτητό των σχετικών αξιώσεων, καθότι ούτε από την εν λόγω εγκύκλιο ούτε από καμία διάταξη νομοθετικής ισχύος δεν προκύπτει υποχρέωση των προμηθευτών να δεχθούν αντί για καταβολή από το Δημόσιο κ.λ.π. να υπαχθούν στη διαδικασία ρύθμισης των χρεών της. Εξάλλου, η απαίτηση της καθ΄ης ήταν ορισμένη χωρίς να εξαρτάται υπό αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και δεν χρειαζόταν να αναμένει τον έλεγχο της νομιμότητάς της από το Ελεγκτικό Συνέδριο, διαδικασία η οποία προβλεπόταν από την προαναφερόμενη εγκύκλιο, για την έκδοση της σχετικής εντολής πληρωμής για τα χρέη των νοσοκομείων που θα υπαγόταν στη ρύθμιση. Επομένως, ο πέμπτος λόγος της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι αφενός μεν η υπαγωγή της καθ΄ης στη ρύθμιση ήταν δυνητική και η ίδια δεν την αποδέχτηκε και αφετέρου μετά την μη επίτευξη αυτής (ρύθμισης), ουδεμία απαγόρευση δεν υφίστατο να επιδιώξει η καθ΄ ης δικαστικά την είσπραξη των οφειλομένων. Επειδή κατά το άρθρο 623 του ΚΠολΔ κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις, ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, κατά δε το άρθρο 626 §3 του ιδίου Κώδικα, στην αίτηση του δικαιούχου για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Η διαταγή πληρωμής μπορεί να εκδοθεί και με το συνδυασμό περισσοτέρων εγγράφων, εφόσον με αυτά αποδεικνύεται η χρηματική απαίτηση ή η παροχή χρεογράφων (ΑΠ 1305/2009 δημ. Νόμος). Αν η απαίτηση ή το ποσό της δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατά το άρθρο 628 ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, στην περίπτωση δε που, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτου κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για τον λόγο αυτόν απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξάρτητα από την ύπαρξη δυνατότητας να αποδειχθεί η απαίτηση από άλλα αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 1378/2009 Νόμος). Από τη γραμματική δε διατύπωση των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 632, 624 §1, 626 §2 και 3 και 630 KΠολΔ, σαφώς συνάγεται ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την έγκυρη έκδοση διαταγής πληρωμής είναι, πλην άλλων και η ύπαρξη, κατά το χρόνο έκδοσής της, της απαίτησης για την οποία εκδίδεται. Έτσι, η αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει, εκτός των άλλων στοιχείων και την απαίτηση του αιτούντος, σ' αυτήν δε πρέπει να επισυνάπτονται δημόσια και ιδιωτικά έγγραφα, που έχουν συνταχθεί κατ' αποδεικτικό τύπο, από τα οποία και μόνο αποδεικνύεται η απαίτηση και το ποσό αυτής (EφΘεσ 861/2000 Aρμ 2000.1501). Eπίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 585 §2, 633 §1 και 118 KΠολΔ συνάγεται ότι οι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής μπορούν να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, υπό την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι κατά τα άρθρα 623, 624-626 KΠολΔ απαιτούμενοι όροι και προϋποθέσεις έγκυρης έκδοσης αυτής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γέννησης της απαίτησης του καθ' ου η ανακοπή ενστάσεις, ή περιορίζεται σε απλή άρνηση της ύπαρξης του χρέους του, αμφισβητώντας τα περιστατικά επί των οποίων στηρίζεται. Ήτοι, από τις διατάξεις των άρθρων 623-634 KΠολΔ προκύπτει ότι, με την ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, ελέγχονται το κύρος και η νομιμότητα της διαταγής πληρωμής, ως εκτελεστού τίτλου, στοιχείο των οποίων αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε και η ύπαρξη της απαίτησης κατά το χρόνο έκδοσης του τίτλου αποδεικνυόμενης με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 158 AK, η τήρηση τύπου για τη δικαιοπραξία απαιτείται μόνον όπου ο νόμος το ορίζει, κατά δε την §1 του άρθρου 159 AK, δικαιοπραξία για την οποία δεν τηρήθηκε ο από το νόμο απαιτούμενος τύπος, ενόσω δεν ορίζεται διαφορετικά, είναι άκυρη. Εξάλλου, στο άρθρο 41 του ν.δ. 496/1974 ''περί λογιστικού των ν.π.δ.δ.'', ορίζεται ότι: ''πάσα σύμβασις δια λογαριασμόν του ν.π. έχουσα αντικείμενον άνω των 10.000 δρχ. ή δημιουργούσα υποχρεώσεις διαρκείας, εφόσον δεν ορίζεται άλλως, υποβάλλεται εις τον τύπον του ιδιωτικού εγγράφου. Tο ποσόν τούτο δύναται να αυξομειούται δι' αποφάσεων του Yπουργού των Oικονομικών, δημοσιευομένων εις την E. της Kυβερνήσεως. H πρότασις καταρτίσεως συμβάσεως και η αποδοχή αυτής, δύναται να γίνουν και δι' ιδιαιτέρων εγγράφων. H εκ της μη τηρήσεως του τύπου της εγγράφου αποδοχής ακυρότης αίρεται εν περιπτώσει εκπληρώσεως της συμβάσεως.'' Tο παραπάνω ποσό των 10.000 δρχ. αυξήθηκε από 9-7-1992 σε 150.000 δρχ. με την υπ' αριθμ. 2054839/452/ 0026/3/9-7-1992 Yπουργική απόφαση (Φ. B'447) και σε 2.500 ευρώ από 7-8-2002 με την υπ' αριθμ. 2/42053/0094 /7-8-2002 απόφαση του Yπουργού Oικονομικών (Φ. 1033/7-8-2002). A. το συνδυασμό των διατάξεων αυτών σαφώς προκύπτει ότι κάθε σύμβαση που καταρτίζεται από ν.π.δ.δ και έχει αντικείμενο πάνω από 10.000 δρχ. αρχικά, από 150.000 δρχ. στη συνέχεια και ήδη 2.500 ευρώ κατά τις ανωτέρω διακρίσεις, υποβάλλεται σε έγγραφο τύπο, απαιτούμενο από το νόμο, χωρίς την τήρηση του οποίου η δικαιοπραξία είναι άκυρη. Η ακυρότητα της σύμβασης από την έλλειψη του απαιτούμενου τύπου, ο οποίος είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός, τόσο για την αρχική σύμβαση όσο και για την τυχόν τροποποίησή της, είναι απόλυτη και λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο εφόσον προκύπτει από τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 112/2003 ΕλλΔνη 44,962, ΑΠ 893/1992 ΔΕΝ 49,304, ΕφΘεσ 959/2004 Αρμ 58,1013, ΕφΠατρ 325/2004 ΝΟΜΟΣ, EφAθ 11549/1995, ΝοΒ 1996.1008, βλ. Mπαλή, Γεν.Aρχ. έκδ. 7η §53, Pάμμο EρμAK υπ' άριθ.159 αρ.7). Eξάλλου, η με την τελευταία παράγραφο του παραπάνω άρθρου 41 νδ.496/74 διαλαμβανόμενη περίπτωση άρσης της ακυρότητας από την μη τήρηση του τύπου της έγγραφης αποδοχής, με την εκπλήρωση της σύμβασης, αναφέρεται στην τρίτη παράγραφο του άρθρου αυτού, κατά την οποία ''H πρότασις καταρτίσεως συμβάσεως και η αποδοχή αυτής δύναται να γίνουν και δι' ιδιαιτέρων εγγράφων. Δηλαδή, η παραπάνω ακυρότητα από τη μη τήρηση του τύπου, καλύπτεται, σε περίπτωση εκτέλεσης της σύμβασης, εφόσον όμως είχε προηγηθεί έγγραφη πρόταση για την κατάρτισή της, χωρίς να επακολουθήσει και έγγραφη αποδοχή, όχι όμως και όταν δεν τηρήθηκε καθόλου τύπος για την πρόταση, η οποία επειδή είναι μονομερής και απευθυντέα σε τρίτον δήλωση βούλησης και αποτελεί ουσιώδες κατά το άρθρο 192 AK στοιχείο της σύμβασης, πρέπει να είναι πλήρης κατά περιεχόμενο και ορισμένη, οπότε δεν καταρτίζεται σύμβαση, αφού δεν νοείται αποδοχή χωρίς πρόταση (ολ.AΠ 862/1984 EEΔ 43.627, ΑΠ 1134/97 ΕλλΔνη 40,613, ΑΠ 432/97 ΝοΒ 46,340). Στις ανωτέρω περιπτώσεις ακυρότητας της σύμβασης, τα συμβαλλόμενα μέρη δεν μπορούν να προβάλλουν αξιώσεις στηριζόμενες στη σύμβαση, αλλά μόνο στηριζόμενες στις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού και ειδικότερα στο άρθρο 904 AK (ΑΠ 787/1995 ΔΕΕ 1996,298, ΑΠ 876/95 ΕΕΝ 63,751). Tην ακυρότητα δε από την έλλειψη του τύπου μπορεί να προτείνει και αυτός που ενώ γνώριζε ότι απαιτείται τύπος, προέβη στη σύναψη παράτυπης σύμβασης, αλλά και το Δικαστήριο λαμβάνει αυτήν υπόψη αυτεπάγγελτα κατά τα άνω, γιατί οι διατάξεις περί τύπου είναι δημόσιας τάξης (AΠ379/1975 NοB 23.1154, EφAθ 3395/1986 Aρμ. 1987.114, βλ. Mπαλή, Γεν.Aρχ. §53, Kαυκά, Eνοχ.έκδ. 1957 σελ. 638-639). Εξάλλου, αναφορικά με τη σύναψη συμβάσεων προμήθειας με νπδδ, απαιτείται η τήρηση της διαδικασίας που προβλέπεται στο π.δ. 394/1996 περί ‘'Κανονισμού Προμηθειών του Δημοσίου'', που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 5 του ν. 2286/1995 και ρυθμίζει τα σχετικά με τη σύναψη και εκτέλεση των συμβάσεων προμηθειών αγαθών που εκτελούνται από το Δημόσιο και τα νπδδ, ήτοι προκήρυξη σχετικού διαγωνισμού, προσφορές, αξιολόγηση αυτών ή απευθείας ανάθεση και υπογραφή και από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη έγγραφης σύμβασης (βλ. άρθρ. 24 §1 πδ 394/1996). Eπομένως, η σύμβαση που συνάπτει ένα ν.π.δ.δ για την ανάθεση ή εκτέλεση εργασίας ή μεταφοράς ή για τη διενέργεια προμήθειας, σε κάθε περίπτωση, δηλαδή είτε κατόπιν διαγωνισμού, είτε απευθείας μετά από πρόχειρο διαγωνισμό ή και χωρίς διαγωνισμό, πρέπει να περιβληθεί το (συστατικό) τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, η μη τήρηση του οποίου επιφέρει την κατά τα ανωτέρω απόλυτη ακυρότητα της σύμβασης (EφAθ 11549/95 NοB 1996.1008). Στην προκειμένη περίπτωση, το ανακόπτον ΝΠΔΔ, ζητεί με τον πρόσθετο λόγο της ανακοπής του να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής για το λόγο ότι αυτή εκδόθηκε για 49 τιμολόγια πώλησης προϊόντων της καθ΄ης, κατά το χρονικό διάστημα από 6-7-2007 έως 4-12-2008, συνολικής αξίας 191.304,38 ευρώ, τα οποία προμηθεύτηκε χωρίς έγγραφη σύμβαση. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 158, 159 ΑΚ, 41ν.δ.496/74, 24παρ.1 π.δ.394/96 και της Υ.Α.2/42053/0094/7-8-2002 και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά του. Με την υπ' αριθμ. 26377/2009 ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, όπως προαναφέρθηκε, το ανακόπτον ΝΠΔΔ, υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ' ης το συνολικό ποσό των 191.304,38 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της προθεσμίας που τάχθηκε για την εξόφληση του κάθε τιμολογίου, για απαίτηση της καθ΄ης από το τίμημα διαδοχικών συμβάσεων πώλησης, που καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων μερών, ήτοι του ανακόπτοντος νπδδ και της καθ' ης-προμηθεύτριας εταιρίας, με βάση τις οποίες η τελευταία προμήθευε το ανακόπτον Νοσοκομείο με φαρμακευτικά προϊόντα μετά από απευθείας παραγγελίες του ανακόπτοντος, χωρίς να καταρτισθεί μεταξύ τους έγγραφη σύμβαση. Ειδικότερα, η ως άνω διαταγή πληρωμής εκδόθηκε με βάση τα αναφερόμενα σ' αυτήν 49 τιμολόγια πώλησης της καθ΄ης και τα συνοδεύοντα αυτά 49 δελτία αποστολής της εταιρίας ΦΑΜΑΡ Α.Β.Ε.Φ.Κ, η αξία των οποίων αποτελούσε το συμφωνηθέν τίμημα και συμπεριελάμβανε τον ΦΠΑ και συγκεκριμένα: 1) το υπ' αριθμ. 0000921/06.07.2007 τιμολόγιο και 00909/06.07.2007 δελτίο αποστολής., αξίας 5.590,84 E, 2) το υπ' αριθμ. 0000936/11.07.2007 τιμολόγιο και 00924/11.07.2007 δελτίο αποστολής, αξίας 1.991,43 E, 3) το υπ' αριθμ. 0000977/26.07.2007 τιμολόγιο και 00965/26.07.2007 δελτίο αποστολής αξίας 5.100,13 E, 4) το υπ' αριθμ. 0000996/02.08.2007 τιμολόγιο και 00984/02.08.2007 δελτίο αποστολής αξίας 4.374,61 E, 5) το υπ' αριθμ. 0001015/21.08.2007 τιμολόγιο και 01003/21.08.2007 δελτίο αποστολής αξίας 3.218,55 E, 6) το υπ' αριθμ. 0001031/29.08.2007 τιμολόγιο και 01019/29.08.2007 δελτίο αποστολής αξίας 3.218,55 E, 7) το υπ' αριθμ. 0001042/04.09.2007 τιμολόγιο και 01030/04.09.2007 δελτίο αποστολής αξίας 4.374,61 E, 8) το υπ' αριθμ. 0001070/13.09.2007 τιμολόγιο και 01058/13.09.2007 δελτίο αποστολής αξίας 2.309,88 E, 9) το υπ' αριθμ. 0001095/25.09.2007 τιμολόγιο και 01083/25.09.2007 δελτίο αποστολής αξίας 8.709,88, 10) το υπ' αριθμ. 0001154/17.10.2007 τιμολόγιο και 01142/17.10.2007 δελτίο αποστολής αξίας 1.422,45, 11) το υπ' αριθμ. 0001184/30.10.2007 τιμολόγιο και 01172/30.10.2007 δελτίο αποστολής αξίας 853,47 E, 12) το υπ' αριθμ. 0001190/31.10.2007 τιμολόγιο και 01178/31.10.2007 δελτίο αποστολής αξίας 1.991,43 E, 13) το υπ' αριθμ. 0001205/07.11.2007 τιμολόγιο και 01193/07.11.2007 δελτίο αποστολής αξίας 2.912,83 E, 14) το υπ' αριθμ. 0001253/27.11.2007 τιμολόγιο και 01238/27.11.2007 δελτίο αποστολής αξίας 5.366,04 E, 15) το υπ' αριθμ. 0001272/04.12.2007 τιμολόγιο και 01257/04.12.2007 δελτίο αποστολής αξίας 1.456,41 E, 16) το υπ' αριθμ. 0001283/07.12.2007 τιμολόγιο και 01268/07.12.2007 δελτίο αποστολής αξίας 4.374,61 E, 17) το υπ' αριθμ. 0001294/12.12.2007 τιμολόγιο και 01279/12.12.2007 δελτίο αποστολής αξίας 1.456,41, 18) το υπ' αριθμ. 0001325/20.12.2007 τιμολόγιο και 01310/20.12.2007 δελτίο αποστολής αξίας 2.912,83, 19) το υπ' αριθμ. 0001342/08.01.2008 τιμολόγιο και 01327/08.01.2008 δελτίο αποστολής αξίας 5.228,08 E, 20) το υπ' αριθμ. 0001354/11.01.2008 τιμολόγιο και. 01338/11.01.2008 δελτίο αποστολής αξίας 5.468,26 E, 21) το υπ' αριθμ. 0001385/30.01.2008 τιμολόγιο και 01369/30.01.2008 δελτίο αποστολής αξίας 2.309,88, 22) το υπ' αριθμ. 0001410/12.02.2008 τιμολόγιο και 01394/12.02.2008 δελτίο αποστολής αξίας 7.415,38 E, 23) το υπ' αριθμ. 0001432/20.02.2008 τιμολόγιο και 01416/20.02.2008 δελτίο αποστολής αξίας 6.561,91 E, 24) το υπ' αριθμ. 0001452/26.02.2008 τιμολόγιο και 01436/26.02.2008 δελτίο αποστολής αξίας 2.912,83 E, 25) το υπ' αριθμ. 0001468/04.03.2008 τιμολόγιο και 01452/04.03.2008 δελτίο αποστολής αξίας 4.374,61 E, 26) το υπ' αριθμ. 0001500/12.03.2008 τιμολόγιο και 01484/12.03.2008 δελτίο αποστολής αξίας 2.300,34 E, 27) το υπ' αριθμ. 0001510/14.03.2008 τιμολόγιο και 01494/14.03.2008 δελτίο αποστολής αξίας 10.624,99 E, 28) το υπ' αριθμ. 0001559/03.04.2008 τιμολόγιο και 01543/03.04.2008 δελτίο αποστολής αξίας 1.493,95 E, 29) το υπ' αριθμ. 0001581/16.04.2008 τιμολόγιο και 01563/16.04.2008 δελτίο αποστολής αξίας 3.794,29, 30) το υπ' αριθμ. 0001600/23.04.2008 τιμολόγιο και 01582/23.04.2008 δελτίο αποστολής αξίας 4.374,61 E, 31) το υπ' αριθμ. 0001618/06.05.2008 τιμολόγιο και 01600/06.05.2008 δελτίο αποστολής αξίας 2.300,34 E, 32) το υπ' αριθμ. 0001640/14.05.2008 τιμολόγιο και 01622/14.05.2008 δελτίο αποστολής αξίας 1.493,95 E, 33) το υπ' αριθμ. 0001669/28.05.2008 τιμολόγιο και 01651/28.05.2008 δελτίο αποστολής αξίας 3.794, 29 E, 34) το υπ' αριθμ. 0001726/18.06.2008 τιμολόγιο και 01708/18.06.2008 δελτίο αποστολής αξίας 7.362,51, 35) το υπ' αριθμ. 0001739/15.06.2008 τιμολόγιο και 01721/15.06.2008 δελτίο αποστολής αξίας 806,38 E, 36) το υπ' αριθμ. 0001743/26.06.2008 τιμολόγιο και 01725/26.06.2008 δελτίο αποστολής αξίας 4.374,61 E, 37) το υπ' αριθμ. 0001779/09.07.2008 τιμολόγιο και 01761/09.07.2008 δελτίο αποστολής αξίας 3.794,29 E, 38) το υπ' αριθμ. 0001805/18.07.2008 τιμολόγιο και 01787/18.07.2008 δελτίο αποστολής αξίας 9.244,07 E, 39) το υπ' αριθμ. 0001843/05.08.2008 τιμολόγιο και 01825/05.08.2008 δελτίο αποστολής αξίας 2.987,91 E, 40) το υπ' αριθμ. 0001875/29.08.2008 τιμολόγιο και 01857/29.08.2008 δελτίο αποστολής αξίας 2.987,91 E, 41) το υπ' αριθμ. 0001897/10.09.2008 τιμολόγιο και 01879/10.09.2008 δελτίο αποστολής αξίας 2.987,91 E, 42) το υπ' αριθμ. 0001925/19.09.2008 τιμολόγιο και 01907/19.09.2008 δελτίο αποστολής αξίας 2.987,91 43) το υπ' αριθμ. 0001947/01.10.2008 τιμολόγιο και 01929/01.10.2008 δελτίο αποστολής αξίας 4.487,64 E, 44) το υπ' αριθμ. 0001964/08.10.2008 τιμολόγιο και 01946/08.10.2008 δελτίο αποστολής αξίας 2.187,30 E, 45) το υπ' αριθμ. 0001978/16.10.2008 τιμολόγιο και 01960/16.10.2008 δελτίο αποστολής αξίας 2.300,34 E, 46) το υπ' αριθμ. 0001998/23.10.2008 τιμολόγιο και 01980/23.10.2008 δελτίο αποστολής αξίας 2.987,91 E, 47) το υπ' αριθμ. 0002006/30.10.2008 τιμολόγιο και 01988/30.10.2008 δελτίο αποστολής αξίας 3.280,95 E, 48) το υπ' αριθμό 0002037/12.11.2008 τιμολόγιο και 02019/12.11.2008 δελτίο αποστολής αξίας 6.268,86 E και 49) το υπ' αριθμ. 0002087/04.12.2008 τιμολόγιο και 02070/04.12.2008 δελτίο αποστολής αξίας 5.175,21 E. Δηλαδή, οι επικαλούμενες από τον ανακόπτοντα συμβάσεις πώλησης, για τις οποίες εκδόθηκαν τα παρακάτω τιμολόγια με αριθμό: 0000921/06.07.2007 αξίας 5.590,84 E, 0000977/26.07.2007 αξίας 5.100,13 E, 0000996/02.08.2007 αξίας 4.374,61 E, 0001015/21.08.2007 αξίας 3.218,55 E, 0001031/29.08.2007 τιμολόγιο αξίας 3.218,55 E, 0001042/04.09.2007 τιμολόγιο αξίας 4.374,61 E, 0001095/25.09.2007 αξίας 8.709,88, 0001205/07.11.2007 αξίας 2.912,83, 0001253/27.11.2007 αξίας 5.366,04 E, 0001283/07.12.2007 αξίας 4.374,61 E, 0001325/20.12.2007 αξίας 2.912,83, 0001342/08.01.2008 αξίας 5.228,08 E, 001354/11.01.2008 αξίας 5.468,26 E, 0001410/12.02.2008 αξίας 7.415,38 E, 0001432/20.02.2008 αξίας 6.561,91 E, 0001452/26.02.2008 αξίας 2.912,83 E, 0001468/04.03.2008 αξίας 4.374,61 E, 0001510/14.03.2008 αξίας 10.624,99, 0001581/16.04.2008 αξίας 3.794,29, 0001600/23.04.2008 αξίας 4.374,61 E, 0001669/28.05.2008 αξίας 3.794, 29 E, 0001726/18.06.2008 αξίας 7.362,51, 0001743/26.06.2008 αξίας 4.374,61 E, 0001779/09.07.2008 αξίας 3.794, 29 E, 0001805/18.07.2008 αξίας 9.244,07 E, 0001843/05.08.2008 αξίας 2.987,91 E, 0001875/29.08.2008 αξίας 2.987,91 E, 0001897/10.09.2008 αξίας 2.987,91 E, 0001925/19.09.2008 αξίας 2.987,91, 0001947/01.10.2008 αξίας 4.487,64 E, 0001998/23.10.2008 αξίας 2.987,91 E, 0002006/30.10.2008 αξίας 3.280,95 E, 0002037/12.11.2008 αξίας 6.268,86 E και 0002087/04.12.2008 5.175,21 E, με βάση και τα οποία εκδόθηκε η εν λόγω διαταγή πληρωμής, είναι απολύτως άκυρες και δεν παράγουν αποτελέσματα ως τέτοιες, αφού καταρτίσθηκαν προφορικά και όχι εγγράφως, όπως απαιτείται από τις διατάξεις του άρθρου 41 νδ. 496/1974, όπως αυτές ίσχυαν κατά το χρόνο της επικαλούμενης κατάρτισής τους (2007 και 2008). Και συγκεκριμένα, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη, εφόσον το ανακόπτον είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, οι εν λόγω συμβάσεις πώλησης, έχουσες αντικείμενο μεγαλύτερο των 2.500 ευρώ, που ίσχυε κατά το χρόνο κατάρτισης, έπρεπε να περιβληθούν τον (συστατικό) τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, η μη τήρηση του οποίου επιφέρει την ακυρότητα των συμβάσεων αυτών, η οποία ακυρότητα είναι απόλυτη. Συνεπώς, εφόσον οι ως άνω συμβάσεις, με βάση τις οποίες η καθ' ης αιτήθηκε την έκδοση της προσβαλλόμενης Διαταγής Πληρωμής προσκομίζοντας τα παραπάνω τιμολόγια, συνολικής αξίας (5.590,84 + 5.100,13 + 4.374,61 + 3.218,55 + 3.218,55 + 4.374,61 + 8.709,88 + 2.912,83 + 5.366,04 + 4.374,61 + 2.912,83 + 5.228,08 + 5.468,26 + 7.415,38 + 6.561,91 + 2.912,83 + 4.374,61 + 10.624,99 + 3.794,29 + 4.374,61 + 3.794,29 + 7.362,51 + 4.374,61 + 3.794,29 + 9.244,07 + 2.987,91 + 2.987,91 + 2.987,91 + 2.987,91 + 4.487,64 + 2.987,91 + 3.280,95 + 6.268,86 + 5.175,21 =) 164.630,32 ευρώ, είναι απολύτως άκυρες, δεν μπορούσε να εκδοθεί νομίμως διαταγή πληρωμής, αφού ελλείπει στην προκειμένη περίπτωση η ύπαρξη του εγγράφου (δημόσιου ή ιδιωτικού) που αποδεικνύει τη σύμβαση και αποτελεί προϋπόθεση για την έγκυρη έκδοση Διαταγής Πληρωμής. Ο ισχυρισμός δε της καθ΄ης η ανακοπή ότι δεν ήταν απαραίτητη η τήρηση του εγγράφου τύπου για τις επίδικες συμβάσεις πωλήσεως, καθόσον επρόκειτο για συμβάσεις αγοραπωλησίας πώλησης φαρμάκων του ιδιωτικού δικαίου, για τις οποίες προβλέπεται ότι μπορούν να γίνουν και με τηλεφωνικές παραγγελίες, που στηρίζεται στην επίκληση από αυτήν της διάταξης του άρθρου 9 παρ.2 του π.δ.108/1993, σύμφωνα με την οποία: «2. Οι προμήθειες του Φαρμακευτικού και Λοιπού Υλικού γίνονται με γραπτές ή τηλεφωνικές παραγγελίες, σύμφωνα με τη συνταγογραφία και τις ανάγκες του νοσοκομείου και με τις ισχύουσες διατάξεις περί Κρατικών Προμηθειών» δεν ευσταθεί, διότι η δυνατότητα που παρέχεται από τη διάταξη αυτή για σύναψη γραπτών ή τηλεφωνικών παραγγελιών, τελεί υπό την προϋπόθεση της τήρησης των ισχυουσών διατάξεων περί κρατικών προμηθειών, σύμφωνα με τις οποίες, όμως, όπως προαναφέρθηκε απαιτείται η τήρηση εγγράφου τύπου για συμβάσεις άνω των 2.500 ευρώ που συνάπτονται με ΝΠΔΔ και περαιτέρω αναφέρεται στη δυνατότητα μη προκήρυξης διαγωνισμού για τη σύναψη αυτών των συμβάσεων και όχι στη μη τήρηση εγγράφου τύπου, όταν αυτός είναι απαραίτητος για την εγκυρότητά τους, ενώ ο χαρακτηρισμός των ως άνω συμβάσεων ως ιδιωτικού δικαίου είναι κρίσιμος μόνο για την υπαγωγή των αναφυόμενων από αυτές διαφορών στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και δεν αναιρεί το απαραίτητο της ύπαρξης του εγγράφου τύπου για την εγκυρότητά τους, κατά τα ως άνω αναφερόμενα. Επομένως, ο πρόσθετος λόγος ανακοπής πρέπει να γίνει δεκτός εν μέρει και ως ουσία βάσιμος. Μετά ταύτα, η ανακοπή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, ως ουσιαστικά αβάσιμη και αφού γίνει εν μέρει δεκτός ο πρόσθετος λόγος ανακοπής ως ουσιαστικά βάσιμος, να ακυρωθεί εν μέρει (άρθ.633&1 ΚΠολΔ) η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, ως προς τις διατάξεις της που επιδικάζουν στην καθ΄ης η αίτηση την αξία των ως άνω αναφερόμενων τιμολογίων, άνω των 2.500 ευρώ εκάστου, ήτοι ως προς το συνολικό ποσόν των 164.630,32 ευρώ, να επικυρωθεί δε αυτή για το υπόλοιπο ποσόν που αφορά την συνολική αξία των λοιπών τιμολογίων κάτω των 2.500 ευρώ εκάστου, ήτοι των (1.991,43 + 2.309,88 + 1.422,45 + 853,47 + 1.991,43 + 1.456,41 + 1.456,41 + 2.309,88 + 2.300,34 + 1.493,95 + 2.300,34 + 1.493,95 + 806,38 + 2.187,30 + 2.300,34 =) 26.674,06 ευρώ, τα οποία εκδόθηκαν για τις συμβάσεις πώλησης το συμφωνηθέν τίμημα των οποίων δεν υπερβαίνει το παραπάνω ποσόν των 2.500 ευρώ για την καθεμία. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθ.179 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΔΙΚΑΖΕΙ κατ'αντιμωλίαν των διαδίκων. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τη με αριθμ. κατ. 39138/2009 ανακοπή. ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει το με αριθμ. κατ. 2354/2011 πρόσθετο λόγο της ανακοπής. ΑΚΥΡΩΝΕΙ εν μέρει την υπ'αριθμ. 26377/2009 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ως προς τις διατάξεις της που υποχρεώνει το ανακόπτον να καταβάλει στην καθ'ης την αξία των κάτωθι τιμολογίων: 0000921/06.07.2007, 0000977/26.07.2007, 0000996/02.08.2007, 0001015/21.08.2007, 0001031/29.08.2007, 0001042/04.09.2007, 0001095/25.09.2007, 0001205/07.11.2007, 0001253/27.11.2007, 0001283/07.12.2007, 0001325/20.12.2007, 0001342/08.01.2008, 001354/11.01.2008, 0001410/12.02.2008, 0001432/20.02.2008, 0001452/26.02.2008, 0001468/04.03.2008, 0001510/14.03.2008, 0001581/16.04.2008, 0001600/23.04.2008, 0001669/28.05.2008, 0001726/18.06.2008, 0001743/26.06.2008, 0001779/09.07.2008, 0001805/18.07.2008, 0001843/05.08.2008, 0001875/29.08.2008, 0001897/10.09.2008, 0001925/19.09.2008, 0001947/01.10.2008, 0001998/23.10.2008, 0002006/30.10.2008, 0002037/12.11.2008 και 0002087/04.12.2008, συνολικής αξίας εκατόν εξήντα τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων τριάντα ευρώ και τριάντα δύο λεπτών (164.630,32 E), πλέον τόκων και εξόδων. ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ την ως άνω διαταγή πληρωμής κατά το υπόλοιπο ποσόν των είκοσι έξι χιλιάδων εξακοσίων εβδομήντα τεσσάρων ευρώ και έξι λεπτών (26.674,06 E), πλέον τόκων και εξόδων. ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στις 14 Απριλίου 2011 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στη Θεσσαλονίκη, στις 3 Μαΐου 2011. Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αριθμός απόφασης 33296/ 2009
Αριθμός κατάθεσης ανακοπής 37779/21-9-2009
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Παρθένα Ιωαννίδου, Πρόεδρος Πρωτοδικών, που ορίσθηκε με κλήρωση σύμφωνα με το νόμο. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ : Δεν ορίσθηκε. ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ : Της 29ης Σεπτεμβρίου 2009 ΑΝΑΚΟΠΤΩΝ : ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης Ο ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ», που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη ( Ελένης Ζωγράφου 2) που εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε δια της πληρεξουσίου δικηγόρου του, Αικατερίνης Αργυρίου ( AM 1352 ).
ΚΑΘ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: : ΑΕ με την επωνυμία « OCTAPHARMA HELLAS SA », που εδρεύει στην Αττική ( Ποσειδώνος 60-Γλυφάδα) και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων της δικηγόρων Αυγερινού Αβραμίκου ( ΑΜΔΣΘ 8782) και Χρίστου Φίλιου (ΑΜΔΣΑ 23085)
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ ανακοπής: 19-9-2009
ΑΡΙΘΜΟΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΑΝΑΚΟΠΗΣ : 37779/21-9-2009 ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΔΙΚΗΣ: Ανακοπή κατά της συντηρητικής κατάσχεσης εις χείρας τρίτου . Η συζήτηση της υπόθεσης έγινε δημόσια στο ακροατήριο του Δικαστηρίου.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την ΚΠολΔ 724 §1 ορίζεται ότι ο δανειστής...
μπορεί με βάση διαταγή πληρωμής χρηματικών απαιτήσεων να επιβάλει συντηρητική κατάσχεση στα χέρια του οφειλέτη ή τρίτου για το ποσό που ορίζεται με τη διαταγή πληρωμής, ότι πρέπει να καταβληθεί. Ο σκοπός της καθιερώσεως της διαταγής πληρωμής και ως τίτλου επιβολής συντηρητικής κατασχέσεως είναι συνακόλουθος με το σκοπό της εισαγωγής της διαδικασίας της διαταγής πληρωμής, η οποία συνιστά μέτρον που προάγει κατ" εξοχήν την ταχύτητα κατά την απονομή της δικαιοσύνης (βλ. !. Καστριώτη, Η κατάσχεσις εις χείρας τρίτου, τομ. Δεύτερος (1986) σ. 553, όπου και περαιτέρω παραπομπές στην υποσ. 20). Το γεγονός και μόνο ότι ο νόμος παρέχει ευχέρεια επιβολής αναγκαστικής κατασχέσεως με βάση τη διαταγή πληρωμής, δεν καθιστά περιττή τη δυνατότητα συντηρητικής κατασχέσεως, ενόψει και του ότι σύμφωνα με το άρθρο 632 §2 ΚΠολΔ το δικαστήριο που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής, μπορεί κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. να χορηγήσει αναστολή, ώσπου να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση για την ανακοπή. Επομένως, συντηρητική κατάσχεση , επιβαλλόμενη βάσει διαταγής πληρωμής, είναι νοητή και δυνατή κατά το διάστημα της αναστολής του άρθρου 632 §2 ΚΠολΔ, το οποίο εκτείνεται μέχρι την τελεσιδικία της αποφάσεως επί της ασκηθείσας ανακοπής (βλ. I. Καστριώτη ό.π. σ. 559, Κ. Μπέη Δ 10. 350, βλ. όμως και Σ. Ματθία Δ 10. 347 επ). Ο ΚΠολΔ σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει επί της συντηρητής κατασχέσεως, που διατάσσεται από το Δικαστήριο (αρθρ. 722 §2) δεν ορίζει τίποτε σχετικά με τη δυνατότητα και το χρόνο μεταβίβασης της κατασχεθείσας απαίτησης προς τον κατασχόντα συντηρητικώς στα- χέρια τρίτου, βάσει διαταγής πληρωμής, θα πρέπει όμως να γίνει δεκτό ότι η αναγκαστική εκχώρηση λαβαίνει χώρα από την επέλευση της τελεσιδικίας της επί της ασκηθείσας ανακοπής αποφάσεως, οπότε η επιβληθείσα συντηρητική κατάσχεση τρέπεται σε αναγκαστική και παύει η ευχέρεια του δανειστή να επιβάλει συντηρητική κατάσχεση (βλ. Ι Καστριώτη ο.π. σ. 561, 562 πρβλ. και Θ. Λιβαθηνό, ΝοΒ 20. 1131, ΕφΑΘ 10153/1985 ΕλλΔνη 1985. 1150).
Έτσι η επιβληθείσα αυτοδύναμη συντηρητική κατάσχεση, δυνάμει διαταγής πληρωμής ισχυροποιείται πλήρως από της επιβολής της, τρεπόμενη σε αναγκαστική, αν απορριφθεί η ανακοπή και επικυρωθεί η διαταγή πληρωμής. Αν αντίθετα η διαταγή πληρωμής ακυρωθεί η εξάλειψη της αυτοδυνάμως επιβληθείσας συντηρητικής κατάσχεσης μπορεί να ζητηθεί κατ' άρθρο 702 §1 ΚΠολΔ( ΕφΑθ5526/2006(ΝΟΒ 2007/363). Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 712 ΠολΔ η συντηρητική κατάσχεση απαιτήσεων ή κινητών στα χέρια τρίτου γίνεται με την επίδοση στον τρίτο αντιγράφου της απόφασης, που τη διατάζει, με επιταγή να μην εξοφλήσει την απαίτηση ή να μην παραδώσει τα κινητά,καθώς και με επίδοση μέσα σε οκτώ (8) ημέρες σε κείνον, κατά του οποίου στρέφεται η (συντηρητική) κατάσχεση, εγγράφου στο οποίο αναφέρεται η κατάσχεση που έχει επιβληθεί στα χέρια τρίτου, άλλως η κατάσχεση είναι άκυρη. Στην κατάσχεση αυτή εφαρμόζονται οι διατάξεις της αναγκαστικής κατάσχεσης απαιτήσεων ή κινητών στα χέρια τρίτου. Ο τρίτος, εκείνος που επέβαλε την κατάσχεση και οφειλέτης έχουν όλες τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που προβλέπουν οι διατάξεις της αναγκαστικής κατάσχεσης απαιτήσεων ή κινητών στα χέρια τρίτου και εφαρμόζεται η διαδικασία για την άσκηση ή την διαφύλαξή τους, που ορίζεται στις διατάξεις αυτές Με την υπό κρίση ανακοπή το ανακόπτον ΝΠΔΔ ζητάει να ακυρωθεί το από 9.9.2009 κατασχετήριο της καθ' ης, με βάση το οποίο επιβλήθηκε συντηρητική κατάσχεση εις χείρας του υποκαταστήματος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ» στη Θεσσαλονίκη, ως τρίτου , για ποσό 444.736,35 ευρώ , για απαίτηση της καθ' ης ,απορρέουσα από τις υπ' , αριθμ 26378/2009 και 26380/2009 διαταγές πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, για τους εκτιθέμενους σ' αυτή λόγους. Η ανακοπή αρμοδίως καθ' ύλην και κατά τόπον φέρεται για να δικαστεί από το Δικαστήριο αυτό με την προκειμένη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ και είναι νόμιμη , στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 632 παρ 2 , 702, 712, 724 παρ 2, 933,983 ΚΠολΔ. Επομένως πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω η ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης των μαρτύρων του ανακόπτοντος ….και της καθ' ης, …, που εξετάστηκαν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, από την εκτίμηση των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, τις ομολογίες αυτών και από όσα προφορικά κατά τη συζήτηση και με τα σημειώματά τους ανέπτυξαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, πιθανολογήθηκαν τα εξής : Κατόπιν αιτήσεων της καθ' ης εκδόθηκαν από το Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης οι υπ' αριθμ 26378/2009 και 26380/2009 διαταγές πληρωμής κατά του εδώ ανακόπτοντος , για την πληρωμή στην εδώ καθ' ης του ποσού των 236.202,85 και 208.533,50 ευρώ (πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων ) αντίστοιχα, ποσού οφειλομένου ως τίμημα από τις διαδοχικές συμβάσεις πωλήσεως, που καταρτίστηκαν μεταξύ αυτής και του ανακόπτοντος, δημόσιου νοσοκομείου, που αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, στα πλαίσια των οποίων (συμβάσεων), πώλησε και παρέδωσε η τελευταία στο ανακόπτον προϊόντα εμπορίας της και συγκεκριμένα φαρμακευτικά προϊόντα, κατόπιν απευθείας παραγγελιών του ανακόπτοντος, χωρίς να μεσολαβήσει μεταξύ αυτών η κατάρτιση συμβάσεως κατά τις διατάξεις περί προμηθειών του Δημοσίου.
Οι πάνω διαταγές πληρωμής επιδόθηκαν στο ανακόπτον την 16-9-2000(βλ υπ' αριθμ 10373Γ και 10374Γ/16-9-2009 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης …..) . Η καθ' ης την 9-9-2009 κοινοποίησε τόσο στο υποκατάστημα της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία « ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ » στη Θεσσαλονίκη και επί της οδού Εθν. Αμύνης 40, όσο και στα κεντρικά γραφεία της πιο πάνω ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας στην Αθήνα και επί της οδού Πανεπιστημίου 23, το από 7-9-2009 κατασχετήριο και στις16-9-2009 η ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ, προέβη σε θετική δήλωση επί του κοινοποιηθέντος κατασχετηρίου και συγκεκριμένα την υπ' αριθμ 15506/2009 δήλωση, την οποία κατέθεσε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών , με την οποία δήλωσε ότι υφίσταται λογαριασμό του ανακόπτοντος στο υποκατάστημα της στη Θεσσαλονίκη και ότι δέσμευσε το συνολικό ποσό των 444.736,35 ευρώ . Εν συνεχεία τα πιο πάνω έγγραφα κοινοποιήθηκαν στο ανακόπτον στις 16-9-2009 ( βλ τις υπ' αριθμ 10379 Γ και 10383Γ/16-9-2009 εκθέσεις επιδόσεως του πιο πάνω δικαστικού επιμελητή). Το ανακόπτον άσκησε την κρινόμενη ανακοπή με τον πρώτο λόγο της οποίας ζητά την ακύρωση τόσο του από 9.9.2009 κατασχετηρίου , όσο και της βάσει αυτού επιβληθείσας συντηρητικής κατάσχεσης εις χείρας της ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ, επικαλούμενο ότι είναι ανεπίτρεπτη η εκτέλεση διαταγών πληρωμής κατά του Δημοσίου, επικαλούμενο τη διάταξη του άρθρου 1 του ν 3068/2002. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος και τούτο διότι κατά τη διάταξη του άρθρου 94 του ισχύοντος Συντάγματος, στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως ο νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου (§1). Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως ο νόμος ορίζει (§2). Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια (§3).
Στα πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια μπορεί να ανατεθεί και κάθε άλλη αρμοδιότητα διοικητικής φύσεως, όπως ο νόμος ορίζει. Στις αρμοδιότητες αυτές περιλαμβάνεται και η λήψη μέτρων για τη συμμόρφωση της διοίκησης με τις δικαστικές αποφάσεις. Οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως ο νόμος ορίζει (§4). Στην έννοια των δικαστικών αποφάσεων του ως άνω άρθρου 94 §4 του Συντάγματος νοούνται όχι μόνο οι υπό στενή έννοια δικαστικές αποφάσεις, αλλά και οι εξομοιούμενες λειτουργικώς με αυτές, αφού υπό προϋποθέσεις (άρθρα 633 § 2 ΚΠολΔ) οι διαταγές πληρωμής μπορεί να αποκτήσουν ισχύ δεδικασμένου. Σε εκτέλεση της επιταγής του άρθρου 94 §4 του Συντάγματος εκδόθηκε ο ν. 3068/ 2002, στο άρθρο 1 του οποίου ορίζεται ότι το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει. Με το άρθρο 20 του ν. 3301/2004 (ΦΕΚ Α263/23.12.2004) προστέθηκε τελευταίο εδάφιο στο άρθρο 1 του ως άνω νόμου, σύμφωνα με το οποίο δεν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του παρόντος και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ-ζ' της §2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι διαταγές πληρωμής), πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων. Η νομοθετική όμως αυτή ρύθμιση που απογορεύει την εκτέλεση διαταγής πληρωμής σε βάρος του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ., αντίκειται στις διατάξεις του ως άνω άρθρου 94 §4 του Συντάγματος, καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 20 §1, 95 §5 αυτού σε συνδυασμό με τα άρθρα 6 §1, 13 ΕΣΔΑ και 1 Κ Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (παρατηρήσεις Κ. Μπέη υπό την ΜΠρΑ 2913/2005 Δ 37. 532 επομ, Χ. Χρυσανθάκη "η δυνατότητα έκδοσης διαταγής πληρωμής κατά του Δημοσίου" Δ 37. 320, Βαθρακοκοίλη: ΚΠολΔ Ερμηνευτική - Νομολογιακή Ανάλυση, Συμπλ/κός Τόμος εκδ. 2006, αρθρ. 904 αρ., ΟλΑΠ 21/2001 Δ.2002,20, ΑΕΔ 18/2005 (γνωμ μειοψ), ΕφΑΘ 1837/2007ΝοΒ 2007.1143, ΕφΑΘ 4486/2006 ΝοΒ 2007.679, ΜονΠρΑΘ 3364/2007 ΝοΒ 2007.1839 , ΜονΠρΗρ 3878/2005, Αρμ 2006.443, contra ΜονΠρΤρι 138/2008 ΑρχΝ2009.85). Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής του , το ανακόπτον ισχυρίζεται ότι η επίδικη διαταγή πληρωμής δεν μπορεί να εκτελεστεί κατ' αυτού , διότι δεν έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου. Ο λόγος αυτός είναι νόμω αβάσιμος και πρέπει ν' απορριφθεί και τούτο διότι σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προαναφερθείσα μείζονα σκέψη, η διαταγή πληρωμής εκτελείται και προ του εξοπλισμού της με δεδικασμένου, καθώς εξομοιουται λειτουργικώς με την εν στενή εννοία δικαστική απόφαση, αφου , υπο προϋποθέσεις (633 παρ 2 ΚΠολΔ) , μπορεί να αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου. Η δυνατότητα της διαταγής πληρωμής να αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, σε συνδυασμό με το δικονομικό βάρος , αλλά και δικαίωμα του καθ' ου να εναντιωθεί δι' ανακοπής και να ζητήσει αναστολή της εκτελέσεως, εξουδετερώνουν τα επιχειρήματα της αντιθέτου απόψεως περί μειωμένης ωριμότητας της δικαστικής κρίσης που πράγματι συντρέχει κατά την έκδοση της ( Κ. Μπέης , παρέμβαση στο συνέδριο « Το Δημόσιο και η Πολιτική Δίκη, εκδ Σάκκουλα σ. 113). Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής του, το ανακόπτον ισχυρίζεται ότι η συντηρητική κατάσχεση εις χείρας της τρίτης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας είναι άκυρη , καθόσον με αυτή επιβλήθηκε δέσμευση επί απαιτήσεων χρηματικού αντικειμένου του Νοσοκομείου , που έχουν ταχθεί για την εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού , ιδίως τη καταβολή της μισθοδοσίας του επικουρικού ιατρικού προσωπικού , την ανελλιπή καθαριότητα των χώρων του νοσοκομείου , τη διαχείριση των επικίνδυνων αποβλήτων , τη σίτιση των ασθενών, την προμήθεια φαρμακευτικού υλικού και ιατροτεχνολογικών προϊόντων απαραίτητων για τη νοσηλεία των ασθενών κλπ. Βάσει των εκτεθέντων στη μείζονα σκέψη , στον πρώτο λόγο της ανακοπής , δεν είναι πλέον ανεπίτρεπτη η αναγκαστική εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων (που επιδικάζουν χρηματικές απαιτήσεις) κατά του Δημοσίου. Επειδή όμως η περιουσία των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου διακρίνεται σε πράγματα ( ενσώματα αντικείμενα), τα οποία έχουν ως προορισμό να εξυπηρετούν δια της χρήσεως τους, τους δημόσιου σκοπούς και στην ιδιωτική περιουσία, η οποία περιλαμβάνει τα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία εμμέσως μόνο δια της αξίας ή των προσόδων τους παρέχουν στα οικονομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου οικονομικά μέσα για την αντιμετώπιση των αναγκών και τη λειτουργία τους (ΟλΑΠ 17/2002 ΕλΔνη 43.1009). κατά δε τη διάταξη του άρθρου 4 παρ 1 ν 3068/2002«Η αναγκαστική εκτέλεση για να ικανοποιηθεί χρηματική απαίτηση κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών νπδδ γίνεται με κατάσχεση της ιδιωτικής περιουσίας αυτών. Αποκλείεται η κατάσχεση απαιτήσεων που πηγάζουν από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου ή απαιτήσεων χρηματικού ή μη αντικειμένου το οποίο έχει ταχθεί για την άμεση εξυπηρέτηση ειδικού δημοσίου σκοπού » ( Μον ΠρΑΘ 7034/2003 ΝΟΜΟΣ, ΜονΠρΑΘ 11287/2000, Αρμ 2000.1265, όπου νομολογία, Μον ΠρΠειρ 1212/1999, ΝοΒ 47.1980, ΜονΠρΑΘ 20976/1999 Δ 31.44, ΜονΠρΘηβ 360/1998, Δ 29.1079, όπου παρατηρήσεις Κτιστάκη, ολ.ΕλΣυν. 10/1999, Ελλ Δνη 41.1457, Σταματόπουλου, Αναγκαστική Εκτέλεση εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου). Για τη διάκριση δε ανάμεσα στη δημόσια περιουσία (ή ιδιωτική κτήση) του Ελληνικού Δημοσίου, Δήμων, Κοινοτήτων και εν γένει ΟΤΑ, αναγκαία είναι, κατ' αρχήν, η ανίχνευση των εκτός συναλλαγής πραγμάτων, έτσι όπως τα ορίζει η διάταξη του άρθρου 960 ΑΚ. Στη διάταξη αυτήν ορίζεται ότι "πράγματα εκτός συναλλαγής είναι τα κοινά σε όλους, τα κοινόχρηστα και τα προορισμένα στην εξυπηρέτηση δημοτών, δημοτικών, κοινοτικών ή θρησκευτικών σκοπών". Από την άποψη αυτήν ονομάζονται δημόσια πράγματα και συναποτελούν τη δημόσια κτήση, Εξαιρούνται, άλλωστε, από τις συναλλαγές και έτσι δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αναγκαστικής εκτελέσεως για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, χάρη ακριβώς του εξυπηρετουμένου αυτού συμφέροντος, το οποίο, ειδικότερα, διαφέρει ανάλογα με την κατηγορία: Για τα κοινά σε όλους συνίσταται, κυρίως, στην απόλαυση από όλους βασικών στοιχείων του περιβάλλοντος, για τα κοινόχρηστα επιπλέον και στην εξυπηρέτηση προπάντων των συγκοινωνιών, για τα πράγματα ειδικής χρήσης στη θεραπεία των ειδικών σκοπών των δημοσίων υπηρεσιών και για τα πράγματα θρησκευτικών σκοπών στην άσκηση της θείας λατρείας. Από την απαρίθμηση αυτή, τα κοινά σε όλους πράγματα, τα οποία, καίτοι δεν διευκρινίζει ο AK , είναι ο αέρας και η θάλασσα, τα κοινόχρηστα πράγματα, τα οποία είναι τα ενδεικτικώς αναφερόμενα στο άρθρο 967 ΑΚ και ανήκουν κατ' άρθρο 968 ΑΚ στο δημόσιο εφόσον δεν ανήκουν σε δήμο ή κοινότητα καθώς και τα πράγματα θρησκευτικών σκοπών, δεν παρουσιάζουν δυσκολίες στη διάκριση τους και την αντιμετώπιση τους και δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αναγκαστικής εκτελέσεως για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων. Δεν ισχύει όμως το ίδιο, ως προς την ευκολία της νομικής αντιμετώπισης της, και για την άλλη κατηγορία των εκτός συναλλαγής πραγμάτων, δηλαδή τα πράγματα ειδικής χρήσεως, που είναι προορισμένα για την εξυπηρέτηση δημόσιων, δημοτικών και κοινοτικών σκοπών. Τούτη η κατηγορία αναφέρεται στα δημόσια εκείνα πράγματα, τα οποία έχουν κατασκευασθεί ή διαμορφωθεί ειδικά για την αποκλειστική εξυπηρέτηση και λειτουργία των ειδικών σκοπών και λειτουργιών μιας δημόσιας υπηρεσίας και εξαιρούνται από τις συναλλαγές για χάρη ακριβώς του εξυπηρετούμενου αυτού συμφέροντος. Δυο λοιπόν είναι τα στοιχεία, τα οποία συνθέτουν την έννοια των πραγμάτων ειδικής χρήσης: ο σκοπός τον οποίο τα πράγματα αυτά εξυπηρετούν και ο προορισμός τους σε εξυπηρέτηση. Δημόσιος γενικά σκοπός είναι εκείνος που έχει αναχθεί σε σκοπό της πολιτείας και επιδιώκεται μέσα από τον μηχανισμό μιας δημόσιας υπηρεσίας με τη χρήση των μέσων του δημοσίου δικαίου. Συνεπώς, δημόσιος σκοπός είναι ο σκοπός μιας δημόσιας υπηρεσίας, αλλά και οι επιδιωκόμενοι από όλα τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που ασκούν διοίκηση. Περαιτέρω, η έννοια του προορισμού του πράγματος σε εξυπηρέτηση σημαίνει την ειδική, αποκλειστική και ουσιαστική προσαγωγή του πράγματος στις ανάγκες της δημόσιας υπηρεσίας, ώστε να εξυπηρετείται καλύτερα ο δημόσιος σκοπός. Εξάλλου, η δημόσια περιουσία του κράτους περιλαμβάνει τα πράγματα που υπηρετούν αυτούσια δημόσιους σκοπούς και είναι αμέσως απαραίτητα για την εκπλήρωση των λειτουργιών του κράτους, ενώ η ιδιωτική περιουσία του κράτους αποτελείται από τα πράγματα και λοιπά περιουσιακά στοιχεία, τα οποία συμβάλλουν στην εκπλήρωση δημόσιων σκοπών όχι αυτουσίως και άμεσα αλλά έμμεσα με τις προσόδους και την αξία τους. Κρίσιμο λοιπόν κριτήριο εν προκειμένω είναι ο σκοπός που εξυπηρετεί το πράγμα. Έτσι, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να εξετάζεται ο σκοπός που επιδιώκεται με το πράγμα, ώστε στη συνέχεια να ενταχθεί αυτό στη δημόσια ή την ιδιωτική περιουσία του κράτους και εντεύθεν να ελεγχθεί αν υπόκειται ή όχι σε αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση των δανειστών του. Εν κατακλείδι, δεν αρκεί ότι η φερόμενη ως δημόσια περιουσία του κράτους (ενσώματο αντικείμενο κινητό ή ακίνητο) είναι ικανή να θεραπεύσει δημόσιους σκοπούς, αλλά θα πρέπει να έχει ήδη και αφιερωθεί στη θεραπεία συγκεκριμένου δημοσίου σκοπού. Επιπροσθέτως, θα πρέπει τούτη η αφιέρωση, κατά της αρχές της αναλογικότητας, να είναι απολύτως απαραίτητη, με αντικειμενικά μέτρα, ελεγχόμενα από το Δικαστήριο, για την εκπλήρωση του δημοσίου αυτού σκοπού. Στην προκειμένη περίπτωση από τις καταθέσεις των μαρτύρων , και ειδικότερα από την κατάθεση της μάρτυρος του ανακόπτοντος , η οποία κατέθεσε ότι « από το συγκεκριμένο λογαριασμό καλύπτονται όλες ανεξαιρέτως οι ανάγκες του νοσοκομείου, χωρίς να υπάρχει κάποια διάκριση ως προς τα κονδύλια που εισέρχονται στο λογαριασμό και τις ανάγκες που αυτά εξυπηρετούν», προκύπτει ότι δεν είναι σαφές ποιο μέρος των χρημάτων του κατασχεθέντος λογαριασμού έχει αφιερωθεί στη θεραπεία συγκεκριμένου δημόσιου σκοπού και συνεπώς εμπίπτει στην κατηγορία των ακατάσχετων και ποιο καλύπτει γενικότερες ανάγκες , και επομένως είναι δεκτικό κατάσχεσης. Επομένως λόγω της πιο πάνω σύμμιξης , η οποία οδηγεί στην απώλεια της αυτοτέλειας εκάστου επιμέρους κονδυλίου, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ακατάσχετο το σύνολο των χρημάτων του κατασχεθέντος λογαριασμού, κρίση η οποία θα οδηγούσε στην αδυναμία αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του πιο πάνω ΝΠΔΔ και η δυνατότητα αναγκαστικής εκτέλεσης κατ' αυτού θα απέβαλλε κάθε σχεδόν περιεχόμενο. Βάσει των ανωτέρω, η εν λόγω τραπεζική κατάθεση ανήκει στην ιδιωτική περιουσία του ανακόπτοντος και δεν έχει ταχθεί για την άμεση εξυπηρέτηση ειδικού δημόσιου σκοπού, δεδομένου εξάλλου ότι όταν πρόκειται για χρήματα προερχόμενα από επιχορηγήσεις το Δημοσίου, αυτά τοποθετούνται σε ειδικούς λογαριασμούς, οι οποίοι τηρούνται αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση του σκοπού της επιχορήγησης , γεγονός που δεν προέκυψε ότι συντρέχει στην κρινόμενη υπόθεση και συνεπώς ο πιο πάνω τραπεζικός λογαριασμός δεν εμπίπτει στην κατηγορία των ακατασχετων και ο σχετικός λόγος της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής του το ανακόπτον ισχυρίζεται, αφενός μεν ότι δεν είναι επιτρεπτή η επισπευδόμενη εκτέλεση σε βάρος της περιουσίας του με την επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης επ' αυτής , παρά μόνο η αναγκαστική εκτέλεση βάσει των αντίστοιχων διατάξεων του ΚΠολΔ και αφετέρου ότι δεν συντρέχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την επιβολή αυτής {συντηρητικής κατάσχεσης) , και ειδικότερα της επείγουσας περίπτωσης και της αποτροπής του επικείμενου κινδύνου, λόγω της φερεγγυότητας του ως ΝΠΔΔ.
Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος και τούτο διότι , κατά τα προαναφερθέντα εγκύρως εφαρμόζονται κατά του Δημοσίου διατάξεις αναγκαστικής εκτέλεσης και συνεπώς επιτρέπεται να επιβάλλεται εγκύρως το επιεικέστερο μέτρο της συντηρητικής κατάσχεσης, αναφορικά δε με τον ισχυρισμό ότι δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις της λήψεως του ασφαλιστικού μέτρου , λόγω της φερεγγυότητας του ανακόπτοντος, πρέπει να παρατηρηθεί ότι: α) μετα τις ρυθμίσεις του ν 3329/2005 και του ν 3370/2005 οι ΔΥΠΕ απέκτησαν στις 3-5-2005 την κυριότητα επι της κινητής και ακίνητης περιουσίας των καταργηθέντων ΠΕΣΥΠ , στην οποία περιλαμβανόταν η περιουσία των νοσοκομείων του ΕΣΥ και των Μονάδων Κοινωνικής Φροντίδας, που είχε προηγουμένως περιέλθει στα ΠΕΣΥΠ , β) τα νοσοκομεία του ΕΣΥ διατήρησαν το δικαίωμα χρήσης και διαχείρισης επί της περιουσίας τους, που είχε περιέλθει στα καταργηθέντα ΠΕΣΥΠ και ήδη έχει περιέλθει στις ΔΥΠΕ και γ) τα νοσοκομεία του ΕΣΥ, ως αυτοτελή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου από 3-5-3005 , έχουν αυτοτελώς δικαίωμα απόκτησης ιδίας περιουσίας ( υπ' αριθμ 88/2006 γνωμοδότηση του Δ' τμήματος του Νομικού συμβουλίου του Κράτους), επομένως το ανακόπτον , δεδομένου ότι έχει κατά τα προεκτεθέντα καταστεί αυτοτελές νομικό πρόσωπο , με δικό του προϋπολογισμό, δεν δύναται να επικαλείται τη φερεγγυότητα του Ελληνικού Δημοσίου, ως λόγο έλλειψης επικείμενου κινδύνου για την επιβολή της συντηρητικής κατάσχεσης σε βάρος, το ίδιο δε , όπως χαρακτηριστικά κατέθεσε η κατά πρόταση του εξετασθείσα μάρτυρας, στερείται άλλης , πλην του επίδικου λογαριασμού, κινητής ή ακίνητης περιουσίας. Με τον πέμπτο λόγο της ανακοπής του, το ανακόπτον ισχυρίζεται ότι ακύρως επιβλήθηκε σε βάρος του συντηρητική κατάσχεση πριν του επιδοθεί η διαταγή πληρωμής, και πριν παρέλθει η προθεσμία των 60 ημερών που ορίζει η διάταξη του άρθρου 4 παρ 2 του ν 3068/2002. Ο πιο πάνω λόγος είναι απορριπτέος, διότι στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, δεδομένου ότι κατά τα προεκτεθέντα η επιβολή της συντηρητικής κατασχέσεως πραγματοποιήθηκε κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 724 ΚΠολΔ, η οποία ορίζει ότι ο δανειστής μπορεί με βάση διαταγή πληρωμής χρηματικών απαιτήσεων να επιβάλει συντηρητική κατάσχεση στα χέρια του οφειλέτη ή τρίτου για το ποσό που ορίζεται με τη διαταγή πληρωμής ότι πρέπει να καταβληθεί και συνεπώς στην προκείμενη περίπτωση λαμβάνεται ασφαλιστικό μέτρο εκ του νόμου , το οποίο , εγκύρως επιβλήθηκε σε βάρος της ιδιωτικής περιουσίας του ανακόπτοντος, χωρίς να τηρηθεί η προθεσμία των 60 ημερών, η οποία αφορά την επιβολή αναγκαστικής και μόνο εκτέλεσης, χωρίς να είναι δυνατόν να γίνει αναλογική εφαρμογή και επί της παρούσας διαδικασίας του άρθρου 724 . Με τον έκτο λόγο της ανακοπής, το ανακόπτον ισχυρίζεται ότι ο τρόπος άσκησης των ουσιαστικών και δικονομικών δικαιωμάτων της καθ'ης αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 281 ΑΚ , επειδή είχε ξεκινήσει πριν την έκδοση της διαταγής πληρωμής η διαδικασία για την υπαγωγή της οφειλής του προς την καθ' ης, σε ρύθμιση. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί , δεδομένου ότι σύμφωνα όσα θα εκτεθούν εκτενέστερα παρακάτω υπο τον όγδοο λόγο, αφενός μεν η υπαγωγή της καθ'ης στη ρύθμιση ήταν δυνητική και η ίδια δεν την αποδέχθηκε και αφετέρου μετά την μη επίτευξη αυτής (ρύθμισης) , ουδεμία απαγόρευση δεν υφίστατο να επιδιώξει η καθ' ης δικαστικά την είσπραξη των οφειλομένων . Με τον έβδομο λόγο της ανακοπής του το ανακόπτον ισχυρίζεται ότι οι υπ' αριθμ 26378/2009 και 26380/2009 διαταγές πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης εκδόθηκαν χωρίς να συντρέχει ουσιώδης δικονομική προϋπόθεση, που αφορά τη φύση της επιδικασθείσας απαίτησης και επομένως ακύρως επιβλήθηκε , βάσει αυτών η επίμαχη συντηρητική κατάσχεση. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος και τούτο διότι κατά τα εκτεθέντα στο πρώτο λόγο τ ανακοπής είναι δυνατή η έκδοση διαταγής πληρωμής κατά το Δημοσίου και των λοιπών ΝΠΔΔ υπο τις εκεί αναφερόμενες προϋποθέσεις. Ειδικότερα, η ακυρότητα μιας διαταγής πληρωμής θεμελιώνεται στην έλλειψη νόμιμης προϋπόθεσης αναφορικά με την έκδοση της. Η (ελλείπουσα) νόμιμη προϋπόθεση αφορά στη φύση της χρηματικής απαιτήσεως για την οποία ζητείται η διαταγή πληρωμής, διότι, κατά την ορθή έννοια του άρθρου 623 ΚΠολΔ, διαταγή πληρωμής δεν μπορεί να ζητηθεί για κάθε φύσεως χρηματική απαίτηση, αλλά για εκείνες μόνον τις χρηματικές απαιτήσεις που ο νόμος επιτρέπει. Οι δε χρηματικές απαιτήσεις, που νομικό και ιστορικό θεμέλιο έχουν (γνήσια) διοικητική σύμβαση, δεν περιλαμβάνονται μεταξύ αυτών. Συγκεκριμένα: για την έκδοση διαταγής πληρωμής ο ΚΠολΔ τάσσει ορισμένες θετικές και αρνητικές προϋποθέσεις. Οι πρώτες διατυπώνονται στο άρθρο 624. Η αναφορά όμως αυτών των προϋποθέσεων δεν είναι εξαντλητική, διότι, παράλληλα με τυχόν αλλά απαράδεκτα που προβλέπονται σε γενικές ή ειδικότερες διατάξεις, η φύση των χρηματικών απαιτήσεων, για τις οποίες μπορεί να εκδοθεί διαταγή πληρωμής, οριοθετείται συμπληρωματικά αλλά καθοριστικά (και) από το άρθρο 632. Το άρθρο αυτό προβλέπει τη δυνατότητα προσβολής της διαταγής πληρωμής με ανακοπή ενώπιον του υλικά αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου. Αυτό άλλωστε είναι αναγκαίο για να ικανοποιηθεί η συνταγματική επιταγή για παροχή έννομης προστασίας (άρθρο 20 Συντάγματος) και η επιταγή του άρθρου 6 παρ. 1 Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα δικαιώματα του ανθρώπου, αφού ο οφειλέτης δεν ακούσθηκε κατά τη διαδικασία εκδόσεως της διαταγής πληρωμής. Ρητά άλλωστε το άρθρο 630 περ. 3 επιβάλλει να αναγράφεται σχετική υπόμνηση στη διαταγή πληρωμής. Από το συνδυασμό, λοιπόν, των άρθρων 623, 630 περ. 3 και 632 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι απαραίτητη προϋπόθεση για να εκδοθεί διαταγή πληρωμής για μια χρηματική απαίτηση είναι (μεταξύ άλλων και) η δυνατότητα του οφειλέτη να ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής ενώπιον του αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου. Ο νομοθέτης του ΚΠολΔ, χορηγώντας στο δικαστή της πολιτικής δικαιοσύνης την εξουσία να εκδίδει, χωρίς προηγούμενη ακρόαση, διαταγή πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις, ήθελε να περιορίσει την εξουσία του αυτή μόνον σ εκείνες τις απαιτήσεις για τις οποίες το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο θα είχε δικαιοδοσία να εξετάσει -μετά από ανακοπή- την ουσία της διαφοράς. Ετσι ο νομοθέτης, θεσμοθετώντας τη διαταγή πληρωμής, είχε ασφαλώς κατά νου τις χρηματικές απαιτήσεις του κύκλου δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων. Η πολιτική δικονομία άλλωστε αναφέρεται σε διαφορές που υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Γ αυτό και προέβλεπε ρητά ότι η ανακοπή θα ασκούνταν ενώπιον τους. Με τον τρόπο αυτόν έμμεσα αλλά με σαφήνεια οριοθέτησε τις χρηματικές απαιτήσεις, για τις οποίες θα μπορούσε να εκδοθεί διαταγή πληρωμής, με βασικό και πρώτιστο κριτήριο τα όρια δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων. Ακολούθως έθεσε και άλλους περιορισμούς, όπως λ.χ. την απόδειξή τους με έγγραφο, τη μη εξάρτηση τους από αίρεση κλπ. Με άλλα λόγια η δυνατότητα που παρέχει ο ΚΠολΔ για την έκδοση διαταγής πληρωμής αφορά αποκλειστικά εκείνες μόνον τις χρηματικές απαιτήσεις των οποίων μπορεί να εξαφανισθεί η (κατόπιν ανακοπής του άρθρου 632 Κ ΠολΔ) δικαστική διάγνωση από το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο. Επειδή όμως ανακοπή δεν μπορεί να ασκηθεί για χρηματική απαίτηση από γνήσια σύμβαση διοικητικού δικαίου ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, δεδομένου ότι η εκδίκαση τέτοιων διαφορών υπάγεται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, a contrariο συνάγεται ότι είναι αδύνατη κατά νόμον και η έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση χρηματική απαίτηση. Οταν λοιπόν φέρεται ενώπιόν του αρμοδίου δικαστή αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση χρηματική απαίτηση για την οποία δεν μπορεί, για έλλειψη δικαιοδοσίας ή για άλλο λόγο, να ασκηθεί ανακοπή ενώπιον του αρμοδίου υλικά πολιτικού δικαστηρίου, οφείλει κατ' εφαρμογή του άρθρου 628 περ. α ΚΠολΔ να απορρίψει την αίτηση, διότι δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοση διαταγής πληρωμής (βλ. Γ. Αποστολάκη, Διαταγή πληρωμής για χρηματική απαίτηση από (γνήσια) διοικητική σύμβαση, Αρμ 2001.1317). Η δυνατότητα επομένως που παρέχει ο ΚΠολΔ για την έκδοση διαταγής πληρωμής αφορά αποκλειστικά εκείνες μόνο τις χρηματικές απαιτήσεις των οποίων μπορεί να εξασφαλισθεί η ( κατόπιν ανακοπής των άρθρων 632 ή 633 ΚΠολΔ) δικαστική διάγνωση με ισχύ δεδικασμένου από το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο. ( ΕφΠατρ 286/2007 Αρμ 2008.85, ΕφΑΘ 132/2005ΝΟΜΟΣ, ΕφΘρ 105/2005 Αρμ 2005.1757, ΜΠρΘες 33347/2008 Αρμ 2008.1909, ΜΠρΛαμ 46/2007 Αρμ 2008.301, contra ΕφΑθ 3921/2007 ΝΟΜΟΣ ΠΠρΒολ 15/2002 ΕλΔνη 2004.921). Ανάλογη είναι και η θέση που γίνεται δεκτή στα πλαίσια του γερμανικού δικαίου. Οι διατάξεις του γερμανικού κώδικα πολιτικής δικονομίας για την έκδοση διαταγής πληρωμής εφαρμόζονται αποκλειστικά για εκείνες τις χρηματικές απαιτήσεις των οποίων η δικαστική διάγνωση υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και εκδικάζεται κατά τον γερμανικό κώδικα πολιτικής δικονομίας. Ετσι, δεν εφαρμόζονται όταν η χρηματική απαίτηση εκδικάζεται κατά τις διατάξεις του κώδικα δικονομίας άλλου δικαιοδοτικού κλάδου, όπως του κώδικα διοικητικής δικονομίας, του κώδικα φορολογικής δικονομίας και του κώδικα δικονομίας των κοινωνικών ασφαλίσεων (βλ. τις παραπομπές στους Schlosser , στην Ερμηνεία Stein - Jonas και Holch στην ερμηνεία Monchener Kommentar , που περιέχονται στη μελέτη Κ. Μπέης, Διαταγή πληρωμής, ό.π., σελ.509). Περαιτέρω στην έννοια της διοικητικής συμβάσεως υπάγεται κάθε σύμβαση, στην οποία : α) το ένα τουλάχιστον συμβαλλόμενο μέρος είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή ΝΠΔΔ, β) με τη σύναψη της συμβάσεως επιδιώκεται η ικανοποίηση δημοσίου σκοπού και γ) το Ελληνικό Δημόσιο ή το ΝΠΔΔ είτε βάσει των κανονιστικών ρυθμίσεων, που διέπουν τη σύμβαση είτε βάσει ρητρών , που αποκλίνουν του κοινού δικαίου , βρίσκεται σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλομένου, ήτοι σε θέση μη προσιδιάζουσα στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό , με τη δυνατότητα μονομερούς επεμβάσεως στο συμβατικό δεσμό, με άσκηση ελέγχου και επιβολή κυρώσεων . Στο πλαίσιο αυτό, από τις διατάξεις του ν 2286/1995 « Προμήθειες του δημοσίου τομέα και ρυθμίσεις συναφών θεμάτων»(ΦΕΚ Α 19) του πδ 370/1995 « Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας περι κρατικών προμηθειών» ( ΦΕΚ Α 199) συνάγεται ότι με αυτές θεσπίζεται ιδιαίτερο νομικό καθεστώς υπέρ του δημοσίου , στο πλαίσιο του οποίου αυτό κατέχει υπερέχουσα θέση έναντι των αντισυμβαλλομένων του, δικαιούμενο να επεμβαίνει μονομερώς στο συμβατικό δεσμό. Επομένως, συμβάσεις που συνάπτονται από ΝΠΔΔ , κατά τη νομοθεσία περι προμηθειών του δημοσίου, με αντικείμενο την άσκηση δημόσιας υπηρεσίας υπο λειτουργική έννοια, δηλαδή αφορούν σε δραστηριότητα με αντικείμενο την παροχή αγαθών ή υπηρεσιών προς τους διοικουμένους, για την ικανοποίηση βασικών αναγκών τους, όπως για παράδειγμα η προμήθεια ιατροφαμακευτικών ειδών από τα δημόσια νοσοκομεία, που αποσκοπούν στην επίτευξη δημόσιου σκοπού και δη , τη δημόσια υγεία, με την άμεση παροχή υπηρεσιών προς τους ασθενείς διοικουμένους, φέρουν το χαρακτήρα διοικητικής συμβάσεως και οι εξ αυτών διαφορές επιλύονται από το αρμόδιο διοικητικό εφετείο ( ΕπΑνΣτΕ 44/2002 αδημ. ΣτΕ 480/2001 οπ, Σπηλιωτόπουλο Εγχειρίδιο Διοικητικού δικαίου εκδ. 2001, σελ 197 επ), ενώ , αντιθέτως, σε περίπτωση προμηθειών με απευθείας παραγγελίες, χωρίς να έχει καταρτιστεί σχετική σύμβαση σύμφωνα με τους όρους και τις διαδικασίες που ορίζουν οι άνω διατάξεις, οι εξ αυτών αναφυόμενες διαφορές δημιουργούνται στο πλαίσιο έννομης σχέσης ιδιωτικού δικαίου και όχι διοικητικής συμβάσεως και , συνεπώς, δεν υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων,( ΔιοικΕφΑΘ 1685/2007, 2842/2007, ΔιοικΕφΠειρ2191/2007, ΠολΠρωτΑΘ 5095/2009 αδημ). Στην προκείμενη περίπτωση, η ανακύψασα μεταξύ του ανακόπτοντα και της καθ' ης διαφορά από τη μη καταβολή εκ μέρους του πρώτου του τιμήματος των πωληθέντων σε αυτό φαρμάκων, λόγω μη συνάψεως συμβάσεως προμήθειας κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις περί προμηθειών του δημοσίου , δεν αποτελεί διοικητική σύμβαση και , συνακόλουθα, κάθε διαφορά από αυτήν υπάγεται στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων. Κατ' ακολουθία τούτων και σύμφωνα με την προεκτεθείσα μείζονα σκέψη, για τη απαίτηση αυτή μπορούσε να εκδοθεί διαταγή πληρωμής κατά τα άρθρα 624 έως 634 ΚΠολΔ, διότι είναι μεταξύ εκείνων των απαιτήσεων τις οποίες ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας επιτρέπει την έκδοση διαταγής πληρωμής και συνεπώς ο έβδομος λόγος της ανακοπής πρέπει ν' απορριφθεί. Με τον όγδοο λόγο της ανακοπής το ανακόπτον ισχυρίζεται ότι κατά το χρόνο έκδοσης της υπ' αριθμ 26380/2009 διαταγής πληρωμής οι επιδικασθείσες μ' αυτή απαιτήσεις είχαν αποσβεστεί, λόγω υπαγωγής της καθ' ης σε ρύθμιση . Είναι γεγονός ότι όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ πρωτ. ΓΓ 676/2-42009 εγκύκλιο του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης , με αντικείμενο τη ρύθμιση από το Ελληνικό δημόσιο των οφειλών των νοσοκομείων του ΕΣΥ προς τους προμηθευτές τους , προβλέφθηκε ειδική διαδικασία ρύθμισης των οφειλών που είχαν δημιουργηθεί μέχρι την 31-12-2008, η καθ'ης όμως εταιρία αν και υπάγεται στην κατηγορία των προμηθευτών φαρμάκων, δεν αποδέχθηκε τη διαδικασία ρύθμισης των υφιστάμενων προς αυτήν οφειλών του ανακόπτοντος, όπως με κατηγορηματικότητα και μετά λόγου γνώσεως κατέθεσε η κατά πρόταση της εξετασθείσα μάρτυρας, υπεύθυνη του λογιστηρίου, σε αντίθετο δε συμπέρασμα δεν μπορεί να οδηγεί το Δικαστήριο από το γεγονός ότι η καθ' ης υπέβαλλε στο λογιστήριο του ανακόπτοντος τα επικαλούμενα από το τελευταίο δικαιολογητικά, δεδομένου ότι , όπως κατέθεσε και η μάρτυρας της καθ' ης αυτά (δικαιολογητικά) κατατέθηκαν προκειμένου να επιτευχθεί η είσπραξη των οφειλομένων ποσών , σε κάθε δε περίπτωση η υπαγωγή στη ρύθμιση των χρεών είναι δυνητική και όχι υποχρεωτική (ΤρΔιοικΕφΘες 1186/2007 αδημ., ΠολΠρΛαμ 70/2009 ΝΟΜΟΣ ). Σε κάθε δε περίπτωση η πιο πανω διαδικασία της ρύθμισης, έπαυσε να ισχύει διότι ο ΣΦΕΕ ( Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος) στον οποίο συμμετέχει και η καθ'ης με την από 17-9-2009 απόφαση του ΔΣ , δήλωσε ότι αποχωρεί από τις συζητήσεις για τη ρύθμιση των χρεών με τον προτεινόμενο από το Ελληνικό Δημόσιο τρόπο . Βάσει των πιο πάνω , ο όγδοος λόγος της ανακοπής περί απόσβεσης της απαίτησης που περιλαμβάνεται στην υπ' αριθμ 26380/2009 διαταγής πληρωμής πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Τέλος με τον ένατο λόγο της ανακοπής, ισχυρίζεται το ανακόπτον ότι κατά παράβαση του νόμου επιδικάσθηκαν με την διαταγή πληρωμής , τόκοι υπερημερίας υπολογιζόμενοι από την αναφερόμενη σ' αυτή (διαταγή πληρωμής) δήλη ημέρα πληρωμής εκάστου τιμολογίου. Ο λόγος αυτός είναι μη νόμιμος και απορριπτέος διότι κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ 2δ του πδ 166/2003 « εάν δεν συμφωνήθηκε ορισμένη μέρα ή προθεσμία πληρωμής της αμοιβής , ο οφειλέτης γίνεται 1 α του άρθρου 3 του παρόντος , η προθεσμία καταβολής τόκων σε κάθε μια από τις παραπάνω περιπτώσεις , ορίζεται αποκλειστικώς σε 60 ημέρες. Όπως δε προκύπτει από τα προσκομισθέντα από την καθ' ης τιμολόγια πώλησης προς τον ανακόπτοντα , επι πιστώσει, υφίσταται ρητή αναγραφή «επί πιστώσει μετρητά εντός 60 ημερών», γεγονός εξάλλου το οποίο δεν αμφισβητεί το ανακόπτον , αλλά αντίθετα συνομολογεί, περιοριζόμενο στην επίκληση των διατάξεων του άρθρου 4 του ΠΔ 166/200 σε συνδ. με τις διατάξεις των άρθρων 9 παρ 2 και 10 παρ 2 περ γ του ΠΔ 108/1993, και ισχυριζόμενο βάσει αυτών, ότι η παραλαβή του φαρμακευτικού και λοιπού υλικού γίνεται από τριμελή επιτροπή υπαλλήλων του νοσοκομείου, η οποία προβαίνει στη σύνταξη πρωτοκόλλου παραλαβής και δελτίου εισαγωγής, το οποίο και αποτελεί το νόμιμο παραστατικό που αποδεικνύει την παραλαβή και εισαγωγή των υλικών στη διαχείριση του φαρμακείου και ότι λόγω της μη προσκομιδής σχετικών εγγράφων παραλαβής κατά την έκδοση της διαταγής πληρωμής, δεν προέκυπταν οι ημερομηνίες ολοκλήρωσης της διαδικασίας αποδοχής και ελέγχου των παραληφθέντων από το Νοσοκομείο ειδών και συνεπώς ο χρόνος έναρξης τοκοφορίας της κατ' αυτής απαίτησης. Ο πιο πάνω λόγος όμως , σύμφωνα με τα προαναφερθέντα είναι απορριπτέος, δεδομένου ότι ρητά προκύπτει από το διάταξη του άρθρου 4 παρ 2δ του πδ 166/2003 ο χρόνος τοκοφορίας του κάθε επιμέρους τιμολογίου , η λειτουργία δε της επιτροπής παραλαβής των νοσοκομειακών φαρμακείων , αφορά καθαρά εσωτερικές διαδικασίες του Νοσοκομείου και εξασφαλίζει άλλους σκοπούς και όχι την βεβαίωση της παραλαβής των πιο πάνω φαρμάκων, γεγονός εξάλλου που όπως προαναφέρθηκε , δεν αμφισβητεί το ανακόπτον. Κατόπιν τούτων και εφόσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος με την ανακοπή, εκτός από τους ανωτέρω που απορρίφθηκαν, πρέπει η κρινόμενη ανακοπή να απορριφθεί στο σύνολο της. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, διότι η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ κατ' αντιμωλία των διαδίκων ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στη Θεσσαλονίκη στις 23 Οκτωβρίου 2009, με την παρουσία της γραμματέως, Αφροδίτης Παπαδήμα.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Κείμενο Απόφασης
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Κείμενο
Απόφασης
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
|