Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΧΡΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΝΠΔΔ




  Διάκριση δημόσιας (που δεν κατάσχεται) και ιδιωτικής (που κατάσχεται) περιουσίας του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ.

  Στην ιδιωτική περιουσία ανήκουν οι πάσης φύσεως απαιτήσεις, ανεξάρτητα από την προέλευσή τους. 
  Χρήματα από ανταποδοτικά τέλη δεν κατάσχονται, όχι γιατί δεν ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία αλλά γιατί πρόκειται για απαιτήσεις που εξαρτώνται από αντιπαροχή και για τον λόγο αυτό είναι ακατάσχετες (982 παρ.1  περ. α ΚΠολΔ).
  Ο ισχυρισμός ότι γενικά και αόριστα ένας τραπεζικός λογαριασμός περιέχει και χρήματα προοριζόμενα για σκοπό , που τα καθιστά ανεπίδεκτα κατάσχεσης, δεν αρκεί για το ακατάσχετο των χρημάτων του λογαριασμού. 
   Δεν είναι ακατάσχετα χρήματα προερχόμενα από φόρους, ούτε προοριζόμενα για την μισθοδοσία του προσωπικού του δημοσίου ή ΝΠΔΔ. 
 Εξαίρεση στις παραπάνω παραδοχές εισάγει η υπ' αριθμ. 223/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πρέβεζας, το σκεπτικό της οποίας γενικευόμενο, αν γίνει δεκτό, τότε μπορεί να οδηγήσει στο ακατάσχετο κάθε τραπεζικής κατάθεσης του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ (δεν εκπλήσσει, βέβαια, εν όψει της προσαρμογής και των δικαστικών αποφάσεων στις δημοσιονομικές ανάγκες του ελληνικού κράτους, ιδίως όταν πρόκειται για την πληρωμή μισθών εργαζομένων του δημοσίου- το ότι από το κατασχεθέν ποσό ίσως να περίμεναν να πληρωθούν κάποιοι εργαζόμενοι , που εργάζονται στην επιχείρηση, που επέβαλε την κατάσχεση, προφανώς δεν ευαισθητοποιεί κανέναν).   
     ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

Δικαστήριο:ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Τόπος:ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:17
Ετος:2002

Περίληψη

Κατάσχεση αξίωσης Ο.Τ.Α. για φόρους και τέλη σε χέρια τρίτων - Τέλη καθαριότητας, φωτισμού και απορριμμάτων - Τέλος ακίνητης περιουσίας (Τ.Α.Π.) -. Πότε επιτρέπεται η κατάσχεση περιουσίας των Ο.Τ.Α. Τι περιλαμβάνεται στην ιδιωτική και στη δημόσια περιουσία Ο.Τ.Α. Κατασχετό αξίωσης Ο.Τ.Α. για Τ.Α.Π. Ακατάσχετο αξίωσης Ο.Τ.Α. για ανταποδοτικά τέλη καθαριότητας, φωτισμού και απορριμμάτων. Αντίθετη μειοψηφία.
Κείμενο Απόφασης

Αριθμός 17/2002

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Β Σύνθεσης: Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο, Ευάγγελο Κρουσταλάκη, Αντιπρόεδρο, Μιχαήλ Καρατζά, Πέτρο Κακκαλή, Σπυρίδωνα Γκιάφη, Γρηγόριο Φιλιππάτο, Παναγιώτη Φιλιππόπουλο, Θεόδωρο Λαφαζάνο, Νικόλαο Γεωργίλη, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Κωνσταντίνο Βαλμαντώνη, Δημήτριο Παπαμήτσο, Γεράσιμο Σιμόπουλο, Αθανάσιο Κρητικό, Ρωμύλο Κεδίκογλου, Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Χρήστο Μπαλντά, Γεώργιο Ναυπλιώτη, Ανάργυρο Πλατή - Εισηγητή, Ευριπίδη Αντωνίου και Χρήστο Μπαβέα, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης).

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 17 Ιανουαρίου 2002, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Διονυσίου Κατσιρέα και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ:

Της καλούσας - αναιρεσείουσας: Εταιρείας με την επωνυμία ..., που εδρεύει στο Γουίλμινγκτον της πολιτείας του Ντέλαγουερ (Delaware) των Η.Π.Α. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γ.Ξ..
Της καθής η κλήση - αναιρεσίβλητης:...

ΠΩΣ ΜΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟΥ, Η 314/2013 ΤΟΥ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟΥ ΝΕΑΣ ΙΩΝΙΑΣ, ΑΓΝΟΕΙ ΤΗΝ ΠΑΓΙΑ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ, ΠΟΥ ΜΑΛΙΣΤΑ ΕΧΕΙ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕΙ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΔΥΟ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ !!!

Με την υπ' αριθμό 314/2013 απόφαση του Ειρηνοδικείου Νέας Ιωνίας γίνεται δεκτό ότι η διάταξη του άρθρου 633 παρ. 2 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία εάν η διαταγή πληρωμής επιδοθεί πρώτη φορά στον καθ' ου , χωρίς αυτός  να ασκήσει ανακοπή κατ' αυτής εντός δέκα πέντε (15) εργασίμων ημερών από την επίδοση  και στην συνέχεια δεύτερη φορά , χωρίς και πάλι ο καθ' ου  να ασκήσει ανακοπή εντός δέκα (10) εργασίμων ημερών από την δεύτερη επίδοση  , αποκτά ισχύ δεδικασμένου, είναι αντισυνταγματική , με αποτέλεσμα ο καθ' ου η διαταγή πληρωμής  να μπορεί να προβάλει τις αιτιάσεις του κατά της απαίτησης στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, με ανακοπή του άρθρου 933 του ΚΠολΔ.
     Η παραπάνω απόφαση, που παρατίθεται παρακάτω, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου, σχετικές αποφάσεις του οποίου επίσης παρατίθενται παρακάτω.
    Είναι αυτονόητο ότι η άποψη της δικαστού, που εξέδωσε την παραπάνω απόφαση , αξίζει του πλήρους σεβασμού στο πλαίσιο του επιστημονικού διαλόγου καθώς και της δικαστικής ανεξαρτησίας, έστω κι αν αποτελεί ίσως μοναδική παραφωνία στην ομοφωνία της θεωρίας και της νομολογίας των δικαστηρίων, μεταξύ των οποίων , επαναλαμβάνεται, περιλαμβάνεται ο Άρειος Πάγος, με αποφάσεις και της Ολομέλειάς του. 
     Όμως , πέραν του ότι η παραπάνω απόφαση δεν βρίσκει κανένα ισχυρό έρεισμα στην νομολογία και την θεωρία ως προς την ορθότητά της (κάτι, που όμως τίποτε δεν αποκλείει να συμβεί στο μέλλον) , δεν μπορεί να διαφύγει της προσοχής μας ότι εάν γίνει δεκτή η παραδοχή της 314/2013 απόφασης του Ειρηνοδικείου Νέας Ιωνίας, τότε οδηγούμεθα σε πλήρη ανασφάλεια δικαίου και σε αποδυνάμωση, έως πλήρη απαξίωση, της διαταγής πληρωμής , αφού εάν γίνει δεκτό ότι η διαταγή πληρωμής δεν παράγει δεδικασμένο ως προς την απαίτηση, με τον τρόπο, που παραπάνω αναφέρεται,  τότε θα συντηρείται μία αβεβαιότητας ως προς την ύπαρξη της απαίτησης, που εξόπλισε με τίτλο εκτελεστό η διαταγή πληρωμής, ίσως και επί πολλά έτη μετά την έκδοσή της. 
     Επιπλέον , εάν γίνει δεκτή η παραπάνω άποψη, τότε θα υπάρξει  μία ακόμη παράπλευρη συνέπεια και συγκεκριμένα  η διαταγή πληρωμής, έστω κι αν έχει επιδοθεί δύο φορές, χωρίς να ασκηθεί εναντίον της ανακοπή , εφόσον δεν αποκτά ισχύ δεδικασμένου, δεν θα επιμηκύνει  την παραγραφή της απαίτησης, που εξόπλισε με τίτλο εκτελεστό,  σε εικοσαετή, με αποτέλεσμα να είναι εντελώς  άχρηστη η έκδοση διαταγής πληρωμής , ιδίως για απαιτήσεις, που υπόκεινται σε σύντομη παραγραφή (π.χ. από επιταγή). 
  Είναι, άραγε, συμβατή με ένα σοβαρό κράτος μία τέτοια ανασφάλεια δικαίου και η επί πολλά έτη αβεβαιότητα ως προς το κύρος ενός τίτλου εκτελεστού , προερχόμενου από δικαστή,  όπως η διαταγή πληρωμής; 
     Οι σχετικές αποφάσεις , δηλαδή η 314/2013 του Ειρηνοδικείου Νέας Ιωνίας και οι αντίθετες του Αρείου Πάγου παρατίθενται παρακάτω. 
 


Δικαστήριο:
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ
Τόπος:
ΝΕΑ ΙΩΝΙΑ
Αριθ. Απόφασης:
314
Ετος:
2013



Περίληψη
Νομική φύση διαταγής πληρωμής -. Η διαταγή πληρωμής δεν είναι δικαστική απόφαση, γιατί κατά την έκδοσή της δεν τηρείται το δικαίωμα ακρόασης του καθ ου η διαταγή πληρωμής. Εφόσον η ανακοπή στρέφεται κατά της απαίτησης που στηρίζεται στην διαταγή πληρωμής, ο ισχυρισμός του ανακόπτοντος και αιτούντος την αναστολή της εκτέλεσης περί εξοφλήσεως του τιμήματος δεν καλύπτεται από το δεδικασμένο. Το άρθρο 933 § 3 ΚΠολΔ που απαιτεί, για την κάλυψη από το δεδικασμένο κατ άρθρο 330 ΚΠολΔ, ο εκτελεστός τίτλος να είναι δικαστική απόφαση, δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω.
Κείμενο Απόφασης
Ειρηνοδικείο Νέας Ιωνίας
(Ασφαλιστικά μέτρα)
Αριθ. 314/2013
Με την κρινόμενη αίτηση ο αιτών ζητά να ανασταλεί η εκτέλεση της υπ αριθ. /2011 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Ελάτειας και της υπ αριθ. /2013 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου, κατά των οποίων κατέθεσε την από 15.4.2013 εμπρόθεσμη ανακοπή, για τους λόγους που αναλυτικά εκθέτει ...

ΠΛΑΣΜΑΤΙΚΗ ΑΠΟΔΟΧΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ (ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΕΛΕΥΣΗ ΑΠΡΑΚΤΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΣ ΠΡΟΣ ΑΠΟΠΟΙΗΣΗ)-- ΔΥΝΑΤΗ Η ΑΚΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΛΟΓΩ ΠΛΑΝΗΣ

Αριθμός 951/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Σ. Μ. του Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ανδρέα Κότσιφα, ο οποίος ανακάλεσε την από 5/3/2013 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε αυτοπροσώπως.
Της αναιρεσίβλητης: Ε. Μ. του Κ., συζύγου Π. Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Μαρία Αβούρη.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/6/2008 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5590/2010 του ιδίου Δικαστηρίου και 412/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 31/5/2012 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μαζαράκης ανέγνωσε την από 25/2/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξουσία της αναιρεσιβλήτης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, η έλλειψη μείζονος πρότασης, η παράλειψη δηλαδή παράθεσης των διατάξεων στις οποίες βρίσκει έρεισμα το αγωγικό αίτημα, δεν καθιστά την απόφαση αναιρετέα. Τούτο δε, διότι η συνταγματική επιταγή της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης των αποφάσεων (άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος) δεν καθιερώνει ούτε επιβάλλει αντίστοιχο αναιρετικό έλεγχο. Ο δε κοινός νομοθέτης στο πεδίο της πολιτικής δίκης προβλέπει ως λόγο αναίρεσης την έλλειψη νόμιμης βάσης "ιδίως αν (η απόφαση) δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης" (άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ). Ως "αιτιολογίες", όμως, στη διάταξη αυτή νοούνται μόνο οι ουσιαστικές παραδοχές, των οποίων η έλλειψη, αντίφαση ή ανεπάρκεια καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου. Οι διατάξεις που στηρίζουν το αγωγικό αίτημα αρκεί, έστω και αν δεν μνημονεύονται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να υφίστανται και να δικαιολογούν, βάσει των ουσιαστικών παραδοχών της, το διατακτικό της, οπότε ο Άρειος Πάγος μπορεί να τις συμπληρώσει, κατά το άρθρο 578 του ΚΠολΔ (ΑΠ 282/2010, ΑΠ 1020/2005).
Συνεπώς, ο πρώτος από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, διότι δεν περιέχει μείζονα πρόταση που να διαλαμβάνει τους κανόνες δικαίου που εφαρμόστηκαν, είναι απαράδεκτος, διότι δεν εμπίπτει σε κανένα από τους αναιρετικούς αυτούς λόγους. Επειδή κατά τα άρθρα 1847 παρ. 1 εδάφ. α' και 1850 εδάφ. β' του ΑΚ ο κληρονόμος μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομία μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών που αρχίζει από τότε που έμαθε την επαγωγή και το λόγο της. Αν περάσει η προθεσμία, η κληρονομία θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή. Κατά δε το άρθρο 1857 εδάφ. β' περ. 1, γ' και δ' του ίδιου Κώδικα, η αποδοχή της κληρονομίας που οφείλεται σε πλάνη κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις για τις δικαιοπραξίες. Η πλάνη σχετικά με το ενεργητικό ή το παθητικό της κληρονομίας δεν θεωρείται ουσιώδης. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και σε αποδοχή που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας για αποποίηση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 1901 εδάφ. α' ΑΚ ο κληρονόμος ευθύνεται και με τη δική του περιουσία για τα χρέη της κληρονομίας. Τέλος κατά τα άρθρα 140 και 141 ΑΚ, αν κάποιος καταρτίζει δικαιοπραξία και η δήλωσή του δεν συμφωνεί, από ουσιώδη πλάνη, με τη βούλησή του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας Η πλάνη είναι ουσιώδης, όταν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία, ώστε, αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι η αποδοχή της κληρονομίας που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποιήσεως, μπορεί να προσβληθεί από τον κληρονόμο λόγω πλάνης, όταν η με τον τρόπο αυτό συναγόμενη κατά πλάσμα του νόμου αποδοχή δεν συμφωνεί με τη βούλησή του από ουσιώδη πλάνη, δηλαδή από άγνοια ή εσφαλμένη γνώση της καταστάσεως που διαμόρφωσε τη βούλησή του, όταν αυτή αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομίας, ώστε αν ο κληρονόμος γνώριζε την αληθινή κατάσταση ως προς το σημείο αυτό, δεν θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αποποιήσεως. Η εσφαλμένη δε γνώση ή άγνοια, που δημιουργεί τη μεταξύ βουλήσεως και δηλώσεως διάσταση, η οποία όταν είναι ουσιώδης θεμελιώνει δικαίωμα προσβολής της δηλώσεως λόγω πλάνης, μπορεί να οφείλεται και σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση των προαναφερομένων νομικών διατάξεων για την αποδοχή της κληρονομίας (Ολ.ΑΠ 3/1989). Υπάρχει δε πλάνη περί το δίκαιο της αποδοχής της κληρονομίας και όταν ο κληρονόμος τελεί σε άγνοια που ανάγεται α) στο σύστημα της κτήσεως της κληρονομίας κατά τον ΑΚ που επέρχεται αμέσως μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, οπότε η προθεσμία του άρθρου 1847 ΑΚ δεν αρχίζει, γιατί η άγνοια αποκλείει την γνώση της επαγωγής της κληρονομίας και β) σε άγνοια μόνο της υπάρξεως της προθεσμίας του άρθρου 1847 ΑΚ προς αποποίηση ή της κατά το άρθρο 1850 ΑΚ νομικής σημασίας της παρόδου της προθεσμίας αυτής άπρακτης. Τέλος η αγωγή προς ακύρωση της αποδοχής της κληρονομίας ...

ΚΑΘΕΤΗ ΣΥΝΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ: ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΝΑ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΡΥΜΟΤΟΜΗΣΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΟΙΚΟΠΕΔΟΥ, ΕΦΟΣΟΝ Η ΡΥΜΟΤΟΜΗΣΗ ΔΕΝ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙ ΤΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΟΙΚΟΠΕΔΟΥ ΥΠΑΡΧΟΝΤΑ ΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑΤΑ Ή ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΕΚΕΙΝΟΥ ΤΟΥ ΟΙΚΟΠΕΔΟΥ ΕΠΙ ΤΟΥ ΟΠΟΊΟΥ ΑΝΕΓΕΡΘΗΚΕ Ή ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΑΝΕΓΕΡΘΕΙ Η ΟΙΚΟΔΟΜΗ ΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΥΓΚΥΡΙΟΥΣ

 Κατά αποκλίνουσα  άποψη δεν καταργείται η κάθετη συνιδιοκτησία αν δεν ρυμοτομηθούν όλα τα κτίσματα επί του ενιαίου οικοπέδου, που αποτελούν κάθετες ιδιοκτησίες ή τα τμήματα του οικοπέδου που προορίζονται για την ανέγερση τέτοιου κτίσματος, ακόμη κι αν ρυμοτομηθούν κάποια απ' αυτά, όχι όμως όλα .
 Εξυπακούεται ότι η ρυμοτόμηση μέρους του χώρου της αποκλειστικής χρήσης μίας κάθετης ιδιοκτησίας δεν επιφέρει καμία μεταβολή στην νομική κατάστασή της, πλην βεβαίως του περιορισμού του χώρου της αποκλειστικής χρήσης της  και ιδίως στο ποσοστό δόμησης , που δικαιούται, διότι αυτό προσδιορίζεται από το ποσοστό της κάθετης ιδιοκτησίας στο οικόπεδο , κατά την παγία νομολογία του Αρείου Πάγου (ΕΔΩ) , η οποία,  εξάλλου, δεν συνιστά   τίποτε περισσότερο, από μία απλή επανάληψη  του νόμου,  και όχι από το εμβαδόν του χώρου της αποκλειστικής χρήσης της, που από καμία διάταξη νόμου δεν είναι υποχρεωτικό να βρίσκεται σε αντιστοιχία προς το ποσοστό συνιδιοκτησίας, που η κάθετη ιδιοκτησία έχει στο σύνολο του οικοπέδου*  και δεν αποτελεί τίποτε περισσότερο από μία συμφωνία, που λαμβάνεται σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 3741/1929 και η οποία , σύμφωνα με το άρθο 13 παρ. 3 του Ν. 3741/1929 , έχει τον χαρακτήρα δουλείας.  
  
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

Δικαστήριο:ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος:ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:734
Ετος:2010

Περίληψη

Αμφισβητήσεις ιδιοκτήτη σε πολεοδομικές απαλλοτριώσεις - Κύρωση πράξης εφαρμογής και μεταγραφή της στο οικείο...

ΜΗ ΝΟΜΙΜΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΔΙΚΑΣΙΑ Η ΕΠΙΔΟΣΗ ΣΤΟΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ, ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΕΞΕΤΑΣΤΕΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ, ΕΤΣΙ ΩΣΤΕ ΝΑ ΔΗΛΩΣΕΙ ΤΗΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΤΟΥ, ΩΣ ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΔΙΑΜΟΝΗΣ , ΜΟΝΟΝ ΚΑΙ ΜΟΝΟΝ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΒΡΕΘΗΚΕ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΕΓΚΛΗΣΗ Ή ΤΗΝ ΜΗΝΥΣΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ, ΟΤΑΝ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ ΟΤΙ ΑΥΤΟΣ ΕΙΧΕ ΓΝΩΣΤΗ ΔΙΑΜΟΝΗ , ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΟΧΙ ΓΝΩΣΤΗ ΣΤΗΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΡΧΗ, ΠΟΥ ΠΑΡΑΓΓΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΠΙΔΟΣΗ, ΕΦΟΣΟΝ Ο ΙΔΙΟΣ ΑΓΝΟΟΥΣΕ ΤΗΝ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΑΣΚΗΣΗ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΩΞΗΣ, ΕΤΣΙ ΩΣΤΕ ΝΑ ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΕΙ ΤΗΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΤΟΥ Ή ΤΗΝ ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΑΥΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

Δικαστήριο:ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Τόπος:ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:2
Ετος:2014

Περίληψη

Ακυρότητητα επίδοσης - Ελλειψη αιτιολογίας -. Μεταξύ των λόγων ακυρότητας της επίδοσης, οι οποίοι πρέπει να προβάλλλονται υποχρεωτικά με την έφεση και επί των οποίων, εφόσον προβάλλονται, πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να διαλάβει στην απορριπτική της εφέσεως απόφαση πλήρη αιτιολογία, είναι και ότι η επίδοση ως αγνώστου διαμονής έγινε χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής, μολονότι δηλαδή ο εκκαλών κατηγορούμενος είχε «γνωστή διαμονή». Κατ’ ορθή ερμηνεία των διατάξεων του ΚΠΔ, στην περίπτωση που δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε κατ' αυτήν και δεν έχει δηλώσει διεύθυνση κατοικίας, κατά το άρθρο 273 του ΚΠΔ, δεν μπορεί άνευ ετέρου να θεωρείται ως άγνωστης διαμονής, από μόνο το γεγονός ότι αναζητήθηκε στην αναγραφόμενη στην έγκληση ή τη μήνυση διεύθυνση κατοικίας, από την οποία και απουσίαζε, διότι, διαφορετικά, ενδέχεται η γνωστοποιηθείσα από το μηνυτή διεύθυνση της κατοικίας του κατηγορουμένου να είναι εσφαλμένη, με συνέπεια ο τελευταίος να αγνοεί την σε βάρος του ποινική διαδικασία, η οποία έτσι διεξάγεται ερήμην του, κατά παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης που θεσπίζει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Αναιρείται η απόφαση που απέρριψε την έφεση ως εκπρόθεσμη και άρα απαράδεκτη λόγω έλλειψης αιτιολογίας, αφού εκθέτει ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που είχαν τεθεί ενώπιόον του, δεν προέκυπτε ότι ο εκκαλών - κατηγορούμενος είχε δηλώσει οποιαδήποτε μεταβολή της κατοικίας του στην Εισαγγελική Αρχή που είχε παραγγείλει την επίδοση, χωρίς να αξιολογήσει, όπως έπρεπε, αν, από τα αποδεικτικά μέσα και μάλιστα από τα έγγραφα που είχε προσκομίσει ο ίδιος προέκυπτε ή όχι ότι αυτός, κατά τον κρίσιμο χρόνο της επιδόσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως, είχε γνωστή διαμονή διάφορη από εκείνη, στην οποία αναζητήθηκε και δεν βρέθηκε, αρκεσθέν στην αιτιολογία ότι η Εισαγγελική Αρχή που είχε παραγγείλει την επίδοση, δεν γνώριζε την επικαλούμενη από αυτόν ως γνωστή κατοικία του, στην οδό ..., επειδή ο ίδιος δεν την είχε γνωστοποιήσει, ενώ η αιτιολογία αυτή δεν αρκεί, ενόψει του ότι, σ’ αυτήν, δεν υπάρχει παραδοχή ότι ο κατηγορούμενος, γνώριζε ότι έχει ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη, ή ότι έχει εκδοθεί σε βάρος του καταδικαστική απόφαση, ώστε να έχει υποχρέωση να προβεί σε γνωστοποίηση της διεύθυνσης της κατοικίας του στην ανωτέρω Εισαγγελική Αρχή. Η πλημμέλεια, της έλλειψης αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν αναιρείται από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, γνώριζε, ότι εκκρεμούσε η υπόθεσή του στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, λόγω της επανειλημμένης εμφανίσεώς του σε αυτό, καίτοι είχε κλητευθεί ως άγνωστης διαμονής, κατά τις δικασίμους 23.2. 1999, 18.2.2000, 16.5.2000 και 1.11.2000, κατά τις οποίες αναβλήθηκε η υπόθεσή του, και συνεπώς είχε υποχρέωση να δηλώσει την πραγματική του διεύθυνση στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, αφού έλαβε γνώση ότι εκκρεμεί σε βάρος του κατηγορία, οπότε θα μπορούσε να θεωρηθεί, ότι η δικονομική βλάβη που υπέστη ο αναιρεσείων οφείλεται σε δικές του παραλείψεις και όχι παραλείψεις της Εισαγγελίας ή του Δικαστηρίου, διότι τα πραγματικά αυτά περιστατικά δεν διαλαμβάνονται στις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, οι οποίες και δεν επιτρέπεται να συμπληρωθούν από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου (Αντίθετη μειοψηφία, κατά την οποία: α) ορθώς και εγκύρως επιδόθηκε η καταδικαστική απόφαση στον αναιρεσείοντα ως αγνώστου διαμονής, ενώ η δικονομική βλάβη που αυτός υπέστη οφείλεται σε δικές του παραλείψεις και όχι της Εισαγγελίας ή του Δικαστηρίου και δεν μπορεί να προταθεί από τον ίδιο,. αλλά ούτε και να κηρυχθεί από το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου έστω και στο πλαίσιο αυτεπάγγελτης έρευνας, β) δεν μπορεί να τεθεί θέμα απολύτου ακυρότητας, αφ’ ενός λόγω «ακύρου επιδόσεως» της αποφάσεως και αφ' ετέρου λόγω παραβιάσεως του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, διότι ο αναιρεσείων τελούσε σε γνώσηει τούυ ότι εκκρεμούσε η υπόθεση σε βάρος του, όπως επίσης τελούσε σε γνώσηει του ότι η Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών δεν γνώριζε τη νέα διεύθυνση κατοικίας του, την οποία αυτός ουδέποτε γνωστοποίησε, καίτοι είχε υποχρέωση, καίτοι και παρότι κάθε φορά επληροφορείτο τη δικάσιμο παρά την κλήτευσήη του ως αγνώστου διαμονής).
Κείμενο Απόφασης

Αριθμός 2/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΠΛΗΡΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Χρυσικό, Βασίλειο Λυκούδη, Ιωάννη Σιδερή, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Νικόλαο Λεοντή, Αντώνιο Αθηναίο, Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπροέδρους, Βιολέττα Κυτέα, Γεώργιο Γεωργέλλη, Δημήτριο Μουστάκα, Δημήτριο Μαζαράκη, Παναγιώτη Ρουμπή, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Δημήτριο Κράνη, Ανδρέα Ξένο, Ευφημία Λαμπροπούλου, Νικόλαο Τρούσα, Δημήτριο Κόμη, Βασίλειο Λαμπρόπουλο, Αντώνιο Ζευγώλη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Ασπασία Καρέλλου, Γεράσιμο Φουρλάνο, Αργύριο Σταυράκη, Ιωάννα Πετροπούλου, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη- Εισηγήτρια, Δήμητρα Μπουρνάκα, Εμμανουήλ Κλαδογένη, Γεώργιο Σακκά, Μαρία Βασιλάκη, Ιωάννη Χαμηλοθώρη, Χρυσούλα Παρασκευά, Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Μιχαήλ Αυγουλέα, Βασίλειο Καπελούζο, Παναγιώτη Χατζηπαναγιώτη, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Πάνο Πετρόπουλο, Ευγενία Προγάκη, Αγγελική Αλειφεροπούλου, Μαρία Βαρελά, Γεώργιο Κοντό, Γεώργιο Κριμπά, Αριστείδη Πελεκάνο, Βασίλειο Πέππα, Χαράλαμπο Καλαματιανό, Γεώργιο Λέκκα, Πηνελόπη Ζωντανού, Αθανάσιο Καγκάνη, Δημήτριο Βόσκα, Γρηγόριο Λαπατά, Μαρία Χυτήρογλου, Αρεοπαγίτες.
    Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Σεπτεμβρίου 2013, με την παρουσία Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Ν. Τ. του Σ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Βαλάση, περί αναιρέσεως της 42137/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η οποία εισάγεται στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, κατόπιν εκδόσεως της 455/2013 αποφάσεως του Ζ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου.
    Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Απριλίου 2012 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 526/12. Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Εισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγεται νόμιμα, στην Πλήρη Ποινική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, η υπ' αριθμό 43/2-4-2012, αίτηση αναίρεσης του Ν. Τ. του Σ., κατά της υπ' αριθ. 42137/2011, απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, μόνον ως προς τους εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' Δ' και Α' ΚΠΔ, πρώτο δεύτερο κατά το ένα σκέλος του και τρίτο λόγους της, περί αρνητικής υπερβάσεως εξουσίας, ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας, λόγω παραβιάσεως της διάταξης του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, αντίστοιχα, και συγκεκριμένα γιατί το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με το να δεχθεί ως έγκυρη την επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ως άγνωστης διαμονής, καίτοι ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι είχε γνωστή διαμονή, χωρίς να συνεκτιμήσει και τα αποδεικτικά μέσα που είχε προσκομίσει, αλλά να βασιστεί μόνο στο αποδεικτικό επιδόσεως και στο ότι αυτός δεν είχε δηλώσει τη νέα διεύθυνσή του στην Εισαγγελική Αρχή που είχε παραγγείλει την επίδοση, και, στη συνέχεια, να απορρίψει την έφεσή του ως εκπρόθεσμη, υπέπεσε στις παραπάνω αναιρετικές πλημμέλειες, μετά από παραπομπή της σ' αυτήν, με την υπ' αριθμό 455/2013 απόφαση του Ζ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που έκρινε ομόφωνα ότι πρόκειται για ζήτημα εξαιρετικής σημασίας και παρουσιάζει γενικότερο ενδιαφέρον. Η παραπομπή, των ως άνω, λόγων αναιρέσεως, στην προκειμένη Πλήρη Ολομέλεια, γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ.2β του ν. 1756/1988, όπως ισχύει, και το άρθρο 3 παρ.2 του ν. 3810/1957, το οποίο έχει διατηρηθεί σε ισχύ ως προς τις ποινικές υποθέσεις (άρθρο 111 παρ.1 περ.θ' του ν. 1756/1988). Με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 εδ.α της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε για πρώτη φορά από την Ελλάδα με το Ν. 2329/1953 και εκ νέου με το Ν.Δ. 53/1974 και αποτελεί, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού Ελληνικού Δικαίου και υπερισχύει από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη εσωτερικού νόμου, ορίζεται ότι "Παν πρόσωπο έχει δικαίωμα, όπως η υπόθεσή του δικασθεί δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας, υπό ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίο θα αποφασίσει είτε ..., είτε επί του βάσιμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως". Στο δικαίωμα αυτό περιλαμβάνονται ειδικότερα, σύμφωνα με τη σταθερή νομολογία του ΕΔΔΑ: α) το δικαίωμα ελεύθερης και ανεμπόδιστης πρόσβασης στο δικαστήριο και β) το δικαίωμα του προσώπου να τύχει σχετικά με την υπόθεσή του ακρόασης. Το ίδιο δικαίωμα ακρόασης αναγνωρίζεται, τόσο από το άρθρο 2 περ.1 του έβδομου Πρωτοκόλλου της ως άνω Ευρωπαϊκής Σύμβασης, που κυρώθηκε με το Ν. 1705/1987, το οποίο ορίζει ότι "κάθε πρόσωπο που καταδικάσθηκε για αξιόποινη πράξη από δικαστήριο, έχει το δικαίωμα της επανεξέτασης από ανώτερο δικαστήριο της απόφασης με την οποία κηρύχθηκε ένοχος ή της απόφασης με την οποία επιβλήθηκε ποινή", όσο και από το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος, κατά το οποίο "καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως ο νόμος ορίζει". Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι τα κράτη θα πρέπει να έχουν εξασφαλίσει στην πράξη το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, απόρροια του οποίου είναι και η ακώλυτη πρόσβαση σε δικαστήριο και η προηγούμενη δικαστική ακρόαση. Ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται να θεσπίζει προϋποθέσεις και περιορισμούς στην άσκηση ενδίκου μέσου εναντίον καταδικαστικής αποφάσεως, αρκεί οι συνέπειες που επισύρει η παράβασή τους να μην είναι υπέρμετρες σε τέτοιο σημείο, ώστε να αναιρείται η ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο. Η παραβίαση της προαναφερθείσας διάταξης του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, που καθιερώνει την αρχή της δίκαιης δίκης, δε δημιουργεί ιδιαίτερο λόγο αναίρεσης της ποινικής απόφασης, πέρα από τους λόγους που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 του Κ.Π.Δ., εκτός εάν συνδυάζεται με άλλη πλημμέλεια που υπάγεται στους προβλεπόμενους από την εν λόγω διάταξη λόγους αναίρεσης, σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 171 παρ.1 στοιχ. δ' ΚΠΔ όπως το στοιχ. δ' της παρ. 1 αντικατ. από την παρ. 2 του άρθρου 11, του Ν. 3904/23.12.2010. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 171 παρ.1 περ.δ' του ΚΠΔ, όπως η περ.δ' αντικαταστάθηκε από το άρθρο 11 παρ.2 του Ν. 3904/2010, σε συνδυασμό με το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα, απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον ’ρειο Πάγο, ακόμη προκαλείται: 1. αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν "α) ... δ) την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ)". Κατά δε την έννοια της διάταξης του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ, υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από τη διάταξη αυτή προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από το νόμο ή υφίσταται μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθώς και όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία η οποία του παρέχεται από το νόμο, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι' αυτό κατά νόμο όροι.
    Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 του ΚΠΔ, η προθεσμία για την άσκηση των ένδικων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της απόφασης. Τέλος, κατά τις διατάξεις, του άρθρου 476 παρ. 1 και 2 του ΚΠΔ, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός άλλων περιπτώσεων, και όταν ασκήθηκε εκπροθέσμως. Κατά της απόφασης που απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη είναι επιτρεπτή η άσκηση αιτήσεως αναίρεσης, για όλους τους λόγους που περιοριστικά αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 510 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων και η ελλιπής αιτιολογία της, με την προϋπόθεση ότι αυτοί αναφέρονται στην ορθότητα της κρίσεως για το απαράδεκτο. Η απόφαση, με την οποία απορρίπτεται το ένδικο μέσο της έφεσης ως απαράδεκτο, λόγω εκπρόθεσμης άσκησής του, για να έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, πρέπει να διαλαμβάνει το χρόνο επίδοσης στον εκκαλούντα της προσβαλλόμενης με την έφεση αποφάσεως, αν απαγγέλθηκε απόντος τούτου, και το χρόνο ασκήσεως της έφεσης, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων εγκυρότητας του αποδεικτικού και της επιδόσεως (Ολ.ΑΠ 6/1994 και 4/1995). Σε περίπτωση, όμως, που με την έφεση αμφισβητούνται ο τόπος κατοικίας εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο και το άγνωστο της διαμονής του, που συνεπάγεται αδυναμία γνώσης της επίδοσης, και προβάλλεται ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο της επίδοσης, αυτός διέμενε σε ορισμένο τόπο και διεύθυνση, πρέπει επίσης να διαλαμβάνεται στην απορριπτική απόφαση σχετική αιτιολογία, αλλιώς ιδρύεται ο ανωτέρω, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγος αναίρεσης. Μεταξύ των λόγων ακυρότητας της επίδοσης, οι οποίοι πρέπει να προβάλλονται υποχρεωτικά με την έφεση κα επί των οποίων, εφόσον προβάλλονται, πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να διαλάβει στην απορριπτική της εφέσεως απόφαση πλήρη αιτιολογία, είναι και ότι η επίδοση ως αγνώστου διαμονής έγινε χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής, μολονότι δηλαδή ο εκκαλών κατηγορούμενος είχε "γνωστή διαμονή". Κατά την μέχρι τούδε νομολογία του Αρείου Πάγου, ως άγνωστης διαμονής πρόσωπο θεωρείται, κατά τις διατάξεις του άρθρου 156 παρ.1 και 2 του ίδιου Κώδικα, εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η διαμονή του είναι άγνωστη για τη Δικαστική (Εισαγγελική) Αρχή που έχει εκδώσει το προοριζόμενο για επίδοση έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοση του, έστω και αν αυτή είναι γνωστή σε τρίτους, όπως είναι ακόμη και άλλη Εισαγγελική Αρχή ή και Αστυνομική Αρχή. Τόπος δε κατοικίας θεωρείται εκείνος τον οποίο έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά το άρθρο 273 παρ. 1 του ΚΠΔ, κατά την προανάκριση που τυχόν έχει ενεργηθεί και, σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλώσει στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή και, αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε κατ' αυτήν, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που αναφέρεται στη μήνυση ή την έγκληση. Κατ' ορθή όμως ερμηνεία των διατάξεων αυτών, του ΚΠΔ, στην περίπτωση που δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε κατ' αυτήν και δεν έχει δηλώσει διεύθυνση κατοικίας, κατά το άρθρο 273 του ΚΠΔ, δεν μπορεί άνευ ετέρου να θεωρείται ως άγνωστης διαμονής, από μόνο το γεγονός ότι αναζητήθηκε στην αναγραφόμενη στην έγκληση ή τη μήνυση διεύθυνση κατοικίας, από την οποία και απουσίαζε, διότι, διαφορετικά, ενδέχεται η γνωστοποιηθείσα από το μηνυτή διεύθυνση της κατοικίας του κατηγορουμένου να είναι εσφαλμένη, με συνέπεια ο τελευταίος να αγνοεί την σε βάρος του ποινική διαδικασία, η οποία έτσι διεξάγεται ερήμην του, κατά παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης που θεσπίζει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, περιεχόμενο της οποίας είναι, όπως προεκτέθηκε, η διασφάλιση της ακώλυτης πρόσβασης στο δικαστήριο και της επαρκούς δικαστικής ακρόασης. Τα παραπάνω ισχύουν και όταν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε κατ' αυτήν, και, σε περίπτωση μεταβολής της κατοικίας του, αυτός δεν δήλωσε στην Εισαγγελική Αρχή που έχει εκδώσει το προς επίδοση έγγραφο τη νέα διεύθυνση της κατοικίας του. Δηλαδή και στην τελευταία περίπτωση ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άγνωστης διαμονής από μόνο το γεγονός ότι αναζητήθηκε στην αναγραφόμενη στην έγκληση ή τη μήνυση διεύθυνση κατοικίας, από την οποία και απουσίαζε. Συνακόλουθα, εφόσον με την έφεση του κατηγορουμένου προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της επίδοσης της απόφασης ήταν γνωστής διαμονής, αφού διέμενε σε ορισμένο τόπο και διεύθυνση διαφορετική από εκείνη στην οποία αναζητήθηκε και δεν βρέθηκε, και ως εκ τούτου η επίδοση της απόφασης ως άγνωστης διαμονής είναι άκυρη, το Εφετείο έχει την υποχρέωση να ερευνήσει κατ' ουσία τον εν λόγω ισχυρισμό, αξιολογώντας και συνεκτιμώντας όλα τα προσκομιζόμενα από τον κατηγορούμενο στοιχεία (έγγραφα, καταθέσεις μαρτύρων κ.λ.π.) από τα οποία προκύπτει η κατά τον κρίσιμο χρόνο διεύθυνση του κατηγορουμένου και να μη βασισθεί μόνο στο αποδεικτικό επιδόσεως της απόφασης. Η θέση αυτή συμπορεύεται και προς τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ), το οποίο με τις από 14.1.2010 και 28.5.2009 αποφάσεις του, στις υποθέσεις Popovitsi κατά Ελλάδας και Elyasin κατά Ελλάδας, αντίστοιχα, αποφάνθηκε ότι, εφόσον το Εφετείο, που απέρριψε την έφεση του κατηγορουμένου, ως εκπρόθεσμη, βασίστηκε μόνο στο αποδεικτικό επιδόσεως της εκκαλούμενης απόφασης ως άγνωστης διαμονής, χωρίς να συνεκτιμήσει τα προσκομιζόμενα ενώπιον του στοιχεία από τα οποία προέκυπτε η κατά τον κρίσιμο χρόνο διεύθυνση του κατηγορουμένου, παραβιάζεται η διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, ενόψει μάλιστα του ότι, όταν οι πολίτες δεν έχουν καμία γνώση των σε βάρος τους κατηγοριών, δεν συντρέχει λόγος για τον οποίο πρέπει να ενημερώνουν από μόνοι τους την εισαγγελία για κάθε αλλαγή της διεύθυνσης κατοικίας τους.
    Στην προκειμένη περίπτωση, ...

ΥΠ' ΑΡΙΘΜ. 1863/2014 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ (ΤΜΗΜΑ Β')

 Η απόφαση αυτή , η οποία σε αρχείο pdf βρίσκεται ΕΔΩ, παρά το ότι επαναλαμβάνει την παγιωμένη πλέον νομολογία , η οποία δέχεται ότι  οι διακηρύξεις των νοσοκομείων για την προμήθεια ιατροτεχνολογικών προϊόντων (εν προκειμένω χειρουργικών ραμμάτων)  δεν είναι νόμιμο να θέτουν προδιαγραφές , οι οποίες αποκλείουν πιστοποιημένα με CE προϊόντα , εντούτοις αποτελεί μία από τις πιο ολοκληρωμένες σχετικές αποφάσεις, τόσο ως προς την αιτιολογία της, όσο, κυρίως,  και ως προς τον  αριθμό περιπτώσεων ειδικών προδιαγραφών, στις οποίες αφορά. 
 Δυστυχώς, όμως, μέχρι και σήμερα , υπάρχουν πολλές περιπτώσεις διακηρύξεων Νοσοκομείων, που εξακολουθούν να θέτουν τέτοιες ειδικές προδιαγραφές, καίτοι τούτο έχει επανειλημμένως κριθεί παράνομο, χωρίς βέβαια να υπάρχει καμία απολύτως συνέπεια για τα μέλη των Επιτροπών, που θέτουν τις προδιαγραφές αυτές. 
   Υπενθυμίζεται ότι , εξαιτίας των επανειλημμένων παραβιάσεων της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, που λάμβανε χώρα λόγω των προαναφερθεισών ειδικών προδιαγραφών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ξεκίνησε τις διαδικασίες παραπομπής της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο , για την επιβολή κυρώσεων στην χώρα μας λόγω μη συμμόρφωσής της στο ευρωπαϊκό δίκαιο, σύμφωνα με το άρθρο 260 της TFEU (Συνθήκης για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης) , πλην όμως η διαδικασία αυτή σταμάτησε όταν η ελληνική Βουλή ψήφισε το άρθρο 21 του Ν. 3897/2010 , το οποίο προβλέπει κυρώσεις (πρόστιμα και ποινική δίωξη) για τα νοσοκομεία και τα μέλη των διοικήσεων τους, που θέτουν τέτοιες προδιαγραφές, χωρίς όμως μέχρι σήμερα να έχει επιβληθεί ούτε ένα πρόστιμο και χωρίς να έχει ασκηθεί ούτε μία ποινική δίωξη, παρά το ότι τα νοσοκομεία εξακολουθούν να θέτουν τέτοιες ειδικές προδιαγραφές , πέραν του ότι για την επιβολή ενός τέτοιου προστίμου προβλέπεται μία χρονοβόρα και δυσκίνητη διαδικασία (κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, κατόπιν εισήγησης του Σώματος Επιθεωρητών Δημόσιας Διοίκησης). 
      Περιττό είναι να τονιστεί ότι η παραπάνω διάταξη τέθηκε προφανώς την τελευταία στιγμή και υπό την πίεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε άσχετο νομοσχέδιο , που αφορά την οδική ασφάλεια , ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αδιαφόρησε στην συνέχεια και παρέλειψε να ελέγξει εάν ποτέ εφαρμόστηκε η παραπάνω διάταξη. 
    Με άλλα λόγια, γι' άλλη μία φορά οι κουτόφραγκοι έφαγαν κουτόχορτο , που τους πρόσφερε το ελληνικό κράτος, το οποίο , όμως , όπως φαίνεται, ήθελαν να το φάνε (φαίνεται ότι τα περίφημα λόμπι υπάρχουν όχι μόνον στην Ουάσιγκτον αλλά και στις Βρυξέλλες) , διαφορετικά θα μπορούσαν να είχαν ελέγξει την εφαρμογή ή μη της παραπάνω διάταξης, οπότε θα διαπίστωσαν ότι  ποτέ δεν έλαβε χώρα. 
   Μεγάλο ενδιαφέρον εμφανίζει η παρατιθέμενη στην εν λόγω απόφαση αιτιολογία της απορριπτικής της προδικαστικής προσφυγής της αιτούσας εταιρείας, την οποία εξέδωσε η αποτελούμενη από γιατρούς επιτροπή διενέργειας του διαγωνισμού, όπου , για την θέσπιση τέτοιων προδιαγραφών, γίνεται επίκληση έως και του γενικού καλού ...της ανθρωπότητας!!!
   Ωσάν αυτοί , που έθεσαν τις προδιαγραφές της Ευρωπαϊκής Φαρμακοποιίας , να μην γνωρίζουν το καλό της ανθρωπότητας, το οποίο γνωρίζουν μόνον οι γιατροί ελληνικών κρατικών νοσοκομείων, που δεν εννοούν να καταλάβουν ότι δεν δικαιούνται να θέτουν προδιαγραφές , που αποκλείουν πιστοποιημένα με  CE ιατροτεχνολογικά προϊόντα , όπως , σε πολλές περιπτώσεις, δυστυχώς εξακολουθούν να πράττουν, παρά τον νόμο, με βάση τις παραδοχές πλήθους  αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας και Διοικητικών Εφετείων.
   Παρακάτω παρατίθενται η στην αρχή αναφερόμενη υπ' αριθμό 1863/2014 απόφαση , η οποία σε αρχείο pdf βρίσκεται και ΕΔΩ, αλλά και η προηγουμένως , στο στάδιο των ασφαλιστικών μέτρων, για την ίδια υπόθεση εκδοθείσα υπ' αριθμό 291/2009 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, που έκανε δεκτά τα ίδια. 
   Η υπ' αριθμ.  1863/2014 απόφαση έχει ως κατωτέρω: 




 ...