Παρασκευή 5 Αυγούστου 2016

ΠολΠρ ΑΘ 373/2016 : Συκοφαντική δυσφήμιση. Δεν στοιχειοθετείται από τη λήψη γνώσης εκ μέρους των δικαστικών οργάνων δικογράφων- Παρακάτω παρατίθεται και μία ποινική απόφαση ,η ΑΠ 611/2015, που δέχεται το αντίθετο


Πηγή: ΕΔΩ


Αριθμός Αποφάσεως
373/2016 
ΤΟ  ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ  ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ  ΑΘΗΝΩΝ  
    Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Μαγδαληνή Φαχουρίδου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ηλία Δελαζάνο, Πρωτοδίκη-Εισηγητή, Μαρία Σοφού Πρωτοδίκη και την Γραμματέα Μαρία Αντωνοπούλου.
     Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 8-10-2015 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
    Του ενάγοντος: (...)
    Του εναγομένου (...)
     

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ
    Επειδή, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας, σύμφωνα με τα άρθρα 57 και 59 ΑΚ, δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και την υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς, κατά την έννοια των άρθρ. 361- 363 ΠΚ. Ειδικότερα, κατά τα άρθρα αυτά εξύβριση διαπράττει όποιος (...). Για την στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ` αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για την στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές (βλ. ΑΠ 69/2013, ΕφΑθ 174/2014, δημοσίευση «Νόμος»). (...) Περαιτέρω, γεννάται το ζήτημα ποιός ο κύκλος των «τρίτων» προσώπων, στον οποίο απέβλεψε ο δράστης της δυσφήμησης. Τούτο διότι κάθε πρόσωπο, το οποίο πληροφορείται περί του (ψευδούς) ισχυρισμού από το ίδιο το φερόμενο ως θύμα, δεν εντάσσεται στην έννοια του τρίτου, αφού, πρώτον, δεν ανήκει στον κύκλο των εν δυνάμει, κατά την αντίληψη του ίδιου του δράστη, προσώπων ενώπιον των οποίων επιχειρείται η συκοφάντηση και δεύτερον, δεν μπορεί να νοηθεί, ως «ενώπιον τρίτου ισχυρισμός», εκείνος ο οποίος λαμβάνει χώρα σε χρόνο μεταγενέστερο της «ενώπιον τρίτου» εκφοράς του από τον δράστη. Όταν το φερόμενο ως θύμα δημοσιοποιεί-κοινοποιεί το ίδιο, μετά τον χρόνο τέλεσης της πράξης, την εις βάρος του εγκληματική ενέργεια, η ενέργειά του αυτή δεν συνδέεται αιτιωδώς με πταίσμα του δράστη, αλλ’ αποκλειστικά με την διάθεση του υποκειμένου να διαθέσει (εκθέσει), δημοσίως και οικειοθελώς, τμήμα της προσωπικότητάς του. Εξάλλου, η προσφυγή στην Δικαιοσύνη και η εκδίκαση μιας υπόθεσης από το καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο δεν αποτελεί διεύρυνση του κύκλου των «τρίτων» προσώπων. Διότι, αφ’ ενός μεν ούτε σ’ αυτόν τον κύκλο (του ακροατηρίου) θα αποβλέπει ο δράστης, σε αβέβαιο δηλαδή και άγνωστο κύκλο προσώπων και σε μελλοντικό, αβέβαιο γεγονός (ήτοι: την συζήτηση της υπόθεσης, όποτε και αν αυτή πραγματοποιηθεί), αφ’ ετέρου δε, αν θεωρηθεί ο εξ επαγγέλματος επιλαμβανόμενος δικαστής ως τρίτος, τότε κάθε ενώπιόν του εισαγόμενη υπόθεση προς εκδίκαση ενεργοποιεί τη νομοτυπική μορφή των άρθρων 362 και 363 ΠΚ. Ας σημειωθεί ότι στα άρθρα 362 και 363 ΠΚ δεν προβλέπονται εγκλήματα αποτελέσματος (πρβλ. ΑΠ 140/1997, ΠΧ ΜΖ΄, σελ. 1336: η συκοφαντική δυσφήμηση είναι τυπικό έγκλημα), ούτε βέβαια πρόκειται για εγκλήματα διαρκή, ούτως ώστε να γίνεται αποδεκτή...
είτε νέα τέλεση είτε συνέχιση του αδικήματος δια της εκδίκασης της ποινικής (ή αστικής), υπόθεσης, κατόπιν έγκλησης (ή αγωγής), κατ’ ενός φερομένου ως συκοφάντη, λόγω του ότι με την απολογία ή τις προτάσεις του ο κατηγορούμενος (ή εναγόμενος) επανέλαβε το περιεχόμενο των δυσφημιστικών ισχυρισμών που είχε προηγουμένως διαλάβει σε έτερο δικόγραφο (λ.χ. σε αγωγή του κατά του εγκαλούντος-ενάγοντος), ακριβώς διότι η θεσμικά προβλεπόμενη διαδικασία απονομής της Δικαιοσύνης δεν εντάσσεται στην έννοια του «τρίτου». Δεν μπορεί, επιπλέον, να γίνει αποδεκτό ότι ο φερόμενος ως δράστης αποβλέπει σε πρόσωπο τρίτου του οποίου η ταυτότητα και όλα τα στοιχεία προσδιορισμού του (π.χ. φύλο, ηλικία, γνώσεις κτλ.) κατά την εκδήλωση του (ψευδούς) ισχυρισμού είναι άγνωστα και απροσδιόριστα, όταν μάλιστα πρόκειται για τον όποιον τρίτο θα λάβει γνώση, ενδεχομένως, του δυσφημιστικού ισχυρισμού στο μέλλον. Δεν μπορεί, ακόμη, ως «τρίτος» της οικείας ποινικής διάταξης (άρθρα 362, 363 ΠΚ) να θεωρηθεί πρόσωπο θεσμικά (δικονομικά) εξουσιοδοτημένο να παραλαμβάνει και να εξετάζει μηνύσεις, καταγγελίες, αναφορές των πολιτών (π.χ. ο εισαγγελέας, ο δικαστής μίας υπόθεσης, ο αρμόδιος γραμματέας), καθότι κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του αποβάλλει την προσωπική του «ταυτότητα» και εξυπηρετεί αποκλειστικά τον ανατεθειμένο σε αυτό θεσμικό του ρόλο. Το δικαστικό πρόσωπο δεν είναι «τρίτος» θεσμικά και δικονομικά ως προς το βιοτικό συμβάν, όπως λ.χ. ο οποιοσδήποτε παρών, ο οποίος θα λάβει γνώση της δυσφημιστικής εκδήλωσης, ο απλός θεατής του βιοτικού συμβάντος κατά τον χρόνο της εξέλιξής του. Τα δικαστικά πρόσωπα, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, έχουν αυστηρά προκαθορισμένους ρόλους, δεν εκφράζουν την προσωπική τους άποψη, δεν δικαιούνται να προβαίνουν σε σχολιασμό όσων εκτίθενται στα πλαίσια της οικείας διαδικασίας (προδικασίας και κύριας διαδικασίας), δεν διασκέπτονται δημοσίως (πρβλ. άρθρο 371 ΚΠΔ, 301 ΚΠολΔ), δεν τους αφορά το πρόσωπο των διαδίκων (in rem εξελίσσεται η ποινική δίκη, in personam κηρύσσεται η ενοχή ή η αθωότητα- πρβλ. άρθρο 370 ΚΠΔ). Δεν μπορούν, εξάλλου, οι ανύπαρκτες, ως δικονομικό μέγεθος, «υπόνοιες» του εισαγγελέα ή του δικαστή κατά την εκδίκαση μίας υπόθεσης, ν’ αναχθούν σε (δικονομικό) μέγεθος μετρήσιμο που αξιολογείται για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Σε αντίθετη περίπτωση, εάν ήθελε υποστηριχθεί ότι οι «υπόνοιες» που σχημάτισε ο εισαγγελέας ή ο δικαστής εκ της (ψευδούς) αγωγής, μήνυσης, καταγγελίας κτλ. αποτελούν απτό εμπειρικό και δικονομικά αξιολογήσιμο μέγεθος, τούτο θα είχε ως συνέπεια ότι ο ενάγων, ο οποίος φέρει το βάρος της απόδειξης στην διαδικασία της πολιτικής δίκης, οφείλει ν’ αποδείξει ότι, μέσω της κατάθεσης της (ψευδούς) αγωγής (μήνυσης, καταγγελίας κτλ.), επήλθε η προσβολή του εννόμου αγαθού της τιμής, δεδομένου ότι η δυνατότητα επέλευσης του κινδύνου αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης, ενόσω ο δικαστής, στον οποίο έχουν σχηματισθεί «υπόνοιες», προκειμένου να σχηματίσει την δικανική του πεποίθηση, οφείλει ν’ αναμένει την κατάθεση των προτάσεων των διαδίκων και την προβολή των εκατέρωθεν ισχυρισμών τους, πράγμα που ανάγεται στο μέλλον, στον χρόνο δηλαδή συζήτησης της αγωγής (βλ. ΑΠ 140/1997, οπ.π: η συκοφαντική δυσφήμηση τελείται από την στιγμή που ο τρίτος θα λάβει γνώση του δυσφημιστικού γεγονότος). (...).
     Με την κρινόμενη αγωγή ο ενάγων εκθέτει ότι (...) τα δε εν γνώσει ψευδή γεγονότα που ισχυρίσθηκε ο εναγόμενος περιήλθαν σε γνώση των προσώπων προς τα οποία κατατέθηκε η ανωτέρω αγωγή του, καθώς και ετέρων τρίτων, μεταξύ των οποίων οι δικαστές και γραμματείς του Πρωτοδικείου Αθηνών, δικαστικών επιμελητών και δικηγόρων, προς τους οποίους ο εναγόμενος τον εμφάνισε ως πρόσωπο πανούργο, κακόβουλο και απατεώνα. Με το ιστορικό αυτό και προσθέτοντας ότι η προπεριγραφείσα παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου προξένησε σε αυτόν ψυχική καταρράκωση και ηθική βλάβη, ζητεί να υποχρεωθεί ο τελευταίος να του καταβάλει (...)
     Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αγωγή, (....) αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί στο Δικαστήριο τούτο (άρθρα 18, 22, 35 ΚΠολΔ)..... Περαιτέρω, η κρινόμενη αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων  57, 59, 299, 346, 914 ΑΚ, 362, 363 ΠΚ, 176 ΚΠολΔ (...)
     O εναγόμενος αρνείται την αγωγή (...)
 (...) Εξάλλου, μόνον εάν γινόταν δεκτό ως «αποδεικτικό τεκμήριο» ότι οι δικαστικοί υπάλληλοι που παρέλαβαν την από 18-10-2006 αγωγή την ανέγνωσαν, θα ήταν δυνατόν να γίνει δεκτό ότι υπέπεσε στην αντίληψή τους και κατανόησαν το καταφρονητικό της τιμής και της υπόληψης του ενάγοντος περιεχόμενό της. Όσον δε αφορά τους δικαστές που επρόκειτο να κρίνουν επ’ αυτής, τούτοι, εκτός του ότι δεν μπορούν να θεωρηθούν «τρίτοι» ως προς τις επίμαχες εκδηλώσεις (....)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την αγωγή (...)

Και μία απόφαση, που δέχεται τα αντίθετα
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Δικαστήριο: ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος: ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης: 611
Ετος: 2015

Όροι θησαυρού: ΔΥΣΦΗΜΙΣΗ ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΚΗ ΠΟΙΝΕΣ (ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ)
Περίληψη

Συκοφαντική δυσφήμηση - Δόλος - Ποινή -. Η επιμέτρηση της ποινής, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο λαμβάνει υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά για την ενοχή του. Το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να διαλάβει στην περί ποινής απόφασή του ειδικότερη αιτιολογία για τα στοιχεία αυτά. Είναι ορθή και αιτιολογημένη η προβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση για συκοφαντική δυσφήμηση. Το περιεχόμενο της εξώδικης δήλωσης της αναιρεσείουσας, με την οποία ανακάλεσε την εντολή της προς τον εγκαλούντα για διεκπεραίωση των κληρονομικών υποθέσεων της ήταν ψευδές, η αναιρεσείουσα τελούσε σε γνώση της αναλήθειάς του και ήταν πρόσφορο να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος.


Κείμενο Απόφασης



    Αριθμός 611/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Γεωργέλλη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Βασιλάκη, Χρυσούλα Παρασκευά, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια και Αρτεμισία Παναγιώτου, Αρεοπαγίτες.
    Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Μ. Κ. του Δ., κατοίκου ... που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θρασύβουλο Κονταξή, για αναίρεση της υπ’ αριθ.7202/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Θ. Φ. του Π., κάτοικο ..., που παρέστη αυτοπροσώπως με την ιδιότητά του ως δικηγόρος.
    Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ’ αριθμ.πρωτ. 7771/25-11-2014 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1220/2014.
    Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και συγκεκριμένα για τον πρώτο λόγο αυτής και να απορριφθεί κατά τα λοιπά.
    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη υπ’ αρ. πρωτ.7771/25-11-2014 αίτηση -δήλωση αναιρέσεως, στρεφόμενη κατά της υπ’ αρ. 7202/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, η οποία εκδόθηκε, κατόπιν αναιρέσεως της υπ’ αρ.9816/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών στο σύνολο της, με την υπ’ αρ.829/2014, απόφαση του Αρείου Πάγου, είναι παραδεκτή, και πρέπει να ερευνηθεί κατά το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.
    Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 Π.Κ. κατά την πρώτη των οποίων "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον, γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή" και κατά την δεύτερη "αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών", προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη ενώπιον τρίτου γεγονότος για κάποιον άλλον, το οποίο θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και γ) εκείνος που ισχυρίστηκε ή διέδωσε το ψευδές γεγονός να είχε δόλο, ο οποίος περιλαμβάνει, αφ’ ενός μεν τη γνώση του δράστη, με την έννοια της βεβαιότητας ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου και αφ’ ετέρου τη θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Ως γεγονός δε, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων θεωρείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν το οποίο υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερομένη στο παρελθόν ή το παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια προσάπτεται δε σε ορισμένο πρόσωπο με συνέπεια να επέρχεται εμφανής υποτίμηση της τιμής και της υπόληψης του.
    Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ’ αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Το τελευταίο συμβαίνει και στο έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως που προβλέπεται από το ως άνω άρθρο 363 σε συνδυασμό με 362 του ΠΚ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του οποίου απαιτείται άμεσος δόλος. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τόσο τη γνώση, όσο και το σκοπό, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης, κατά την ανωτέρω έννοια, αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στην περίπτωση αυτή η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση αυτή, περιστατικών. Τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
    Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε! ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
    Στην προκείμενη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με τη προσβαλλόμενη απόφαση του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της, που αλληλοσυμπληρώνονται και αποτελούν ενιαίο σύνολο, δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα που γενικώς κατ’ είδος αναφέρει και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του, την χωρίς όρκο εξέταση του πολιτικώς ενάγοντα, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώσθηκαν, τα πρακτικά της υπ’ αρ. 9816/2012 αποφάσεως του Ε! Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, την υπ’ αρ. 829/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου, καθώς και τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία της κατηγορουμένης και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εγκαλών, Θ. Φ. είναι δικηγόρος, εγγεγραμμένος στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, από το έτος 1971, ασκεί δε το επάγγελμα του δικηγόρου πλέον των 40 ετών. Περί τα τέλη Αυγούστου 2003. τον επισκέφθηκε στο επί της οδού ... αρ. .. δικηγορικό του γραφείο η κατηγορουμένη, Μ. Κ., συνοδευόμενη από τους οικογενειακούς φίλους της Κ. Χ. και τη θυγατέρα του Β. Χ., για να του αναθέσει το χειρισμό δικαστικών υποθέσεών της σχετικά με την κληρονομιά που της κατέλειπε η αποβιώσασα Μ. Μ., μοναδικό τέκνο του προαποβιώσαντος συζύγου της Ν. Μ., από τον πρώτο του γάμο με την Δ. Μ.. Η ως άνω διαθέτιδα, η οποία εν ζωή έπασχε από ψυχική νόσο (σχιζοφρενική ψύχωση), απεβίωσε την 9-8-2003, μετά την πτώση της από βεράντα της οικίας φιλικού τους προσώπου. Με δύο δε διαθήκες της, την από 23-1-2001 δημόσια και την από 18-1-2002 ιδιόγραφη, κατέστησε την κατηγορουμένη μοναδική κληρονόμο της σε όλη την κληρονομιαία περιουσία, κινητή και ακίνητη, αποτελούμενη από σημαντικά ακίνητα (διαμερίσματα και καταστήματα) στην Αθήνα και τον Πειραιά, συνολικής αξίας περίπου 3.500.000 ευρώ. Την κληρονομιαία περιουσία της αποβιώσασας Μ. Μ. διεκδικούσαν και οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτής και συγκεκριμένα ο θείος της Π. Β., ο οποίος ενόσω ζούσε η διαθέτιδα είχε ζητήσει να τεθεί η τελευταία σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση. Μετά το θάνατο της ως άνω διαθέτιδος, η κατηγορουμένη αντιμετώπιζε, αφενός μεν τους δικαστικούς αγώνες που είχαν ανοίξει εναντίον της, με αγωγή ακύρωσης των διαθηκών, οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της Μ. Μ. και ποινικές υποθέσεις που αφορούσαν σε βάρος της κατηγορίες, για ανθρωποκτονία από αμέλεια κατά της αποβιώσασας, συκοφαντική δυσφήμηση, κλπ., αφετέρου δε θέματα διαχείρισης της κληρονομιαίας περιουσίας. Λόγω της πολυπλοκότητας των υποθέσεων, ζήτησε η ίδια την πλήρη ανάληψη του χειρισμού τους από τον πολιτικώς ενάγοντα, στον οποίο έδωσε ευρείες αρμοδιότητες, καθόσον η ίδια δεν είχε τις γνώσεις να οργανώσει το χειρισμό των υποθέσεων. Ο εγκαλών, πράγματι, ανέλαβε τη διεκπεραίωση του συνόλου των υποθέσεων της κατηγορουμένης, μεταξύ των οποίων και την είσπραξη των μισθωμάτων από τους μισθωτές των κληρονομιαίων ακινήτων, υπεγράφη δε μεταξύ τους (εγκαλούντος και κατηγορουμένης) το από 3-9-2003 ιδιωτικό συμφωνητικό εργολαβικό δίκης, δυνάμει του οποίου συμφωνήθηκε, ότι ο εγκαλών θα λάβει ως αμοιβή ποσοστό 39% επί της κληρονομιάς και συγκεκριμένα, όπως επί λέξη αναγράφεται στο συμφωνητικό, "επί των καθαρών εσόδων από την κληρονομιά αυτή, ήτοι των κινητών και ακινήτων που θα κληρονομήσει η εντολέας." ενώ ανέλαβε όλα τα έξοδα που θα προέκυπταν κατά τη "δικαστική ή εξώδικο διευθέτηση της δια του παρόντος διδομένης εντολής, εξαιρουμένων των φόρων και συναφών εξόδων". Σε εκτέλεση της πιο πάνω εντολής, ο εγκαλών προέβη σε όλες τις ενδεδειγμένες ενέργειες, από την ανάληψη των υποχρεώσεών του και μέχρι την ανάκληση της εν λόγω εντολής, που έλαβε χώρα το μήνα Μάιο του έτους 2007, με την επίδοση σε αυτόν της από 9-5-2007 εξώδικης δήλωσης της κατηγορουμένης. Συγκεκριμένα, όσον αφορά την ποινική δίκη, η κατηγορουμένη είχε αθωωθεί από την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από αμέλεια σε βάρος της αποβιώσασας, ενώ, σε σχέση με το αστικό μέρος της υπόθεσης, είχε απορριφθεί η αγωγή ακύρωσης των δύο διαθηκών την οποία είχαν ασκήσει κατά της κατηγορουμένης οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της αποβιώσασας, με την υπ’ αριθμ. 4241/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, και μετά από άσκηση έφεσης είχε εκδοθεί η με αριθμό 2730/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών που διέταξε πραγματογνωμοσύνη, προκειμένου να ερευνηθεί αν η διαθέτης βρισκόταν ή όχι σε θέση να συντάξει διαθήκη, λόγω της ψυχικής νόσου από την οποία έπασχε. Η κατηγορουμένη, όπως αναφέρθηκε, με την ως άνω από 9-5-2007 εξώδικη δήλωση της, προέβη σε ανάκληση της εντολής της προς τον εγκαλούντα, ισχυριζόμενη μεταξύ άλλων, προκειμένου να δικαιολογήσει την ανάκληση αυτής και την απαλλαγή της από την υποχρέωση καταβολής της συμφωνηθείσας αμοιβής του, τα εξής ψευδή και συκοφαντικά γι’ αυτόν περιστατικά, εν γνώσει της αναλήθειάς τους: " ... Το εν λόγω συμφωνητικό το συντάξατε εσείς που ήσασταν ο νομικός μου σύμβουλος και στον οποίο εμπιστεύθηκα τις σοβαρότατες νομικές υποθέσεις που είχα και παρ’ όλα αυτά μου αποκρύψατε ότι η μεταξύ μας συμφωνία ήταν παρανόμη και μου παρουσιάσατε το συμφωνηθέν μας ποσοστό του 39% ως απολύτως νόμιμο, εύλογο και δίκαιο. Και μόνο αυτό το γεγονός ότι εσείς που ήσασταν ο νομικός μου συμπαραστάτης και σας εμπιστεύθηκα την υπεράσπιση των συμφερόντων μου με κοροϊδέψατε και προσπαθήσατε να εισπράξετε αμοιβή παραπάνω από την νόμιμη, είναι αρκετό να κλονίσει την σχέση εμπιστοσύνης που πρέπει να υπάρχει μεταξύ εντολέα και δικηγόρου και δικαιολογεί πλήρως την ανάκληση της εντολής μου προς εσάς .....Επιπροσθέτως η εν λόγω σύμβαση είναι άκυρη ως καταπλεονεκτική, εφόσον εκμεταλλευτήκατε την απειρία μου την αφέλεια μου και την ανάγκη στην οποία βρισκόμουν λόγω των εξελίξεων και μάλιστα όχι μόνο εκμεταλλευτήκατε όλα αυτά αλλά φροντίσατε να μου εμφυσήσετε φόβο για διάφορους κινδύνους τόσο εσείς όσο και σε συνεργασία με τρίτα πρόσωπα (τα οποία στην παρούσα φάση δεν επιθυμώ να ονοματίσω) με τρόπο ώστε να με καταστήσετε υποχείριο σας.", εμφανίζοντας έτσι τον εγκαλούντα ως άνθρωπο που την κορόιδεψε και την εκμεταλλεύτηκε, ώστε να την πείσει να συμφωνήσει μαζί του την ως άνω αμοιβή, ενώ η αλήθεια, την οποία γνώριζε η κατηγορουμένη, ήταν ότι το από 3-9-2003 ιδιωτικό συμφωνητικό-εργολαβικό δίκης συντάχθηκε, ύστερα από διαδοχικές της τελευταίας στο γραφείο του εγκαλούντος, όπου συζήτησαν τους όρους της συνεργασίας τους και μάλιστα συνοδευόμενη από τους οικογενειακούς φίλους της, Κ. Χ. και Β. Χ., έχοντας η ίδια (κατηγορουμένη) επισκεφθεί προηγουμένως και άλλους δικηγόρους, με τους οποίους για διάφορους λόγους δεν είχε καταλήξει σε συμφωνία και αυτό. που την ενδιέφερε ήταν η επιτυχής έκβαση του δικαστικού της αγώνα, ανεξαρτήτως κόστους, ενόψει μάλιστα της μεγάλης αξίας της κληρονομιαίας περιουσίας, αλλά και της πολυπλοκότητας της υπόθεσης. Το ποσό δε της συμφωνηθείσας αμοιβής του εγκαλούντος αποτελούσε προϊόν ελεύθερης βούλησης της κατηγορουμένης, η οποία μολονότι είχε πληροφορηθεί από τον εγκαλούντα ότι το προβλεπόμενο από το νόμο ποσοστό δικηγορικής αμοιβής ανέρχεται σε 20%, υποσχέθηκε σε αυτόν το διπλάσιο του ανωτέρω ποσοστού, ήτοι το 39%, σκοπεύοντας στην παροχή σ’ αυτόν ισχυρότερου κινήτρου για ένταση των προσπαθειών του στο έπακρον με σκοπό το νικηφόρο αποτέλεσμα. Επιπλέον ισχυρίσθηκε η κατηγορουμένη στο άνω εξώδικο ότι δήθεν ο εγκαλών της είχε αποκρύψει το περιεχόμενο της εφετειακής απόφασης που διέταξε ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη, αναφέροντας επί λέξει "Το γεγονός ότι η απόφαση του εφετείου ήταν μία δυσμενής εξέλιξη στην υπόθεση μου παρότι είχα κερδίσει την απόφαση στον πρώτο βαθμό, επιμελώς μου αποκρύψατε εφόσον ουδέποτε είχα διαβάσει την εν λόγω απόφαση, εφόσον εσείς ουδέποτε με ενημερώσατε για την άσκημη τροπή που αυτή είχε πάρει και απλώς μου είπατε ότι το δικαστήριο διέταξε μία πραγματογνωμοσύνη αποκρύπτοντας μου ότι ολόκληρο το σκεπτικό της απόφασης είναι υπέρ της πλευράς των αντιδίκων μου.", γεγονός ψευδές, αφού, όπως αποδείχθηκε, ο εγκαλών, με την έκδοση της υπ’ αριθμ. 2730/14-4-2006 απόφασης, την κάλεσε, αμέσως, στο γραφείο του και της χορήγησε αντίγραφο της απόφασης σε σχέδιο, ενημερώνοντας αυτήν πλήρως για τη νέα τροπή, που είχε λάβει η υπόθεση της. Τέλος, ισχυρίσθηκε η κατηγορουμένη στο άνω εξώδικο τα ακόλουθα: "...Τέλος επειδή κατά καιρούς τόσο εσείς όσο και άλλα τρίτα πρόσωπα στα οποία αυτή την στιγμή δεν θέλω να αναφερθώ έχουν προσπαθήσει να μου εμφυσήσουν φόβο αναφερόμενοι σε διάφορες ενέργειες σας ενημερώνω ότι για όλα αυτά έχω συντάξει σχετική επιστολή προς τον αρμόδιο εισαγγελέα την οποία έχω καταθέσει σε έμπιστο πρόσωπο μου καθώς και σε συμβολαιογράφο προκειμένου να αποσταλεί η εν λόγω επιστολή στον αρμόδιο εισαγγελέα σε περίπτωση που οτιδήποτε κακό ή ατύχημα συμβεί σε εμένα ή στα οικεία μου πρόσωπα ή στους παραστάτες μου στην εν λόγω υπόθεση ή στην περιουσία μου.", εμφανίζοντας τον κατηγορούμενο ως δικηγόρο που παρανομεί σε βάρος των πελατών του, για προσωπικό του όφελος και αφήνοντας να εννοηθεί ότι δήθεν αυτός απειλεί τη ζωή της και τη σωματική της ακεραιότητα, για να της προκαλέσει φόβο, ενώ η αλήθεια, την οποία γνώριζε η κατηγορουμένη, ήταν ότι ο εγκαλών ουδέποτε της εμφύσησε φόβο σε συνεργασία με τρίτα πρόσωπα, ούτε την απείλησε και ουδέποτε την εκφόβισε, αλλά αντιθέτως είχε και φιλικές σχέσεις μαζί της. το μόνο δε το οποίο έπραξε ήταν να της ενημερώσει για τους κινδύνους, τους οποίους ενείχε η υπόθεσή της και τους τρόπους αντιμετώπισης τους, προκειμένου να είναι ενήμερη. Τα ως άνω αναφερόμενα στην εξώδικη δήλωση της κατηγορουμένης, ψευδή περιστατικά, εν γνώσει της αναλήθειας και των οποίων έλαβαν γνώση τρίτα πρόσωπα, όπως ο δικαστικός επιμελητές που επέδωσε το εξώδικο στον εγκαλούντα και οι συνεργάτες του γραφείου του, ήταν ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος ως ατόμου και δικηγόρου. Μάλιστα η κατηγορουμένη, κατά την απολογία της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ομολόγησε ότι ένα μέρος όσων αναφέρει στην εν λόγω εξώδικη δήλωση είναι ψευδή και ότι δεν θεωρεί ότι ο κατηγορούμενος είναι απατεώνας, ούτε την είχε ποτέ απειλήσει, ενώ ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ανέφερε ότι η αμοιβή του εγκαλούντος ήταν προϊόν συμφωνίας μεταξύ τους, ότι ο τελευταίος την ενημέρωσε για την πραγματογνωμοσύνη που διέταξε η εφετειακή απόφαση και ότι ο φόβος την έκανε να μην πει στο εξώδικο σωστά κάποια πράγματα. Ενόψει όλων αυτών, η κατηγορουμένη έχει τελέσει την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος του εγκαλούντος που της αποδίδεται και πρέπει να κηρυχθεί ένοχη, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Με βάση τις παραδοχές αυτές κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη του ότι: " Στην Αθήνα, στις 9-5-2007, με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίσθηκε και διέδωσε για κάποιον άλλο γεγονότα ψευδή που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του, γνωρίζοντας ότι αυτά είναι ψευδή. Ειδικότερα, στον πιο πάνω τόπο και χρόνο και με αφορμή τον χειρισμό αστικής υποθέσεως από τον εγκαλούντα δικηγόρο Θ. Φ., απέστειλε προς αυτόν, την από 9-5-2007 εξώδικη δήλωσή της-ανάκληση εντολής, με την οποία ισχυρίσθηκε ενώπιον του δικαστικού επιμελητή που την επέδωσε και των δικηγόρων που έλαβαν γνώση του περιεχομένου της, τα κατωτέρω ψευδή για τον εγκαλούντα γεγονότα:
    1) " ... Το εν λόγω συμφωνητικό το συντάξατε εσείς που ήσασταν ο νομικός μου σύμβουλος και στον οποίο εμπιστεύθηκα τις σοβαρότατες νομικές υποθέσεις που είχα και παρ’ όλα αυτά μου αποκρύψατε ότι η μεταξύ μας συμφωνία ήταν παράνομη και μου παρουσιάσατε το συμφωνηθέν μας ποσοστό του 39% ως απολύτως νόμιμο, εύλογο και δίκαιο. Και μόνο αυτό το γεγονός ότι εσείς που ήσασταν ο νομικός μου συμπαραστάτης και σας εμπιστεύθηκα την υπεράσπιση των συμφερόντων μου με κοροϊδέψατε και προσπαθήσατε να εισπράξετε αμοιβή παραπάνω από την νόμιμη, είναι αρκετό να κλονίσει την σχέση εμπιστοσύνης που πρέπει να υπάρχει μεταξύ εντολέα και δικηγόρου και δικαιολογεί πλήρως την ανάκληση της εντολής μου προς εσάς ... ".
    2) "Επιπροσθέτως η εν λόγω σύμβαση είναι άκυρη ως καταπλεονεκτική, εφόσον εκμεταλλευτήκατε την απειρία μου, την αφέλεια μου και την ανάγκη στην οποία βρισκόμουν λόγω των εξελίξεων και μάλιστα όχι μόνο εκμεταλλευτήκατε όλα αυτά αλλά φροντίσατε να μου εμφυσήσετε φόβο για διάφορους κινδύνους τόσο εσείς όσο και σε συνεργασία με τρίτα πρόσωπα (τα οποία στην παρούσα φάση δεν επιθυμώ να ονοματίσω) με τρόπο ώστε να με καταστήσετε υποχείριό σας." 3)" Το γεγονός ότι η απόφαση του Εφετείου ήταν μία δυσμενής εξέλιξη στην υπόθεσή μου παρότι είχα κερδίσει την απόφαση στον πρώτο βαθμό, επιμελώς μου αποκρύψατε εφόσον ουδέποτε είχα διαβάσει την εν λόγω απόφαση, εφόσον εσείς ουδέποτε με ενημερώσατε για την άσχημη τροπή που αυτή είχε πάρει και απλώς μου είπατε ότι το δικαστήριο διέταξε μία πραγματογνωμοσύνη αποκρύπτοντάς μου ότι ολόκληρο το σκεπτικό της απόφασης είναι υπέρ της πλευράς των αντιδίκων μου." 4)"Τέλος επειδή κατά καιρούς τόσο εσείς όσο και άλλα τρίτα πρόσωπα στα οποία αυτή την στιγμή δεν θέλω να αναφερθώ έχουν προσπαθήσει να μου εμφυσήσουν φόβο αναφερόμενοι σε διάφορες ενέργειες σας ενημερώνω ότι για όλα αυτά έχω συντάξει σχετική επιστολή προς τον αρμόδιο εισαγγελέα την οποία έχω καταθέσει σε έμπιστο πρόσωπο μου καθώς και σε συμβολαιογράφο προκειμένου να αποσταλεί η εν λόγω επιστολή στον αρμόδιο εισαγγελέα σε περίπτωση που οτιδήποτε κακό ή ατύχημα συμβεί σε εμένα ή στα οικεία μου πρόσωπα ή στους παραστάτες μου στην εν λόγω υπόθεση ή στην περιουσία μου." Όμως, τα γεγονότα αυτά που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, καθώς τον ενεμφάνιζαν ως δικηγόρο που παρανομεί εις βάρος των πελατών του για προσωπικό του όφελος, ήταν ψευδή και η κατηγορουμένη γνώριζε ότι αυτά είναι ψευδή, καθώς η αλήθεια είναι ότι: α)Το από 3-9-2003 ιδιωτικό συμφωνητικό-εργολαβικό δίκης συνετάχθη κατόπιν διαδοχικών επισκέψεων της κατηγορουμένης στο γραφείο του εγκαλούντος, όπου συζήτησαν τους όρους της συνεργασίας τους. Ως προς την ανερχόμενη σε ποσοστό 39% επί της κληρονομιαίας περιουσίας αμοιβή του εγκαλούντος, το ποσοστό αυτό δεν επιβλήθηκε από αυτόν στην κατηγορουμένη, αλλά αντιθέτως, όταν αυτός (ο εγκαλών) την πληροφόρησε, ότι το προβλεπόμενο από τον νόμο ποσοστό δικηγορικής αμοιβής ανέρχεται στο 20%, αυτή του απήντησε ότι το γνώριζε, αλλά εκείνη δεν θα έμενε σ’ αυτό, αφού εκείνο, το οποίο την ενδιέφερε πρωτίστως για την υπόθεση της αυτή δεν ήταν το όποιο οικονομικό της κόστος, αλλά το νικηφόρο αποτέλεσμα, γι’ αυτό και του υποσχέθηκε σχεδόν το διπλάσιο του ανωτέρω ποσοστού, ήτοι το 39%, σε περίπτωση νίκης, σκοπεύοντας, στην παροχή σ’ αυτόν ισχυρότερου κινήτρου για ένταση των προσπαθειών του στο έπακρο. β) Προτού η κατηγορουμένη επισκεφθεί τον εγκαλούντα στο γραφείο του, είχε ήδη επισκεφθεί και άλλους δικηγόρους προκειμένου να τους αναθέσει την υπόθεση της, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι ούτε άπειρη και αφελής ήταν, ούτε και βρισκόταν σε ανάγκη. Ούτε της εμφύσησε φόβο σε συνεργασία με τρίτα πρόσωπα, αλλά το μόνο, το οποίο έπραξε, ήταν να την ενημερώσει για τους κινδύνους, τους οποίους ενείχε η υπόθεση της και τους τρόπους αντιμετώπισης τους, προκειμένου να είναι ενήμερη. Ουδέποτε την εκμεταλλεύθηκε, ουδέποτε την κορόιδεψε και ουδέποτε την εκφόβισε, αλλά αντιθέτως είχε και φιλικές σχέσεις μαζί της.
    γ) Στις 14-4-2006 εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 2730/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία διέταξε την επανάληψη της συζήτησης διατάσσοντας την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και όρισε πραγματογνώμονα τον ψυχίατρο κ. Κ. Ζ. του Α.. Ο εγκαλών έλαβε γνώση της ως άνω αποφάσεως ευθύς μόλις εξεδόθη, ήτοι στις 14-4-2006, και την ημέρα εκείνη ειδοποίησε την κατηγορουμένη να τον επισκεφθεί στο γραφείο του, όπερ και έπραξε. Εκεί την ενημέρωσε πλήρως για την νέα τροπή, την οποία είχε λάβει η υπόθεση της, της χορήγησε κατόπιν απαιτήσεως της αντίγραφο της αποφάσεως και της ανέλυσε τις ενέργειες ,στις οποίες έπρεπε να προβούν για την αντιμετώπιση της νέας κατάστασης.
    δ)Τέλος ουδέποτε απείλησε την κατηγορουμένη, αλλά αντιθέτως στάθηκε δίπλα της φροντίζοντας να την ενημερώνει για κάθε εξέλιξη της υποθέσεως της, και να την καθησυχάζει.
    Ακολούθως, της επέβαλε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών την οποία μετέτρεψε προς πέντε (5) Ευρώ ημερησίως .
    Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην απόφαση του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα αποδειχθέντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο κηρύχθηκε ένοχη η κατηγορούμενη, οι αποδείξεις από τα οποία αυτό αποδείχθηκε και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτό στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1,14, 26 παρ. 1 27 παρ. 1 εδ. α’ και 2 362-363 ΠΚ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και δεν στερείται νομίμου βάσεως. Ειδικότερα αναφέρονται στη προσβαλλόμενη απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν την κρίση του Δικαστηρίου, ότι το περιεχόμενο της από 9-5-2007 εξωδίκου δηλώσεως της αναιρεσείουσας, με την οποία ανακάλεσε την εντολή της προς τον εγκαλούντα για διεκπεραίωση των κληρονομικών υποθέσεων της, που είχε αναθέσει σ’ αυτόν με το από 3-9-2003 έγγραφο εργολαβικό δίκης, ήταν ψευδές, ότι η αναιρεσείουσα τελούσε σε γνώση της αναληθείας του και ότι ήταν πρόσφορο να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του. Συγκεκριμένα εκτίθεται ο τρόπος με τον οποίο ισχυρίσθηκε για τον εγκαλούντα ψευδή γεγονότα, με την κοινοποίηση σ’ αυτόν μέσω του δικαστικού επιμελητή, της από 9-5-2007εγγράφου ανακλητικής δηλώσεως της του από 3-9-2003 εργολαβικού δίκης, στο δικηγορικό του γραφείο όπου έλαβαν γνώση αυτού ο δικαστικός επιμελητής που το επέδωσε, καθώς και οι συνεργάτες αυτού. Εκτίθενται οι παραδοχές, βάσει των οποίων έκρινε, ότι τα γεγονότα τα οποία διέλαβε στην ως άνω εξώδικη δήλωση της ήταν ψευδή, καθόσον αναφέρονται σ’ αυτές τα αληθή γεγονότα, ήτοι ότι ο εγκαλών: α) "πληροφόρησε την κατηγορουμένη ότι το κατά το νόμο προβλεπόμενο ανώτατο ποσοστό δικηγορικής αμοιβής, για την υπόθεση της, ανέρχεται σε 20% επί του συνόλου της αξίας της κληρονομιαίας περιουσίας, και ότι αυτή του απάντησε ότι το γνώριζε, αλλά επειδή την ενδιέφερε το νικηφόρο αποτέλεσμα του υποσχέθηκε το διπλάσιο περίπου αυτού ήτοι ποσοστό 39% αμοιβής, σκοπεύοντας να τον δελεάσει με το ανώτερο αυτό ποσοστό να εντατικοποιήσει τις προσπάθειες του στο έπακρο, β) ότι αυτή δεν ήταν άπειρη και αφελής και δεν εκμεταλλεύθηκε την ανάγκη της, όσο αφορά την συναλλαγή της μαζί του, γιατί προηγουμένως είχε επισκεφθεί άλλους δικηγόρους, για να τους αναθέσει τη υπόθεση της, ούτε της εμφύσησε φόβο μαζί με άλλα πρόσωπα, αλλά απλώς της επέστησε τους κινδύνους που ενείχε η πορεία των υποθέσεων της, προκειμένου να είναι ενήμερη για αυτούς, ότι ποτέ δεν την εκμεταλλεύθηκε ούτε την κορόιδεψε αλλά είχε φιλικές σχέσεις μαζί της, γ) ότι την 14-4-2006 που εκδόθηκε η υπ’ αρ. 2730/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία διατάχθηκε επανάληψη της συζητήσεως της εφέσεως των αντιδίκων της, προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη, σε σχέση με την περί κλήρου αγωγή που είχαν ασκήσει εναντίον της, την ενημέρωσε και της χορήγησε, μετά από απαίτηση της, αντίγραφο της αποφάσεως αυτής, της ανέλυσε δε και τις ενέργειες που έπρεπε να επακολουθήσουν, δ) ότι ποτέ δεν την απείλησε αλλά αντιθέτως στάθηκε δίπλα της φροντίζοντας να την ενημερώνει για κάθε εξέλιξη της υποθέσεως της, να την καθησυχάζει και ηρεμεί". Αιτιολογεί περαιτέρω τον δόλο της αναιρεσείουσας- κατηγορουμένης με τις παραδοχές που εκθέτει στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης ότι: "η κατηγορουμένη κατά την απολογία της ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ομολόγησε ότι ένα μέρος όσων αναφέρει στην εν λόγω εξώδικη δήλωση είναι ψευδή και ότι δεν θεωρεί ότι ο κατηγορούμενος είναι απατεώνας, ούτε την είχε απειλήσει, ενώ ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου ανέφερε ότι η αμοιβή του εγκαλούντος ήταν προϊόν συμφωνίας μεταξύ τους , ότι ο τελευταίος την ενημέρωσε για την πραγματογνωμοσύνη που διέταξε η Εφετειακή απόφαση και ότι ο φόβος ίσως την έκανε να μην πεί στο εξώδικο σωστά κάποια πράγματα". Επίσης με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης εκτίθεται ότι: "τα γεγονότα αυτά μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος ως ατόμου και ως δικηγόρου, διότι τον εμφάνιζαν ως δικηγόρο που παρανομεί σε βάρος των πελατών του για προσωπικό του όφελος", γεγονός που γνώριζε η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη. Επιπροσθέτως η γνώση της, ότι όσα γεγονότα καταλόγιζε με το επίμαχο εξώδικο στον εγκαλούντα, ήταν ψευδή προκύπτει από την αναγραφή σ’ αυτό γεγονότων για τα οποία η ίδια είχε προσωπική αντίληψη, αφού ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένα με το άτομο της και με την κοινοποίηση του ήταν πρόσφορα, πλέον της ανακλήσεως της εντολής της, να βλάψουν ενώπιον τρίτων την τιμή και την υπόληψη του. Αναφορικά με τις ειδικότερες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας: α) Η αιτίαση της ότι δεν αιτιολογείται στην προσβαλλόμενη απόφαση η παραδοχή του δικαστηρίου της ουσίας ότι η ίδια υποσχέθηκε στον εγκαλούντα ποσοστό 39/% αμοιβής επί του συνόλου της κληρονομιαίας περιουσίας, ενώ από τις αποδείξεις προέκυπτε ότι το ποσοστό αυτό το επέβαλλε ο ίδιος, αναφέροντας μάλιστα τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία κατά την δική της κρίση αποδεικνυόταν το γεγονός αυτό, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, κατά το σκέλος της ελλείψεως αιτιολογίας, διότι η παραδοχή αυτή αιτιολογείται ως προαναφέρθηκε, κατά το έτερο δε σκέλος της, ως απαράδεκτη διότι με αυτήν προσβάλλεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, με την μορφή της εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, που δεν στοιχειοθετούν αναιρετικό λόγο. β) Η αιτίαση της ότι, το δικαστήριο της ουσίας δεν αιτιολόγησε το γεγονός ότι το εξώδικο αυτό κοινοποίησε η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη στον εγκαλούντα, διότι συνέτρεχε εύλογη αιτία ανακλήσεως της εντολής της, με συνέπεια την διακοπή της συνεργασίας τους που αποδεικνυόταν από έγγραφα, λόγω μη απόδοσης εισπραχθέντων από αυτόν μισθωμάτων για λογαριασμό της, πωλήσεως περιουσιακού της στοιχείου με πληρεξούσιο που του είχε εκχωρήσει το δικαίωμα αυτό, χωρίς απόδοση του τιμήματος το οποίο παρακράτησε, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελώς προβαλλόμενη. Τούτο διότι το δικαστήριο της ουσίας, με την προσβαλλόμενη απόφαση του έκρινε για την κατάφαση της ενοχής της για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως σε βάρος του εγκαλούντος εντολοδόχου της, για γεγονότα που διαλαμβανόταν στην αναφερθείσα εξώδικη δήλωση ανακλήσεως της εντολής της, όπου δεν διαλαμβανόταν τα γεγονότα που αναφέρει στην αιτίαση της, ούτε ήταν αντικείμενο της δίκης η νόμιμη ή μη ανάκληση της εντολής της προς αυτόν. γ) Η αιτίαση της ότι, η δήλωση της ,κατά την απολογία της, ότι δεν θεωρεί απατεώνα τον εγκαλούντα δεν συνιστά ομολογία του δόλου αυτής, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, πλήττεται και πάλι η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο στο προϊμιο του, διέλαβε όλα τα αποδεικτικά μέσα που εισφέρθηκαν ενώπιον του τα οποία συνεκτίμησε για την καταδικαστική του κρίση, μεταξύ δε αυτών είναι και η απολογία της αναιρεσείουσας τόσο στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, τα πρακτικά του οποίου ανέγνωσε, όσο και ενώπιον του. δ) Η αιτίαση της ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως 363 σε συνδ. με 362 ΠΚ, το δικαστήριο της ουσίας, δέχθηκε ότι ο δικαστικός επιμελητής που επιδίδει εξώδικο ή διαδικαστικό έγγραφο και λαμβάνει γνώση του περιεχομένου του και εν προκειμένω ο δικαστικός επιμελητής που επέδωσε την από 9-5-2007 έγγραφη δήλωση της προς τον εγκαλούντα θεωρείται τρίτος, είναι αβάσιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα , διότι στην έννοια του τρίτου κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις διαλαμβάνεται οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως ο γραμματέας, ο δικαστικός επιμελητής, οι δικαστές που έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διαδόσεως (ΑΠ 1362/2000 ΠΧ ΝΑ518). ε) Η αιτίαση της ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ως άνω ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, το ουσιαστικό δικαστήριο δέχθηκε ότι στην έννοια του τρίτου στην διάταξη αυτή (362-363 ΠΚ) εντάσσονται και οι συνεργάτες στο γραφείο του εγκαλούντος, διότι οι τελευταίοι έλαβαν γνώση της εξωδίκου δηλώσεως της, μετά από ενημέρωση τους από τον ίδιο τον εγκαλούντα, είναι αβάσιμη, διότι στηρίζεται σε αναληθή προϋπόθεση, καθόσον στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν διαλαμβάνεται παραδοχή ότι οι συνεργάτες στο γραφείο του εγκαλούντος έλαβαν γνώση του εξωδίκου αυτού μετά από επίδειξη του σ’ αυτούς από τον εγκαλούντα.
    Συνεπώς οι προβαλλόμενοι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ! και Ε! ΚΠΔ λόγοι αναίρεσης, για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν .
    Η επιβαλλομένη κατά τα άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προτείνονται από τον κατηγορούμενο ή από τον συνήγορο του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός περί συνδρομής ελαφρυντικής περιστάσεως, μεταξύ των οποίων και εκείνη για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 84 παρ. 2 α! Π Κ και σε περίπτωση αναγνωρίσεως της επιβάλλεται ποινή μειωμένη κατά το μέτρο του άρθρου 83 του αυτού κώδικα, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, γιατί σε διαφορετική περίπτωση, ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Δ’ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, ενώ, η μη απάντηση στον ισχυρισμό αυτό συνιστά έλλειψη ακροάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 170 παρ. 2 του ΚΠΔ, και ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχείο Β’ του ίδιου κώδικα. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτώς και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωση τους, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και μάλιστα με ειδική αιτιολογία για να τον απορρίψει, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό.
    Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα πρακτικά της αναιρεσιβαλλομένης, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, ο συνήγορος της κατηγορουμένης μετά την απαγγελία της περί ενοχής αποφάσεως του δικαστηρίου και την μετά ταύτα αποσφράγιση και ανάγνωση του ποινικού μητρώου αυτής, ζήτησε "να αναγνωρισθεί στην εντολέα του η ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου κατ’ αρθρ. 84 παρ. 2 στοιχ.α’ ΠΚ". Έτσι, όμως, όπως διατυπώθηκε ο αυτοτελής αυτός ισχυρισμός με την προφορική επιγραμματική μόνο διατύπωση του σχετικού άρθρου του ΠΚ είναι εντελώς αόριστος, αφού δεν συνοδεύτηκε με παράθεση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών από τα οποία να προκύπτει ο πρότερος έντιμος βίος της κατηγορουμένης. Επομένως προβλήθηκε κατά τρόπο απαράδεκτο και το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και μάλιστα αιτιολογημένα. Παρά ταύτα όμως ως εκ περισσού αυτό απέρριψε τον ανωτέρω αυτοτελή ισχυρισμό, με την παρακάτω αιτιολογία: "Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, δεν αποδείχθηκαν συγκεκριμένα περιστατικά θετικής και επωφελούς για την κοινωνία δράσης και συμπεριφοράς της κατηγορουμένης μέχρι την τέλεση της ανωτέρω πράξης, τα οποία άλλωστε ούτε η κατηγορουμένη επικαλείται, για αυτό ο πιο πάνω αυτοτελής ισχυρισμός της ότι συντρέχει στο πρόσωπο της η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. α’ ΠΚ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος".
    Συνεπώς οι σχετικοί, από το άρθρο 510 παρ.1 Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ, λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως περί ελλείψεως αιτιολογίας της απορριπτικής του αυτοτελούς ισχυρισμού αποφάσεως και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α’ ΠΚ, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.
    Περαιτέρω, κατά την παρ. 4 του άρθρου 79 ΠΚ, ορίζεται ότι "στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την ποινή που επέβαλε". Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου που ορίζει ότι "κατά την επιμέτρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόμος, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη: α) τη βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεστεί και β) την προσωπικότητα του εγκληματία". Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου, αναφορικά με τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητας του δράστη, προκύπτει ότι η επιμέτρηση της ποινής, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο λαμβάνει υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά για την ενοχή του, χωρίς να έχει υποχρέωση να διαλάβει στην περί ποινής απόφαση του για τα στοιχεία αυτά και άλλη ειδικότερη αιτιολογία.
    Στην προκειμένη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά αυτής, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού λόγου, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας αναφέρει τις διατάξεις του ΠΚ, που προβλέπουν και τιμωρούν την πράξη για την οποία κηρύχθηκε ένοχη η κατηγορουμένη και ότι κατά την επιμέτρηση της πιο πάνω ποινής φυλακίσεως των έξι (6) μηνών, που επέβαλε σ’ αυτήν, έλαβε υπόψη τη βαρύτητα του εγκλήματος που διέπραξε και την προσωπικότητα της. Για την εκτίμηση των στοιχείων τούτων χρησιμοποίησε και τα κριτήρια των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 79 ΠΚ, που ειδικώς μνημονεύει στην απόφαση. ʼρα περιέχει η απόφαση ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση της ποινής που επέβαλε το δικαστήριο. Η αιτίαση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης ότι, για την επιμέτρηση της ποινής αξιολογήθηκαν ανύπαρκτα περιστατικά που δεν έλαβαν χώρα συνδυαζόμενα με δήθεν ομολογία της ιδίας, διότι γίνεται αναφορά στο αιτιολογικό της αποφάσεως επιμέτρησης της ποινής, στη μετάνοια και την προθυμία της να επανορθώσει τις συνέπειες της πράξεως της, πρέπει να απορριφθεί διότι στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως. Τούτο διότι, στο ανωτέρω αιτιολογικό αναφέρονται τα στοιχεία που απαιτεί η ως άνω διάταξη μεταξύ των οποίων είναι και το υπ’ αρ. 3 στοιχ. δ’ ΠΚ, ήτοι της διαγωγής που επέδειξε η κατηγορουμένη κατά τη διάρκεια της πράξης και μετά από αυτήν, ιδίως την μετάνοια και την προθυμία της να επανορθώσει τις συνέπειες της πράξεως της, τα οποία αξιολογούνται για την εκτίμηση της προσωπικότητας της, εν προκειμένω, και όχι ως ομολογία της πράξεως για την οποία καταδικάσθηκε.
    Συνεπώς, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ τέταρτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι συντρέχει έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην απόφαση για την επιμέτρηση της ποινής που επιβλήθηκε στην αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη, λόγω απλής επανάληψης της διατυπώσεως της διατάξεως του νόμου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
    Κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης για έρευνα πρέπει να απορριφθεί κατ’ ουσία η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος με την ιδιότητα του δικηγόρου που συντρέχει στο πρόσωπο του παραστάθηκε αυτοπροσώπως (άρθρο 176, 183 Κ.Πολ.Δ.)
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, την υπ’ αριθμό πρωτ.7771/25-11-2014 αίτηση-δήλωση της Μ. Κ. του Δ., κατοίκου ... οδός ... αρ. ..., για αναίρεση της υπ’ αρ. 7202/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
    Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος εκ τριακοσίων (300) ευρώ.
    Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Μαρτίου 2015.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Μαΐου 2015.
    Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Επίσης η παραπάνω αναφερόμενη ΑΠ1362/2000 ΕΔΩ