Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

ΚΑΘΕΤΗ ΣΥΝΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ: ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΝΑ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΡΥΜΟΤΟΜΗΣΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΟΙΚΟΠΕΔΟΥ, ΕΦΟΣΟΝ Η ΡΥΜΟΤΟΜΗΣΗ ΔΕΝ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙ ΤΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΟΙΚΟΠΕΔΟΥ ΥΠΑΡΧΟΝΤΑ ΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑΤΑ Ή ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΕΚΕΙΝΟΥ ΤΟΥ ΟΙΚΟΠΕΔΟΥ ΕΠΙ ΤΟΥ ΟΠΟΊΟΥ ΑΝΕΓΕΡΘΗΚΕ Ή ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΑΝΕΓΕΡΘΕΙ Η ΟΙΚΟΔΟΜΗ ΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΥΓΚΥΡΙΟΥΣ

 Κατά αποκλίνουσα  άποψη δεν καταργείται η κάθετη συνιδιοκτησία αν δεν ρυμοτομηθούν όλα τα κτίσματα επί του ενιαίου οικοπέδου, που αποτελούν κάθετες ιδιοκτησίες ή τα τμήματα του οικοπέδου που προορίζονται για την ανέγερση τέτοιου κτίσματος, ακόμη κι αν ρυμοτομηθούν κάποια απ' αυτά, όχι όμως όλα .
 Εξυπακούεται ότι η ρυμοτόμηση μέρους του χώρου της αποκλειστικής χρήσης μίας κάθετης ιδιοκτησίας δεν επιφέρει καμία μεταβολή στην νομική κατάστασή της, πλην βεβαίως του περιορισμού του χώρου της αποκλειστικής χρήσης της  και ιδίως στο ποσοστό δόμησης , που δικαιούται, διότι αυτό προσδιορίζεται από το ποσοστό της κάθετης ιδιοκτησίας στο οικόπεδο , κατά την παγία νομολογία του Αρείου Πάγου (ΕΔΩ) , η οποία,  εξάλλου, δεν συνιστά   τίποτε περισσότερο, από μία απλή επανάληψη  του νόμου,  και όχι από το εμβαδόν του χώρου της αποκλειστικής χρήσης της, που από καμία διάταξη νόμου δεν είναι υποχρεωτικό να βρίσκεται σε αντιστοιχία προς το ποσοστό συνιδιοκτησίας, που η κάθετη ιδιοκτησία έχει στο σύνολο του οικοπέδου*  και δεν αποτελεί τίποτε περισσότερο από μία συμφωνία, που λαμβάνεται σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 3741/1929 και η οποία , σύμφωνα με το άρθο 13 παρ. 3 του Ν. 3741/1929 , έχει τον χαρακτήρα δουλείας.  
  
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

Δικαστήριο:ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος:ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:734
Ετος:2010

Περίληψη

Αμφισβητήσεις ιδιοκτήτη σε πολεοδομικές απαλλοτριώσεις - Κύρωση πράξης εφαρμογής και μεταγραφή της στο οικείο...
υποθηκοφυλακείο - Υπολογισμός της εισφοράς σε γη - Παρεμπίπτων έλεγχος νομιμότητας των διοικητικών πράξεων από τα πολιτικά δικαστήρια - Καθορισμός ποσοστών συγκυριότητας επί ακινήτου - Γενικοί ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών - Σύσταση κάθετης ιδιοκτησίας -. Μετά την κύρωση της πράξης εφαρμογής με απόφαση του νομάρχη, η οποία μεταγράφεται στο οικείο υποθηκοφυλακείο, καθίσταται οριστική και αμετάκλητη και αποτελεί ταυτόχρονα και πράξη βεβαίωσης για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων εισφορά σε γη, όπως και κάθε μεταβολής που επέρχεται με αυτή στα ακίνητα. Αν πρόκειται για μεταβολή, που δεν εμπίπτει στην περίπτωση στην οποία οφείλεται αποζημίωση, με τη μεταγραφή της πράξης εφαρμογής επέρχεται άμεση απόσβεση κάθε εμπραγμάτου δικαιώματος στο τμήμα που αφαιρέθηκε ως εισφορά γης. Αν ο ιδιοκτήτης του ακινήτου αμφισβητεί το μέγεθος της ιδιοκτησίας, καθώς και το μέγεθος της εισφοράς σε γη, όπως αυτή καθορίστηκε με την πράξη εφαρμογής, δεν έχει δικαίωμα να ζητήσει την ανάκληση ή ανασύνταξη της πράξης αυτής (ΟλΣτΕ 1730, 1732/00, ΣτΕ 2228/08). Το δικαίωμα της κυριότητάς του στο επιπλέον τμήμα ακινήτου που έπρεπε να του είχε χορηγηθεί με την πράξη εφαρμογής, καθώς και στο τμήμα που δεν έπρεπε να περιληφθεί στην εισφορά σε γη, μετατρέπεται σε ενοχική αξίωση χρηματικής αποζημίωσης, την ικανοποίηση της οποίας μπορεί να επιδιώξει δικαστικώς (ΑΠ 356/07). Υπολογισμός εισφοράς σε γη. Τα πολιτικά δικαστήρια εξετάζουν παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα των διοικητικών πράξεων όχι για να τις ακυρώσουν, ούτε για να αποκρούσουν την εκτελεστότητά τους, αλλά προκειμένου να απαγγείλουν άλλες έννομες συνέπειες ιδιωτικού χαρακτήρα και δη αποζημιωτικές, οι οποίες προκύπτουν από την εκτέλεση των παράνομων διοικητικών πράξεων. Δεν επιτρέπεται όμως να ελέγξουν την ουσιαστική κρίση των οργάνων της διοίκησης, που εξέδωσαν τη διοικητική πράξη, ως προς την ύπαρξη των πραγματικών προϋποθέσεων έκδοσης αυτής. Προσφυγή στους γενικούς ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών προκειμένου να αποσαφηνισθεί το ζήτημα των ποσοστών συνιδιοκτησίας σε ακίνητο. Η κάθετη ιδιοκτησία συνιστάται με μονομερή δικαιοπραξία εν ζωή ή αιτία θανάτου του κυρίου του οικοπέδου ή με σύμβαση μεταξύ όλων των συγκυρίων και καταργείται με έναν από τους αναφερόμενους στο νόμο τρόπους, δηλαδή με αντίθετη σύμβαση, πλήρωση αιρέσεως ή προθεσμίας, καταστροφή του αντικειμένου της κάθετης ιδιοκτησίας ή με αναγκαστική απαλλοτρίωσή του, κατ' εφαρμογή του σχεδίου πόλεως, εφόσον όμως η εν λόγω απαλλοτρίωση περιλαμβάνει όλα τα επί του ενιαίου οικοπέδου υπάρχοντα οικοδομήματα ή τουλάχιστον το μέρος εκείνο του οικοπέδου, επί του οποίου ανεγέρθηκε ή πρόκειται να ανεγερθεί η οικοδομή του ενός από τους συγκυρίους. Απόρριψη αναιρετικών λόγων από τους αριθ. 1, 8, 12, 19, 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Κείμενο Απόφασης

Αριθμός 734/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δημήτριο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο, Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Μιχαήλ Θεοχαρίδη και Κωνσταντίνο Τσόλα, Αρεοπαγίτες.

    ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 17 Φεβρουαρίου 2010, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

    Των αναιρεσειόντων: 1. Χ1 και 2. Χ2 του Χ1, κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Ανύσιο.

    Των αναιρεσίβλητων: 1.Ψ1, κατοίκου ..., 2. Ψ2, κατοίκου ..., 3.Ψ3, κατοίκου ..., 4. Ψ4, κατοίκου ..., 5. Ψ5, το γένος ..., κατοίκου ..., 6. Ψ6, κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως με την ιδιότητα του ως Ψ8, κατοίκου ..., απάντων εξ αδιαθέτου κληρονόμων του Β. Εκπροσωπήθηκαν όλοι από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σπύρο Αμπόνη.

    Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28-4-2005 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 15326/2006 του ίδιου Δικαστηρίου και 1468/2008 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 30-7-2008 αίτησή τους και με τους από 25-9-2009 πρόσθετους λόγους.

    Κατά τη συζήτηση...
της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Κωνσταντίνος Τσόλας ανέγνωσε την από 4-2-2010 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει εν μέρει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, κατ' αποδοχή των αναφερόμενων στο σκεπτικό λόγων.

    Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, ο 6ος αναιρεσίβλητος ατομικά και ως πληρεξούσιος των υπολοίπων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

    ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 2, 3, 6, 7, 8, 9 και 12 του ν. 1337/1983 "Επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων, οικιστική ανάπτυξη και σχετικές ρυθμίσεις", (όπως οι διατάξεις αυτές συμπληρώθηκαν και τροποποιήθηκαν με το άρθρο 8 παρ. 5α του ν. 1512/1985 και με το άρθρο 6 παρ. 5 του ν. 2242/1994), για την επέκταση σχεδίων πόλεων, καθώς και οικισμών που υπάρχουν πριν από το έτος 1923, όπως και για την ένταξη σε πολεοδομικό σχέδιο και επέκταση οικισμών μεταγενέστερων του 1923, καταρτίζεται και εγκρίνεται, με απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. γενικό πολεοδομικό σχέδιο, ακολούθως συντάσσεται και εγκρίνεται με π.δ/μα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ., πολεοδομική μελέτη και τέλος καταρτίζεται πράξη εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης, συνοδευόμενη από κτηματολογικό διάγραμμα εφαρμογής και πίνακα εφαρμογής, η οποία κυρώνεται με απόφαση του Νομάρχη και μεταγράφεται στο οικείο Υποθηκοφυλακείο. Η έγκριση της πολεοδομικής μελέτης έχει τις συνέπειες της έγκρισης σχεδίου πόλης. Για τη δημιουργία των κοινόχρηστων χώρων που αυτή προβλέπει, καθιερώνεται, σε αρμονία με το άρθρο 24 παρ. 3 του Συντάγματος, εκτός των άλλων, και υποχρέωση εισφοράς σε γη εκ μέρους των ιδιοκτητών. Η εισφορά σε γη πραγματοποιείται με την πράξη εφαρμογής. Αυτή καθορίζει τα τμήματα που αφαιρούνται από κάθε ιδιοκτησία για εισφορά σε γη. Τα εδαφικά τμήματα που προέρχονται από την εισφορά γης διατίθενται κατά πρώτο για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων μέσα στην ίδια πολεοδομική ενότητα και ακολούθως για την παραχώρηση οικοπέδων σε ιδιοκτήτες της ίδιας πολεοδομικής ενότητας των οποίων τα οικόπεδα ρυμοτομούνται εξ ολοκλήρου ή κατά ποσοστό μεγαλύτερο από εκείνο με το οποίο αυτά βαρύνονται με εισφορά γης. Μετά την κύρωσή της, με απόφαση του Νομάρχη, η πράξη εφαρμογής, η οποία μεταγράφεται στο οικείο Υποθηκοφυλακείο, γίνεται οριστική και αμετάκλητη και αποτελεί ταυτόχρονα και πράξη βεβαίωσης για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων εισφοράς σε γη, όπως και κάθε μεταβολής που επέρχεται με αυτή στα ακίνητα. Με τη μεταγραφή, ειδικότερα, της πράξης εφαρμογής επέρχονται όλες οι αναφερόμενες σε αυτήν μεταβολές στις ιδιοκτησίες, εκτός από εκείνες για τις οποίες οφείλεται αποζημίωση και για την εκτέλεση των οποίων πρέπει να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες του ν. δ. από 17-7-1923 και του ν.δ. 797/1971 (ήδη του ν. 2882/2001 - Κ.Α.Α.). Αν, λοιπόν, πρόκειται για μεταβολή, που δεν εμπίπτει στην περίπτωση στην οποία οφείλεται αποζημίωση, με τη μεταγραφή της πράξης εφαρμογής επέρχεται άμεση απόσβεση κάθε εμπραγμάτου δικαιώματος στο τμήμα που αφαιρέθηκε ως εισφορά γης. Αν ο ιδιοκτήτης του ακινήτου αμφισβητεί το μέγεθος της ιδιοκτησίας, καθώς και το μέγεθος της εισφοράς σε γη, όπως αυτή καθορίστηκε με την πράξη εφαρμογής, δεν έχει δικαίωμα να ζητήσει την ανάκληση ή ανασύνταξη της πράξης αυτής (ΟλΣτΕ 1730/2000, ΟλΣτΕ 1732/2000, ΣτΕ 2228/2008). Το δικαίωμα της κυριότητάς του στο επιπλέον τμήμα ακινήτου που έπρεπε να του είχε χορηγηθεί με την πράξη εφαρμογής, καθώς και στο τμήμα που δεν έπρεπε να περιληφθεί στην εισφορά σε γη, μετατρέπεται σε ενοχική αξίωση χρηματικής αποζημίωσης, την ικανοποίηση της οποίας μπορεί να επιδιώξει δικαστικώς (ΑΠ 356/2007). Ειδικότερα, ως προς την εισφορά σε γη ορίστηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής στο άρθρο 8 παρ. 4 και 5 του ν. 1337/1983, που ενδιαφέρουν εν προκειμένω, 4. Η εισφορά σε γη αποτελείται από ποσοστό επιφάνειας κάθε ιδιοκτησίας πριν από την πολεοδόμηση της, το οποίο υπολογίζεται κατά τον ακόλουθο τρόπο : α. Για τμήμα ιδιοκτησίας μέχρι 250 τ.μ. ποσοστό 10%. β. Για τμήμα ιδιοκτησίας πάνω από 250 τ. μ. μέχρι 500 τ. μ. ποσοστό 20%. γ. Για τμήμα ιδιοκτησίας πάνω από 500 τ.μ. μέχρι 1.000 τ.μ. ποσοστό 30%. δ. Για τμήμα ιδιοκτησίας πάνω από 1.000 τ.μ. μέχρι 2.000 τ.μ. ποσοστό 40%. ε...στ...κλπ". 5. "Σε περίπτωση εξ αδιαιρέτου συνιδιοκτησίας τα ποσοστά εισφοράς γης εφαρμόζονται στο εμβαδόν που αντιστοιχεί στο ιδανικό μερίδιο κάθε συνιδιοκτήτη όπως έχει διαμορφωθεί μέχρι την 10-3-1982". Εξάλλου σύμφωνα με πάγια αρχή του διοικητικού δικαίου, οι διοικητικές πράξεις έχουν το τεκμήριο της νομιμότητας, έτσι ώστε και οι παράνομες διοικητικές πράξεις, εφόσον δεν έχουν ακυρωθεί, είναι εκτελεστές και παράγουν τα έννομα αποτελέσματά τους. Κατά τα άρθρα 1 και 2 του ΚΠολΔ, τα πολιτικά δικαστήρια εξετάζουν παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα των διοικητικών πράξεων όχι για να τις ακυρώσουν, ούτε για να αποκρούσουν την εκτελεστότητά τους, αλλά προκειμένου να απαγγείλουν άλλες έννομες συνέπειες ιδιωτικού χαρακτήρα και δη αποζημιωτικές, οι οποίες προκύπτουν από την εκτέλεση των παράνομων διοικητικών πράξεων. Δεν επιτρέπεται όμως να ελέγξουν την ουσιαστική κρίση των οργάνων της διοίκησης, που εξέδωσαν τη διοικητική πράξη, ως προς την ύπαρξη των πραγματικών προϋποθέσεων έκδοσης αυτής (ΑΠ 171/2006). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι λόγος αναίρεσης για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόστηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στη διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του προσκομιζόμενου αντιγράφου της προσβαλλόμενης απόφασης του, το Εφετείο δέχθηκε, ότι αποδείχθηκαν, από τα κατ' είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, αναφορικά με την ένδικη αναγνωριστική κυριότητας αγωγή των αναιρεσειόντων: Ο δεύτερος ενάγων και ήδη δεύτερος αναιρεσείων και η σύζυγος του Ζ έγιναν συγκύριοι, κατά τα 25% εξ αδιαιρέτου ο καθένας, δυνάμει της 94/1981 κατακυρωτικής έκθεσης της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ελένης Φίτζιου-Βαλαβάνη, που μεταγράφηκε νόμιμα, του υπ' αριθ. 81 Δ' κατηγορίας αγροτεμαχίου, εκτάσεως 4.598,85 τ.μ., που βρίσκεται στην εποικισθείσα περιοχή του αγροκτήματος ... της κοινότητας... και ήδη ομωνύμου Δήμου. Συγκύριος κατά τα υπόλοιπα ποσοστά (50°/ο) εξ αδιαιρέτου ήταν ο άμεσος δικαιοπάροχος των εναγομένων και ήδη αναιρεσιβλήτων Βς. Οι εν λόγω συγκύριοι συνέστησαν με το ... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Σταματίας Γεωργίτσα, που μεταγράφηκε νόμιμα, οριζόντια και κάθετη ιδιοκτησία βάσει της οποίας, ο μεν δεύτερος των εναγόντων και η σύζυγος του είχαν δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης του ανατολικού διακεκριμένου τμήματος του ενιαίου αγροτεμαχίου, εμβαδού 2.299,425 τ. μ. και δικαίωμα αποκλειστικής κυριότητας επί της οικοδομής που ήθελε ανεγερθεί επ' αυτού καθώς και του δικαιώματος επεκτάσεως καθ' ύψος αυτής, ο δε δικαιοπάροχος των εναγομένων είχε δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης του δυτικού διακεκριμένου τμήματος του αγροτεμαχίου, αντίστοιχου εμβαδού (2.299,425 τ.μ.) και δικαίωμα αποκλειστικής κυριότητας επί της οικοδομής που ήθελε ανεγερθεί επ' αυτού καθώς και του δικαιώματος επεκτάσεως καθ' ύψος αυτής. Ακολούθως, με την αριθμ. ... άδεια της Πολεοδομικής Υπηρεσίας Θεσσαλονίκης οι ανωτέρω συγκύριοι (Χ2 και Ζ) ανήγειραν επί της διαιρεμένης ιδιοκτησίας, της οποίας είχαν την αποκλειστική χρήση, διώροφη οικία, αποτελούμενη από υπόγειο, εμβαδού 84 τ.μ., ισόγειο, εμβαδού 84 τ.μ. και πρώτο πάνω από το ισόγειο όροφο, εμβαδού 22 τ. μ. Με την 19/1994 πράξη εφαρμογής, που κυρώθηκε με την αριθμ.ΔΠ\ΤΑ\β802\652\21-2-1994 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης και μεταγράφηκε νόμιμα, το παραπάνω αγροτεμάχιο εντάχθηκε στην επέκταση σχεδίου πόλης του Δήμου ... και έλαβε τη μορφή οικοπέδου, (εμβαδού 3.254,37 τ.μ), με χαρακτηριστικό αριθμό 01, κείμενο στο υπ' αριθμ. Γ 106 Οικοδομικό Τετράγωνο του Δήμου ... επί των οδών προέκταση .... Στις 17-10-1999 απεβίωσε η ανωτέρω Ζ σύζυγος Χ2, η οποία με την από 13-9-1999 ιδιόγραφη διαθήκη της, που δημοσιεύθηκε νόμιμα με το ... πρακτικό δημοσίευσης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, όρισε, μεταξύ άλλων, ότι "στο σπίτι (μονοκατοικία) στην οδό ... έχω πλήρη κυριότητα εξ αδιαιρέτου 50°/ο στο κτίσμα και 25% στο οικόπεδο. Τα δικαιώματα μου αυτά να μεταβιβασθούν στον γιο μου ...". Ο ..., πρώτος των εναγόντων και ήδη πρώτος αναιρεσείων με την ... δήλωση αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μαρίας Ατσαλά, που μεταγράφηκε νόμιμα, αποδέχθηκε το ιδανικό μερίδιο της διαθέτιδός του, ήτοι τα 50% εξ αδιαιρέτου του δικαιώματος δόμησης στο τμήμα το ευρισκόμενο στην ανατολική πλευρά του οικοπέδου που αποτελεί κάθετη ιδιοκτησία συσταθείσα κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, στην οποία, αναλογεί ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου. Ακολούθως, με το ... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Αξιοθέας Κυριακίδου-Σπανού, που μεταγράφηκε νόμιμα, ο δεύτερος των εναγόντων μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής στον πρώτο εξ αυτών κατά ψιλή κυριότητα τα 50% εξ αδιαιρέτου του δικαιώματος δόμησης στο τμήμα το ευρισκόμενο στην ανατολική πλευρά του οικοπέδου που αποτελεί κάθετη ιδιοκτησία, συσταθείσα κατά τον παραπάνω τρόπο, και το αναλογούν σ' αυτή ποσοστό του 25% εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου επίσης κατά ψιλή κυριότητα, παρακρατήσας εφ' όρου ζωής υπέρ αυτού την επικαρπία, τόσο επί του δικαιώματος δόμησης, όσο και επί του αναλογούντος σ' αυτή ποσοστού εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου. Περαιτέρω το Εφετείο δέχεται ότι "από το περιεχόμενο των ως άνω συμβολαιογραφικών πράξεων ενόψει του ότι παρουσιάζεται ασάφεια ως προς το δικαίωμα που πράγματι περιήλθε στον ενάγοντα επί του επιδίκου μετά από προσφυγή και στις ερμηνευτικές διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, προκειμένου ν' αποσαφηνισθεί το ζήτημα αυτό αναζητώντας προς τούτο την αληθινή βούληση των συμβαλλομένων μερών, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης των συναλλακτικών ηθών καθίσταται προφανές ότι ο πρώτος των εναγόντων κατέστη αποκλειστικός κύριος κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου και κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου του δικαιώματος δόμησης επί της επ' αυτού ανεγερθείσας οικίας ως εκ διαθήκης κληρονόμος της μητέρας του, την οποία αποδέχθηκε δια συμβολαιογραφικού εγγράφου και μετέγραψε νόμιμα και κατά ψιλή κυριότητα επί ποσοστού 25% εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου και 50% εξ αδιαιρέτου επί του δικαιώματος δόμησης και ήδη της ανεγερθείσης οικίας, κειμένης στο ανατολικό τμήμα του όλου οικοπέδου, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομίμου συσταθείσης καθέτου ιδιοκτησίας, λόγω γονικής παροχής από τον πατέρα του και ήδη δεύτερο των εναγόντων, ο οποίος παρακράτησε υπέρ αυτού την εφ' όρου ζωής επικαρπία, τόσο επί του δικαιώματος δόμησης όσο και επί του αναλογούντος ποσοστού εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου". Ακολούθως το Εφετείο έκρινε, ότι ισχυρισμός των εναγόντων-εκκαλούντων, Χ1 και Χ2, ότι το εξ αδιαιρέτου ποσοστό τους επί του επίδικου ακινήτου (εμβαδού 3.254,37 τ.μ), ανέρχεται σε 53,15% (26,57%+26,575%) πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι ισχύει η πρώτη πράξη εφαρμογής (19/1994), η οποία, όμως, κατά το ποσοστό συγκυριότητας (του δευτέρου ενάγοντος και της συζύγου Ζ, ανερχόμενο σε 26,575% για τον καθένα και σε 46,85% για τον Β) τροποποιήθηκε με την υπ' αριθμ.πρωτ.29\3323\ΠΕ 305\Φεβρ.1997 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, που μεταγράφηκε νόμιμα στο Υποθηκοφυλακείο Νεάπολης, όπως προκύπτει από το υπ'αριθμ .... πιστοποιητικό. Την τροποποιητική αυτή απόφαση, όπως περαιτέρω δέχεται το Εφετείο, δεν αμφισβητούν οι ενάγοντες-εκκαλούντες, δεδομένου ότι έχει κοινοποιηθεί σ' αυτούς, όπως προκύπτει και από το ίδιο το κείμενο της απόφασης και σε κανένα ένδικο μέσο δεν προέβησαν. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε την αναγνωριστική κυριότητας ακινήτου αγωγή ως εν μέρει κατ' ουσίαν βάσιμη και αναγνώρισε, ότι ο πρώτος ενάγωνΧ1 είναι συγκύριος εξ αδιαιρέτου του επίδικου ακινήτου (εμβαδού 3.254,37 τ.μ), κατά ποσοστό 25% κατά πλήρη κυριότητα και κατά ποσοστό, επίσης, 25% κατά ψιλή κυριότητα, ενώ ο δεύτερος ενάγων είναι επικαρπωτής αυτού κατά ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου (και όχι κατά τα ποσοστά των 26,575%, 26,575%+26, 575%, αντιστοίχως, που ζητούσαν με την αγωγή). Οι αναιρεσείοντες με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, από τον αριθ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προσάπτουν στο Εφετείο την αιτίαση, ότι παραβίασε τις διατάξεις των παρ. 4 και 5 του άρθρου 8 του ν. 1337/1983, αφού με βάση αυτές τα ποσοστά συγκυριότητας επί του επίδικου οικοπέδου των 3.254,37 τ.μ, που προέκυψε μετά την εισφορά σε γη, η οποία ορίστηκε με την ανωτέρω 19/1994 πράξη εφαρμογής, ανέρχονταν για καθένα από τους δεύτερο ενάγοντα Χ2 και τη σύζυγο του Ζ σε 26,575% και για το Β σε 46,85%, δηλαδή σε εκείνα που και με την εν λόγω πράξη εφαρμογής προσδιορίστηκαν. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι έχει ως βάση το περιεχόμενο της ως άνω πράξης εφαρμογής, αναφορικά με τον καθορισμό των ποσοστών συγκυριότητας των ανωτέρω συγκυρίων. Η πράξη όμως αυτή, όπως ανελέγκτως δέχεται το Εφετείο, τροποποιήθηκε με την υπ' αριθμ.πρωτ.29\3323\ΠΕ 305\Φεβρ.1997 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, που μεταγράφηκε νόμιμα στο Υποθηκοφυλακείο Νεάπολης Θεσσαλονίκης, με την οποία, καθώς δεν αμφισβητείται, τα ποσοστά συγκυριότητας των συγκυρίων διαμορφώθηκαν σε 25% για καθένα από τους δεύτερο ενάγοντα και την σύζυγο του Ζ, σε 38% για τον Β και σε 12% για το γιο του ..., διότι ελήφθη υπόψη η δωρεά ποσοστού 12% εξ αδιαιρέτου επί του προαναφερόμενου αγροτεμαχίου, που του έγινε από τον πατέρα του με το ... δωρητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε. Φίτζιου. Ο ισχυρισμός δε των αναιρεσειόντων, που περιέχεται στον ανωτέρω λόγο αναίρεσης, ότι η ως άνω απόφαση του Νομάρχη (με την οποία τροποποιήθηκε η πράξη εφαρμογής) είναι παράνομη, διότι κακώς συμπεριελήφθη ως συγκύριος και ο ..., αφού το ως άνω δωρητήριο συμβόλαιο μεταγράφηκε στις 6-4-1982, ήτοι μετά την 10-3-1982 είναι απορριπτέος, αφού με αυτόν προσβάλλεται η ουσιαστική κρίση των οργάνων της διοίκησης ως προς την ύπαρξη των πραγματικών προϋποθέσεων για την έκδοση της εν λόγω τροποποιητικής απόφασης του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, περιστατικά τα οποία δεν ελέγχονται παρεμπιπτόντως από τα τακτικά πολιτικά δικαστήρια, κατά τα προεκτεθέντα.

    2.- Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του, επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε. Τέτοια περίπτωση όμως δε συντρέχει αν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αιτιολογίες, αρκεί μόνο το πόρισμα να εκτίθεται με σαφήνεια. Οι αναιρεσείοντες με το δεύτερο λόγο αναίρεσης, από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση της έλλειψης νόμιμης βάσης, λόγω έλλειψης αιτιολογιών, αναφορικά με τα ζητήματα του υπολογισμού της εισφοράς σε γη για καθένα από τους συγκυρίους του επίδικου ακινήτου και του προσδιορισμού, με βάση την εισφορά σε γη που βάρυνε καθένα συγκύριο, των ποσοστών συγκυριότητας τους επ' αυτού. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, αφού το Εφετείο κρίνοντας, όπως παραπάνω, διέλαβε στην απόφαση του συνοπτικές μεν αλλά πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της διαμορφώσεως των ποσοστών συγκυριότητας των συγκυρίων επί του επίδικου ακινήτου, εμβαδού 3.254,37 τ.μ., (που προέκυψε μετά την εισφορά σε γη), με την παραδοχή των ποσοστών συγκυριότητας που αναφέρονται στην 19/1994 πράξη εφαρμογής, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την ανωτέρω απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, οι οποίες (αιτιολογίες) στηρίζουν το διατακτικό της και επιτρέπουν τον έλεγχο των πιο πάνω ουσιαστικών διατάξεων του ν. 1337/1983. 3. Κατά το άρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Οι γενικοί ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση που το δικαστήριο της ουσίας, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, διαπιστώνει ότι υφίσταται κενό στη σύμβαση ή ότι γεννιέται αμφιβολία για την έννοια των δηλώσεων βουλήσεως. Για να είναι δε ορισμένος ο λόγος αναίρεσης, για παραβίαση των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200ΑΚ, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο, επί αιτιάσεως για εσφαλμένη εφαρμογή των κανόνων αυτών, σε τί συνίσταται η εσφαλμένη εφαρμογή τους σε σχέση με την καλή πίστη (ΑΠ 863/2007). Οι αναιρεσείοντες με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, από τον αριθ. 1εδ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προσάπτουν στο Εφετείο την αιτίαση της παραβίασης των ερμηνευτικών κανόνων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ κατά την ερμηνεία της από ... ιδιόγραφης διαθήκης της Ζ, της ... δήλωσης αποδοχής κληρονομίας ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μαρίας Ατσαλά, με την οποία ο πρώτος απ' αυτούς αποδέχθηκε την κληρονομία της τελευταίας, και του ... συμβολαίου γονικής παροχής ψιλής κυριότητας της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης .... Ο λόγος αυτός, αναφορικά με την ερμηνεία της πιο πάνω διαθήκης, είναι αβάσιμος, διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι το Εφετείο προέβη σε ερμηνεία της, ενώ όσον αφορά τα άλλα δύο (συμβολαιογραφικά) έγγραφα είναι αόριστος, αφού δεν αναφέρεται το πραγματικό περιεχόμενο των εγγράφων αυτών και σε τι συνίσταται η εσφαλμένη εφαρμογή των ως άνω κανόνων σε σχέση με την καλή πίστη, αλλά αντ' αυτού οι αναιρεσείοντες επικαλούνται για τη θεμελίωση του λόγου αναίρεσης, κατ' εκτίμησή του, παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας. Όμως αναίρεση για παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας επιτρέπεται (αρθρ. 559 αρ. 1 εδ. β ΚΠολΔ) μόνον όταν αυτά έχουν σημασία για την ανεύρεση της αληθινής έννοιας κανόνα δικαίου ή την υπαγωγή σ' αυτόν των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς και όχι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 5/2005), όπως τούτο συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση, αφού με όσα αναφέρονται στον ως άνω λόγο της αναίρεσης, δεν προβάλλεται αιτίαση για παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας κατά την ερμηνεία ή την υπαγωγή σε κανόνα του δικαίου, αλλά για παραβίαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων σχετικά με τον προσδιορισμό των ποσοστών συγκυριότητας των συγκυρίων επί του επίδικου ακινήτου, τα οποία, σημειωτέον, αυτοί προσδιορίζουν με βάση την (εσφαλμένη) προϋπόθεση ότι δεν έπρεπε να συμπεριληφθεί και o ως άνω τέταρτος συγκύριος .... 3α. Ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ αναιρετικός λόγος ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα μη προταθέντα ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα, νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που τείνουν στη θεμελίωση, αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, όχι δε και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει σ' αυτούς (ΟλΑΠ14/04). Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται αν ο ισχυρισμός λήφθηκε υπόψη και απορρίφθηκε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, γεγονός που συμβαίνει και όταν η απόφαση περιέχει παραδοχές αντίθετες με τον ισχυρισμό (ΟλΑΠ 11/1996). Στην προκείμενη περίπτωση οι αναιρεσείοντες με τον έκτο λόγο αναίρεσης, από τον αριθ.8 περ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, όπως αυτός συμπληρώθηκε με τον τρίτο λόγο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, προσάπτουν στο Εφετείο την αιτίαση, ότι δεν έλαβε υπόψη τον προταθέντα παραδεκτά ισχυρισμό τους, ότι η ως άνω υπ' αριθ. πρωτ.29/323/ΠΕ305/Φεβρουαρίου 1997 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης είναι παράνομη, αφού συμπεριέλαβε ως συγκύριο του επίδικου ακινήτου των 3.254,37 τ.μ και τον ..., στον οποίο ο αρχικώς συγκύριος κατά τα 50% εξ αδιαιρέτου Β δώρησε με το ... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Ελένης Φίτζιου τα 12% εξ αδιαιρέτου επί του επιδίκου, παρότι το εν λόγω συμβόλαιο μεταγράφηκε στις 6-4-1982, δηλαδή μετά την 10-3-1982, και κατά συνέπεια ο τίτλος αυτός δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη για τον προσδιορισμό της εισφοράς σε γη συνιδιοκτήτη, κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 παρ.5 του Ν. 1337/1983. Επίσης οι αναιρεσείοντες με τον όγδοο λόγο της αναίρεσης, όπως αυτός συμπληρώθηκε επίσης με τον τρίτο λόγο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, επικαλούμενοι την ίδια αναιρετική πλημμέλεια, ψέγουν το Εφετείο διότι δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό τους ότι η ανωτέρω υπ' αριθ. πρωτ.29/323/ΠΕ 305/ Φεβρουαρίου 1997 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης δεν τους κοινοποιήθηκε και ότι για τον λόγο αυτόν δεν άσκησαν κατ' αυτής ένδικα μέσα. Τέλος με τον τέταρτο λόγο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, από τον αριθ.8 περ.α' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, μέμφονται το Εφετείο, διότι έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό των αναιρεσιβλήτων περί τροποποιήσεως της πιο πάνω19/1994 πράξης εφαρμογής με την υπ' αριθ. πρωτ.29/323/ΠΕ 305/ Φεβρουαρίου 1997 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, ο οποίος (ισχυρισμός) απαραδέκτως προτάθηκε για πρώτη φορά ενώπιόν του. Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι και ειδικότερα ο πρώτος ως απαράδεκτος αφού, όπως προαναφέρθηκε, με τον πιο πάνω ισχυρισμό των αναιρεσειόντων προσβάλλεται η ουσιαστική κρίση των οργάνων της διοίκησης ως προς την ύπαρξη των πραγματικών προϋποθέσεων για την έκδοση της σχετικής απόφασης (διοικητικής πράξης), περιστατικά τα οποία δεν ελέγχονται (παρεμπιπτόντως) από τα τακτικά πολιτικά δικαστήρια, κατά τα προεκτεθέντα, και κατά συνέπεια το δικαστήριο της ουσίας δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει και, σε κάθε περίπτωση, ως αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, ο ως άνω ισχυρισμός λήφθηκε υπόψη από το Εφετείο και απορρίφθηκε σιωπηρώς με την παραδοχή ότι ορθώς εκδόθηκε η ανωτέρω 29/323/ΠΕ305/Φεβρουαρίου 1997 απόφαση του Νομάρχη, ο δεύτερος ως απαράδεκτος, διότι ο ανωτέρω ισχυρισμός δεν αποτελεί "πράγμα" με την έννοια που προεκτέθηκε και, σε κάθε περίπτωση, ως αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, ο ως άνω ισχυρισμός λήφθηκε υπόψη από το Εφετείο και απορρίφθηκε σιωπηρώς με την παραδοχή ότι η ανωτέρω 29/323/ΠΕ305/Φεβρουαρίου 1997 απόφαση κοινοποιήθηκε στους αναιρεσείοντες και, τέλος, ο τρίτος ως αβάσιμος, διότι ο παραπάνω ισχυρισμός περί τροποποιήσεως της 19/1994 πράξης εφαρμογής παραδεκτά προτάθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 527 ΚΠολΔ, από τους εφεσιβλήτους και ήδη αναιρεσιβλήτους για πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου με τις προτάσεις ως υπεράσπισή τους κατά της έφεσης των εκκαλούντων-αναιρεσειόντων. Για τον ίδιο λόγο, δηλαδή της παραδεκτής πρότασης του ως άνω ισχυρισμού των αναιρεσιβλήτων, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο τέταρτος λόγος αναίρεσης, από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στο Εφετείο την αιτίαση ότι παρά το νόμο δεν απέρριψε ως απαράδεκτο τον ισχυρισμό αυτόν. 4. Οι αναιρεσείοντες με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης, που παρά τη ρητή αναφορά του στον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, στηρίζεται ως εκ του περιεχομένου του, στην πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του ίδιου άρθρου προσάπτουν στο Εφετείο την αιτίαση, ότι με το να δεχθεί ότι η 19/1994 πράξη εφαρμογής τροποποιήθηκε με την υπ' αριθ. πρωτ.29/323/ΠΕ305/ Φεβρουαρίου 1997 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης παραβίασε το νόμο, αφού η τελευταία απόφαση είναι άκυρη, δεδομένου ότι δε φέρει βεβαία χρονολογία. Ο λόγος αυτός, πέραν της αοριστίας του, αφού δεν αναφέρονται οι ουσιαστικού δικαίου διατάξεις στις οποίες στηρίζεται ο περί ακυρότητας της εν λόγω απόφασης ισχυρισμός των αναιρεσειόντων, είναι και αβάσιμος, αφού, όπως γίνεται δεκτό από την προσβαλλόμενη απόφαση η ως άνω απόφαση μεταγράφηκε στο Υποθηκοφυλακείο Νεάπολης, οπότε, σε κάθε περίπτωση, απέκτησε από τότε βεβαία χρονολογία.

    5. Κατά το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Το ουσιώδες στοιχείο αυτού του λόγου αναίρεσης αποτελεί η έλλειψη νόμιμης βάσης σε "ζήτημα", δηλαδή σε ισχυρισμό που έχει αυτοτελή ύπαρξη και τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε ως επιθετικό ή αμυντικό μέσο, το οποίο "ζήτημα" ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Στην προκείμενη περίπτωση οι αναιρεσείοντες με τον ένατο λόγο αναίρεσης, από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, μέμφονται το Εφετείο, διότι στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, λόγω του ότι δεν αναφέρεται σ' αυτήν πότε έλαβε χώρα η κοινοποίηση σ' αυτούς της πιο πάνω απόφασης του Νομάρχη. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, διότι η αναφορά του χρόνου κοινοποίησης της άνω απόφασης δεν αποτελεί "ζήτημα", κατά την προαναφερόμενη έννοια, και μάλιστα ουσιώδες και δεν ασκεί επίδραση στην έκβαση της δίκης, αφού, όπως και παρακάτω εκτίθεται, η πράξη εφαρμογής, μετά την κύρωση της με απόφαση του Νομάρχη και τη μεταγραφή της στο οικείο Υποθηκοφυλακείο, γίνεται οριστική και αμετάκλητη και αποτελεί ταυτόχρονα και πράξη βεβαίωσης για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων εισφοράς σε γη, όπως και κάθε μεταβολής που επέρχεται με αυτή στο ακίνητο, ανεξάρτητα από την κοινοποίησή της ή μη στον ενδιαφερόμενο.

    6. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 12 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με την δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Ο παραπάνω λόγος είναι αόριστος και απορρίπτεται ως απαράδεκτος, αν δεν αναφέρεται σ1 αυτόν, εκτός των άλλων, ποια αποδεικτική δύναμη προσδόθηκε στο αποδεικτικό μέσο από το δικαστήριο της ουσίας και ποιο είναι το σχετικό σφάλμα της απόφασης. Με το δέκατο λόγο αναίρεσης, από τον αριθ. 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στο Εφετείο την αιτίαση, ότι παραβίασε την αποδεικτική δύναμη των αναφερόμενων εγγράφων από τα οποία προέκυπτε η μη κοινοποίηση της υπ' αριθ. πρωτ.29/323/ΠΕ 305/ Φεβρουαρίου 1997 απόφασης του Νομάρχη Θεσσαλονίκης σ' αυτόν και την Ζ. Ο λόγος αυτός είναι προεχόντως αόριστος, διότι δεν αναφέρονται τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη στοιχεία.

    7. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του νδ 1024/1971 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του ν. 3741/1929 και τα άρθρα 1002 και 1117 ΑΚ, είναι δυνατή η σύσταση διηρημένης (χωριστής) κυριότητας και επί αυτοτελών οικοδομημάτων που ανεγείρονται σε ενιαίο οικόπεδο (κάθετη ιδιοκτησία), ως και επί ορόφων ή μερών των οικοδομημάτων αυτών (οριζόντια ιδιοκτησία) με την επιφύλαξη των πολεοδομικών διατάξεων. Συνιστάται δε η κάθετη ιδιοκτησία, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ανωτέρω ν.δ/τος (1024/1971) με μονομερή δικαιοπραξία εν ζωή ή αιτία θανάτου του κυρίου του οικοπέδου ή με σύμβαση μεταξύ όλων των συγκυρίων και καταργείται με έναν από τους αναφερόμενους στο νόμο τρόπους, δηλαδή με αντίθετη σύμβαση, πλήρωση αιρέσεως ή προθεσμίας, καταστροφή του αντικειμένου της κάθετης ιδιοκτησίας ή με αναγκαστική απαλλοτρίωσή του, κατ' εφαρμογή του σχεδίου πόλεως, εφόσον όμως η εν λόγω απαλλοτρίωση περιλαμβάνει όλα τα επί του ενιαίου οικοπέδου υπάρχοντα οικοδομήματα ή τουλάχιστον το μέρος εκείνο του οικοπέδου, επί του οποίου ανεγέρθηκε ή πρόκειται να ανεγερθεί η οικοδομή του ενός από τους συγκυρίους. Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι λόγος αναίρεσης για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόστηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Η παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου είναι δυνατό να έχει ως περιεχόμενο την αιτίαση ότι η αγωγή, επί της οποίας έκρινε το δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη τελεσίδικη απόφαση, απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, ενώ συνέβαινε το αντίθετο σύμφωνα με το συγκεκριμένο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου. Στην προκείμενη περίπτωση όπως προκύπτει από την επισκόπηση του προσκομιζόμενου αντιγράφου της προσβαλλόμενης απόφασης με αυτήν κρίθηκε, ότι το αίτημα της από 2-6-2005 αγωγής των αναιρεσειόντων κατά των αναιρεσιβλήτων για δικαστική διανομή με σύσταση κάθετης ιδιοκτησίας επί του επίδικου ακινήτου των 3.254,37 τ.μ, που προέκυψε μετά την επιβολή εισφοράς σε γη, που καθορίστηκε με την προδιαληφθείσα 19/1994 πράξη εφαρμογής, είναι μη νόμιμο, διότι επί του αρχικού ακινήτου των 4.598,85 τ. μ έχει συσταθεί με σύμβαση των αρχικών συγκυρίων κάθετη ιδιοκτησία και έχουν ήδη ανεγερθεί από αυτούς οικοδομές και ότι εφόσον αυτή υφίσταται δεν είναι δυνατή η δικαστική διανομή του νέου οικοπέδου των 3.254,37 τ.μ με σύσταση κάθετης ιδιοκτησίας. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε το σχετικό λόγο έφεσης των αναιρεσειόντων, επικυρώνοντας την πρωτοβάθμια απόφαση, που είχε κρίνει ομοίως. Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις πιο πάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, αφού η καταρτισθείσα με σύβαση (όλων των αρχικών συγκυρίων) κάθετη ιδιοκτησία επί του αρχικού ακινήτου των 4.598,85 τ.μ δεν έχει καταργηθεί με έναν από τους προαναφερόμενους τρόπους, τέτοιο δε δε συνιστά η μεταβολή (μείωση) της έκτασης του αρχικού ακινήτου, με την καθορισθείσα εισφορά σε γη δυνάμει της πιο πάνω πράξης εφαρμογής, ενόψει του ότι η μείωση αυτή δεν επηρεάζει τις ανεγερθείσες οικοδομές και ανακύπτει μόνο θέμα επαναπροσδιορισμού της χρήσεως του ενιαίου οικοπέδου εκ μέρους των συγκυρίων αυτού. Συνεπώς είναι αβάσιμος ο ενδέκατος λόγος αναίρεσης,από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται τ' αντίθετα.
    8. Ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 εδαφ. α1 ΚΠολΔ προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όπως προαναφέρθηκε, αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται όταν πρόκειται για παραβίαση διοικητικών πράξεων (ΑΠ 603/2004). Με το δωδέκατο λόγο αναίρεσης, από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση της παραβίασης της 19/1994 πράξης εφαρμογής, που κυρώθηκε με την ΔΠ/ΓΑ/6802/652/21-2-1994 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης. Ο λόγος αυτός είναι, σύμφωνα με τη σκέψη που προεκτέθηκε, απαράδεκτος, 9. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Για τη θεμελίωση του λόγου αυτού πρέπει το έγγραφο να αφορά απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού, δηλαδή η κρίση του δικαστηρίου για απόδειξη ή όχι του ισχυρισμού αυτού να είναι επιβλαβής για τον αναιρεσείοντα. Αντίθετα αν το έγγραφο αφορά απόδειξη επουσιώδους ισχυρισμού, δηλαδή ισχυρισμού που δεν ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ο λόγος είναι απαράδεκτος. Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον έβδομο λόγο αναίρεσης, από τον αριθ.20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, όπως αυτός συμπληρώθηκε με τον πρώτο λόγο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, προσάπτουν στο Εφετείο την αιτίαση ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο της υπ' αριθ. πρωτ.29/323/ΠΕ305/ Φεβρουαρίου 1997 απόφασης του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, γιατί δέχθηκε ότι από αυτήν "προκύπτει κοινοποίησή της στο δεύτερο από αυτούς και στη σύζυγό του Ζ, ενώ κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από το εν λόγω έγγραφο, στο οποίο απλώς αναφέρεται ότι "ο Δήμος ... παρακαλείται να επιδώσει την απόφαση στον δεύτερο από αυτούς και στην Ζ". Ο λόγος αυτός είναι αλυσιτελής και έτσι απαράδεκτος, αφού, όπως προαναφέρθηκε, η πράξη εφαρμογής μετά την κύρωσή της με απόφαση του Νομάρχη και τη μεταγραφή της στο οικείο Υποθηκοφυλακείο, γίνεται οριστική και αμετάκλητη και αποτελεί ταυτόχρονα και πράξη βεβαίωσης για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων εισφοράς σε γη, όπως και κάθε μεταβολής που επέρχεται με αυτή στα ακίνητα, ανεξάρτητα από την κοινοποίηση ή μη στον ενδιαφερόμενο.
    10. Κατά τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, εκτός αν παραβιάστηκαν κανόνες δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί ή αν υπάρχει λόγος αναίρεσης κατά το άρθρο 559 αρ. 19 και 20. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι ρητώς εξαιρείται του αναιρετικού ελέγχου η εκτίμηση του δικαστηρίου επί πραγματικών γεγονότων. Στην προκείμενη περίπτωση με το δεύτερο λόγο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, από τον αριθ. 16α του άρθρου 559 ΚΠολΔ, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν την αιτίαση, ότι το Εφετείο παρά το νόμο δέχθηκε ότι η 19/1994 πράξη εφαρμογής τροποποιήθηκε με την υπ' αριθ. πρωτ.29/323/ΠΕ 305/ Φεβρουαρίου 1997 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλο-νίκης, ενώ όπως αποδεικνύεται από τα αναφερόμενα έγγραφα η τελευταία πράξη είναι ανύπαρκτη, διότι ουδέποτε συντάχθηκε. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απαράδεκτος, αφού οι αναιρεσείοντες, υπό την επίκληση της προαναφερόμενης πλημμέλειας εκ του άρθρου 559 αριθ. 16 ΚΠολΔ, πλήττουν αποκλειστικά την εκτίμηση από το Δικαστήριο της ουσίας πραγματικού γεγονότος, η οποία (εκτίμηση) δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου.
    11. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, η οποία δεν περιέχει άλλους λόγους, εκτός από τους παραπάνω, και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, που κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα των τελευταίων (ΚΠολΔ 176,183,191 παρ.2).
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 30-7-2008 αίτηση των Χ1 και Χ2του Χ1 για αναίρεση της 1468/2008 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
    ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
    Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Μαρτίου 2010. Και
    Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 20 Απριλίου 2010.
    Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 
Δικαστήριο:ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος:ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:73
Ετος:1994

Περίληψη

Απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών (ΑΚ 388). Προϋποθέσεις. Κάθετη ιδιοκτησία. Σύσταση. Ολοκληρώνεται με τη μεταγραφή της συστατικής πράξης. Μη εφαρμογή της ΑΚ 388.
Κείμενο Απόφασης

Αριθμός 73/1994




ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Δ' Πολ. Τμήμα


ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές, Νικόλαο Καβαλλιέρο, Αντιπρόεδρο, Παύλο Ζιάννη, Θεόδωρο Τόλια, Παναγιώτη Δημόπουλο και Ανδρέα Κατράκη, Αρεοπαγίτες.


ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 29 Οκτωβρίου 1993, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Σταύρου Κουτελιδάκη (ο Εισαγγελέας είχε κώλυμα να μετάσχει) και της Γραμματέως Βασιλικής Σαμίου, για να δικάσει μεταξύ:


Του αναιρεσείοντος: Ι. Φ. Π., κατοίκου Περιστερίου Αττικής, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Παπαδημητρίου.


Του αναιρεσίβλητου: Α. Φ. Π., κατοίκου Χαϊδαρίου Αττικής, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ανδρέα Ανδρεάδη.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10 Ιουνίου 1990 αγωγή που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2341/1992 του ίδιου Δικαστηρίου και 6813/1992 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί ο ενάγων με την από 27 Ιουλίου 1992 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω, ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Κατράκης ανέγνωσε την έκθεση του κωλυομένου Αρεοπαγίτη Νικολάου Παραθύρα, ο πληρεξούσιος του
αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.
Ο Εισαγγελέας πρότεινε την απόρριψη της αιτήσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 8 του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, εάν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη πράγματα προταθέντα που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, που αποτελούσε ιδιαίτερη βάση της αγωγής του, περί κηρύξεως λελυμένης της μεταξύ αυτού και του αναιρεσιβλήτου συμβάσεως κάθετης ιδιοκτησίας, άλλως περί τροποποιήσεως αυτής, εκ του ότι η οικοδομή που ανήγειρε ο αναιρεσίβλητος επί του ανήκοντος στον ίδιον αυτοτελούς τμήματος του κοινού οικοπέδου των υπερέβη την συμφωνηθείσα έκταση και για τον λόγο αυτό, καθώς και εκ του ότι επήλθε μετά την σύμβαση, με τον νέο ΓΟΚ μεταβολή των όρων δομήσεως, δεν έχει πλέον την δυνατότητα (ο αναιρεσείων) να οικοδομήσει και καλύψει για ίδιο λογαριασμό ολόκληρη την συμφωνηθείσα έκταση στο υπόλοιπο τμήμα του ακινήτου. Από τις επικαλούμενες όμως προς στήριξη της ως άνω βάσεως της αγωγής διατάξεις του ν.δ. 1024/1971, του νόμου 3741/1929 και των άρθρων 388, 1002 και 1117 ΑΚ, δεν προβλέπεται η δυνατότητα δικαστικής λύσεως ή τροποποιήσεως της προαναφερομένης ολοκληρωμένης και εκτελεσμένης συμβάσεως μεταξύ των συγκυρίων εκ του λόγου τούτου. Επομένως εφ'όσον η επικαλουμένη βάση της αγωγής δεν εστηρίζετο τελεσφόρως στις διατάξεις αυτές, ούτε ο αναιρεσείων ισχυρίστηκε ότι τα ανωτέρω στοιχεία (υπέρβασης καλύψεως, νομοθετική μεταβολή) αποτέλεσαν διαλυτική αίρεση της συμβάσεως, ο προβληθείς προς στήριξη της βάσεως αυτής ισχυρισμός δεν ήταν ουσιώδης, και το Εφετείο δεν υπέπεσε στην επικαλουμένη πλημμέλεια και εάν δεν έλαβε αυτόν υπόψη και δεν το ερεύνησε. Κατ'ακολουθίαν ο περί του εναντίου σχετικός λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος.
ΙΙ. Κατά το άρθρο 388 εδαφ. α' του ΑΚ, αν τα περιστατικά στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν την σύναψη αμφοτεροβαρούς συμβάσεως, μεταβλήθηκαν ύστερα από λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν και από την μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής, έγινε υπέρμετρα επαχθής, το δικαστήριο μπορεί κατά την κρίση του, με αίτηση του οφειλέτη να την αναγάγει στο μέτρο, που αρμόζει και να αποφασίσει την λύση της συμβάσεως εξολοκλήρου ή κατά το μέρος που δεν εκτελέστηκε ακόμη. Από την διάταξη αυτή προκύπτει, ότι το δικαίωμα όπως, με την συνδρομή και των λοιπών προϋποθέσεων, ζητηθεί από το δικαστήριο η αναγωγή της παροχής στο προσήκον μέτρο ή η λύση της συμβάσεως υφίσταται μόνο, αν κατά τον χρόνο που επιδιώκεται η ικανοποίηση του δικαιώματος αυτού δεν έχει εκτελεσθεί πλήρως η σύμβαση. Εξάλλου με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ.1 και άρθρου 2 του προαναφερόμενου ν.δ.1024/1971 ορίζονται τα εξής: α) "Εν τη εννοία του αρθρ. 1 του ν.
3741/1929 και των άρθρ. 1002 και 1117 του Αστ. Κώδικος, δύναται να συσταθεί διηρημένη ιδιοκτησία και επί πλειόνων αυτοτελών οικοδομημάτων, ανεγειρομένων επί ενιαίου οικοπέδου ανήκοντος εις ένα ή πλείονας, ως και επί ορόφων ή μερών των οικοδομημάτων τούτων, επιφυλασσομένων των πολεοδομικών διατάξεων", β) "Διηρημένη ιδιοκτησία επί των περιπτώσεων των προβλεπομένων υπό του ν. 3741/1929 "περί ιδιοκτησίας κατ'ορόφους" ή του παρόντος, συνιστάται είτε εν ζωή ή αιτία θανάτου του κυρίου του οικοπέδου είτε δια συμβάσεως των τυχόν συγκυρίων αυτού". Από τις παρατεθείσες διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 13 παρ.1 του πιο πάνω νόμου 3741/1929, με την οποία ορίζεται ότι "πάσα σύμβασις κανονίζουσα ή μεταβάλλουσα τα αμοιβαία δικαιώματα και υποχρεώσεις των ιδιοκτητών γίνεται διασυμβολαιογραφικού εγγράφου και καταχωρίζεται εις το βιβλίο μεταγραφών", προκύπτει, ότι η καθιερούμενη αυτή μορφή της κάθετης και αυτοτελούς ιδιοκτησίας σε οικοδόμημα που ανεγείρεται ή πρόκειται να ανεγερθεί επί κοινού οικοπέδου, ιδρύεται και επομένως έχει ολοκληρωθεί από τον χρόνο μεταγραφής της συστατικής της πράξεως, χωρίς δηλαδή να τελεί υπό την αίρεση της ανοικοδομήσεως από τον κάθε συνιδιοκτήτη του τμήματος του οικοπέδου που συμβατικά για το σκοπό αυτό του αναλογεί. Επομένως η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 388 του ΑΚ, δεν ευρίσκει έδαφος εφαρμογής σε μια τέτοια σύμβαση, γιατί μετά την μεταγραφή της συστατικής της πράξεως η σύμβαση αυτή έχει εκτελεσθεί. Ετσι εφόσον το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε ότι η βάση της ένδικης αγωγής που στηριζόταν στις διατάξεις του άρθρ. 388 ΑΚ δεν ήταν νόμιμη εκ του ότι οι διατάξεις αυτές δεν έχουν εφαρμογή, γιατί δεν υπάρχει οργανική εξάρτηση παροχής και αντιπαροχής στην σύμβαση συστάσεως κάθετης μεταξύ των διαδίκων συνιδιοκτησίας και την απέρριψε εκ του λόγου τούτου, σε ορθό κατέληξε συμπέρασμα και πρέπει, αντικαθισταμένης στο σημείο τούτο της ως άνω αιτιολογίας της (άρθρ.
578 ΚΠολΔ), να απορριφθεί ο αντίθετος από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ. δεύτερος, κατά το πρώτο μέρος του, λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, ως αβάσιμος.
ΙΙΙ. Εάν δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής του άρθρου 388 ΑΚ, μπορεί, χωρίς να διατάσσεται η λύση της συμβάσεως, να αναγνωρισθεί από το δικαστήριο η κατά το άρθρο 288 του ΑΚ προσαρμογή της παροχής προς την αντιπαροχή, με περιορισμό ή επέκταση του μεγέθους της, ώστε αυτή να ανταποκρίνεται στο μέτρο που επιβάλλει η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών. Στην ευρύτητα δε των πλαισίων που εκτυλίσσεται η συναλλακτική πρακτική, η αρχή αυτή, που θεσμοθετείται από την πιο πάνω διάταξη, μπορεί μεν να λειτουργήσει και προς αποκατάσταση δυσμενών συνεπειών που συνεπάγεται σε βάρος ενός από τους συμβαλλομένους συγκεκριμένη νομοθετική μεταβολή, πάντοτε όμως με την συνδρομή δυσβάστακτων για το βλαπτόμενο μέρος συνεπειών. Στην κρινόμενη περίπτωση το Εφετείο δέχθηκε τα εξής: Οι διάδικοι οι οποίοι είναι συγκύριοι κατά το ήμισυ εξ αδιαιρέτου ο καθένας ενός οκοπέδου, εμβαδού 486,75 τ.μ., που ευρίσκεται στην οδό Ν. αριθ. 25 στο Χαϊδάρι Αττικής, συνήψαν στις 14 Νοεμβρίου 1978 με την συστατική πράξη 1826/1978 του συμβολαιογράφου Αθηνών Λ. Β., που μεταγράφηκε νόμιμα, σύμβαση κάθετης ιδιοκτησίας, με την οποία χώρισαν το ως άνω οικόπεδο σε ανατολικό και δυτικό τμήμα και συμφώνησαν να ανεγείρουν οικοδομή, ο μεν ενάγων (αναιρεσείων) στο ανατολικό, ο δε εναγόμενος (αναιρεσίβλητος) στο δυτικό τμήμα αυτού. Κατ'εφαρμογή της ως άνω συμβάσεως ο αναιρεσίβλητος ανήγειρε το έτος 1979 την οικοδομή του, σύμφωνα με τα συμβατικά σχέδια του μηχανικού Γεωργίου Αντωνοπούλου, χωρίς καμία παρέκκλιση, εμβαδού 202,96 τ.μ. Το έτος 1989, που ο αναιρεσείων αποφάσισε να οικοδομήσει στο οικόπεδο (ανατολικό τμήμα) την δική του οικοδομή, έπρεπε να την κατασκευάσει κατά 20,50 τ.μ. μικρότερη και για τους δύο ορόφους από όσον προέβλεπαν τα αρχικά συμβατικά σχέδια (163,50 τ.μ. αντί 184 μ.), γιατί στο μεταξύ είχε επέλθει κατά το έτος 1985 τροποποίηση του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, που περιόριζε τα όρια καλύψεως του οικοπέδου, ενώ ακόμη δεν επέτρεπε την κατασκευή εξωστών προς τις πλάγιες πλευρές του οικοπέδου, όπου έχουν αφεθεί ακάλυπτες λωρίδες, όπως επιτρεπόταν με το προηγούμενο πολεοδομικό καθεστώς. Στην συνέχεια το Εφετείο προς απόκρουση του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος, ότι η άρνηση του αναιρεσίβλητου να του επιτρέψει την επέκταση της οικοδομής και στον βορεινό ακάλυπτο χώρο (λωρίδα) του οικοπέδου, ώστε να καλύψει την εδαφική διαφορά των 20,50 τ.μ. που του στέρησε ο νέος ΓΟΚ, αντίκειται στις αρχές της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, δέχθηκε τα εξής: 1) Η μεταβολή του ΓΟΚ δεν μετέβαλε τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την κατάρτιση της συμβάσεως σε τόσο σημαντικό βαθμό, όπως απαιτεί το άρθρο 288 ΑΚ, ώστε να είναι επιβεβλημένη αναπροσαρμογή της, αφού η απώλεια είναι 20,50 τ.μ. σε σχέση με τα προβλεπόμενα στην σύμβαση και τους τότε όρους δομήσεως και ο εφεσίβλητος μπορεί να οικοδομήσει 163,50 τ.μ. 2) Η αφεθείσα με την σύμβαση κάθετης ιδιοκτησίας ακάλυπτη λωρίδα σε όλο το μήκος της βόρειας πλευράς του οικοπέδου είναι ζωτικής σημασίας για τους διαδίκους και τις οικογένειές τους, γιατί δημιουργεί συνθήκες υγιεινής διαβιώσεως, ενώ προσδίδει μεγαλύτερη αξία στα διαμερίσματά τους. 3) Η επέκταση της οικοδομής του αναιρεσείοντος θα αποκλείσει εντελώς την θέα προς την οδό από τους βορεινούς εξώστες και τα παράθυρα της οικοδομής του αναιρεσίβλητου, η οποία ευρίσκεται στο βάθος του οικοπέδου. 4) Από την ως άνω ακάλυπτη λωρίδα προβλέπεται η διέλευση των αποχετευτικών αγωγών της οικοδομής του αναιρεσιβλήτου και με την κάλυψή της τούτο καθίσταται ανέφικτο, επερχομένης καταργήσεως υφιστάμενης δουλείας. 5) Για την παραπάνω ζημία του αναιρεσείοντος δεν ευθύνεται ο αναιρεσίβλητος, ο οποίος κατά την ανοικοδόμηση της οικίας του συμμορφώθηκε απόλυτα με την σύμβαση και τους ισχύοντες τότε όρους δομήσεως. Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά το Εφετείο έκρινε, ότι η άρνηση του αναιρεσίβλητου να δεχθεί την επέκταση της οικοδομής του αναιρεσείοντος στον ακάλυπτο χώρο της οικοδομής, δεν αντίκειται στις αρχές της καλόπιστης και της σύμφωνα με τα συναλλακτικά ήθη εκτελέσεως της συμβάσεως και αφού εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που είχε δεχθεί τα αντίθετα, απέρριψε ως αβάσιμη την αγωγή και κατά την επικουρική αυτή βάση. Με την κρίση αυτή ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε την παραπάνω ουσιαστική διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ και διέλαβε στην απόφασή του σαφείς, πλήρεις και επαρκείς αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο. Επομένως πρέπει οι σχετικοί δεύτερος κατά το δεύτερο μέρος του και τέταρτος από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
IV. Από την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως όταν το δικαστήριο της ουσίας υποπίπτει σε διαγνωστικό σφάλμα κατά την ανάγνωση του εγγράφου και δέχεται πραγματικά γεγονότα καταφανώς διαφορετικά από εκείνα που
περιλαμβάνονται σε αυτό και όχι όταν εκτιμώντας το έγγραφο ως αποδεικτικό μέσο, όπως έχει κατά το ακριβές περιεχόμενό του, είτε μόνο είτε σε συνδυασμό προς τα λοιπά νόμιμα αποδεικτικά μέσα, καταλήγει σε συμπέρασμα διαφορετικό απο εκείνο το οποίο θεωρεί ως ορθό ο
αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για εκτίμηση πραγματικών γεγονότων που δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο. Με τον τρίτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο για να καταλήξει στο πόρισμά του ότι δεν υπήρξε υπέρβαση εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου του συμβατικού εμβαδού καλύψεως της διαιρεμένης ιδιοκτησίας του, όπως αυτό προέκυπτε από την 1826/1978 πράξη συστάσεως κάθετης ιδιοκτησίας και τα συνημμένα σε αυτήν σχέδια, παραμόρφωσε το περιεχόμενο της πράξεως αυτής, αφού, δέχθηκε ότι η συμφωνημένη κάλυψη του ενιαίου οικοπέδου ήταν 202,46 τ.μ., ενώ πραγματικά είναι 194.70 τ.μ. Με τον προαναφερόμενο όμως λόγο αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση σφάλμα ως προς την αξιολόγηση του περιεχομένου του εγγράφου και όχι ως προς την ανάγνωσή του. Επομένως πρέπει να απορριφθεί ο λόγος αυτός αναιρέσεως ως απαράδεκτος.
V. Με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο της αιτήσεως, πλήσσεται η απόφαση εκ του ότι το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο πόρισμά του ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 288 ΑΚ, που αποτελούσε την επικουρική βάση της αγωγής, περιέλαβε εσφαλμένη από το άρθρο 300 του ΑΚ αιτιολογία, δεχθέν ότι ο αναιρεσείων συντέλεσε με δική του υπαιτιότητα στην ζημία που επήλθε σε βάρος του από την μεταβολή της νομοθεσίας, γιατί δεν επιδίωξε στον χρόνο ισχύος του προηγούμενου ΓΟΚ να εκδόσει την άδεια ανοικοδομήσεως, ενώ, όπως υποστηρίζει ο αναιρεσείων, τέτοια υποχρέωση δεν είχε ούτε από τον νόμο ούτε από την σύμβαση. Οπως προκύπτει όμως από την προσβαλλόμενη απόφαση, το δικαστήριο προκειμένου να αποκρούσει την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 288 ΑΚ, δεν στήριξε την κρίση του στο αρνητικό γεγονός της παραλείψεως του αναιρεσείοντος να ανοικοδομήσει την διαιρεμένη εδαφική ιδιοκτησία του στα χρονικά πλαίσια που ίσχυε ο προηγούμενος Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός, αλλά στα αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη, σχετικά με την βασιμότητα του δεύτερου και τέταρτου από τους λόγους αναιρέσεως, πραγματικά περιστατικά, τα οποία μόνα ήσαν ικανά, να δικαιολογήσουν την έλλειψη των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 288 ΑΚ και επομένως να στηρίξουν το σαφές διατακτικό της αποφάσεώς του. Ετσι η αναφορά στην προσβαλλόμενη απόφαση και της σκέψεως ότι ήταν δυνατόν να αποφευχθεί εντελώς η ζημία αν ο
αναιρεσείων φρόντιζε μέχρι του 1985, οπότε μεταβλήθηκε ο ΓΟΚ, να εκδοθεί η άδεια για την οικοδομή του, δεν ενέχει ούτε ευθεία ούτε εκ πλαγίου παράβαση της προκειμένης διατάξεως του άρθρου 288 ΑΚ. Επομένως πρέπει ο αντίθετος από τις παραγ. 1, 8 και 19 του ίδιου άρθρου πέμπτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται παραβίαση των εν λόγω διατάξεων (λήψη υπ'όψη πραγμάτων μη προταθέντων και έλλειψη αιτιολογίας) να απορριφθεί.
VI. Επειδή, ο ηττηθείς αναιρεσείων πρέπει να καταδικασθεί στην δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, που κατέθεσε προτάσεις.
Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει την από 27 Ιουλίου 1992 αίτηση του Ι. Φωτ. Π., για αναίρεση της υπ'αριθ. 6813/1992 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, την οποία ορίζει σε εκατόν εξήντα χιλιάδες (160.000) δραχμές.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 30 Νοεμβρίου 1993.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Εισηγητές:Ανδρέας Κατράκης


    Αμέσως παρακάτω η γνωμοδότηση του ΝΣΚ 620/1994, την οποία μπορείτε να βρείτε και ΕΔΩ και ΕΔΩ












ζ. Περιπτώσεις κατάργησης ή μη οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας λόγω αναγκα-
στικής απαλλοτρίωσης τμήματος του ακινήτου 
96. Σε ακίνητο, το οποίο έχει υπαχθεί σε οριζόντια ή κάθετη ιδιοκτησία, η ανα-
γκαστική απαλλοτρίωση για δημόσια ωφέλεια για οποιονδήποτε λόγο και ειδικότε-
ρα λόγω ρυμοτομίας για τη δημιουργία ή την διαπλάτυνση οδών ή πλατειών τμή-
ματος αυτού, στο οποίο δεν υπάρχει οικοδομή ή μέρος αυτής ή δεν υπάρχει αυτο-
τελές οικοδόμημα, δεν επιφέρει κατάργηση της οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας 
στο ακίνητο, η οποία εξακολουθεί να λειτουργεί στο τμήμα που απέμεινε μετά την 
απαλλοτρίωση
101. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση για δημόσια ωφέλεια για οποιονδήποτε λό-
γο και ειδικότερα λόγω ρυμοτομίας τμήματος ακινήτου, που έχει υπαχθεί σε κάθετη 
ιδιοκτησία και στο οποίο τμήμα βρίσκονται αυτοτελή οικοδομήματα, τα οποία με 
ποσοστό συγκυριότητας στο οικόπεδο έχουν αναγνωριστεί ως κάθετες ιδιοκτησίες 
του ακινήτου, επιφέρει κατάργηση της κάθετης ιδιοκτησίας στο ακίνητο, διότι στην 
περίπτωση αυτή δεν ερευνάται αν έχουν απαλλοτριωθεί όλα τα αυτοτελή οικοδο-
μήματα ή κατά τα 3/4 ή περισσότερο ή λιγότερο της αξίας αυτών και δεν χωρεί α-
νάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 9 παρ. 2 και 3 του ν. 3741/1929, λό-
γω διαφορετικών νομικών συνθηκών, δεδομένου ότι σε καμία περίπτωση κανένα 
αυτοτελές οικοδόμημα που απαλλοτριώθηκε δεν μπορεί να επανοικοδομηθεί ή να 
αποκατασταθεί στην προτέρα κατάστασή του, για να είναι δυνατή η συνέχιση της 
κάθετης ιδιοκτησίας στο ακίνητο. Εκτός όμως αυτού καταργείται η κάθετη ιδιο-
κτησία στο ακίνητο και διότι οι κύριοι των αυτοτελών οικοδομημάτων που απαλλο-
τριώθηκαν εξακολουθούν να είναι συγκύριοι στο έδαφος που δεν απαλλοτριώθηκε 
και στο οποίο υπάρχουν αυτοτελή οικοδομήματα των οποίων είναι και συγκύριοι των 
κοινών μερών, χωρίς όμως να είναι και κύριοι αυτοτελών οικοδομημάτων, γεγονός 
που αντίκειται στις διατάξεις του ν.δ. 1024/1971 και του άρθρου 1117 ΑΚ, βάσει των 
οποίων δεν μπορεί να υπάρχουν συγκύριοι στο έδαφος και στα κοινά μέρη των αυτο-
τελών οικοδομημάτων, οι οποίοι να μην είναι και κύριοι αυτοτελών οικοδομημάτων.

  • Τέλος, εξυπακούεται ότι η ρυμοτόμηση μέρους του χώρου της αποκλειστικής χρήσης μίας κάθετης ιδιοκτησίας δεν επιφέρει καμία μεταβολή στην νομική κατάστασή της, πλην βεβαίως του περιορισμού του χώρου της αποκλειστικής χρήσης της  και ιδίως στο ποσοστό δόμησης , που δικαιούται, διότι αυτό προσδιορίζεται από το ποσοστό της κάθετης ιδιοκτησίας στο οικόπεδο , κατά την παγία νομολογία του Αρείου Πάγου (ΕΔΩ) , η οποία,  εξάλλου, δεν συνιστά   τίποτε περισσότερο  από μία απλή επανάληψη  του νόμου,  και όχι από το εμβαδόν του χώρου της αποκλειστικής χρήσης της, που από καμία διάταξη νόμου δεν είναι υποχρεωτικό να βρίσκεται σε αντιστοιχία προς το ποσοστό συνιδιοκτησίας, που η κάθετη ιδιοκτησία έχει στο σύνολο του οικοπέδου* και δεν αποτελεί τίποτε περισσότερο από μία συμφωνία, που λαμβάνεται σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 3741/1929 και η οποία , σύμφωνα με το άρθο 13 παρ. 3 του Ν. 3741/1929 , έχει τον χαρακτήρα δουλείας.  
                *Βλ. και  και Γνωμ. ΝΣΚ 66/1992 (ΕΔΩ) , όπου , στην 10η σελίδα αναφέρεται κατά λέξη "από καμμιά διάταξη του Ν. 1337/1983 και ειδικότερα από τα αρ. 8 παρ. 8 και 12 παρ. 1 αυτού δεν προκύπτει εξομοίωση του δικαιώματος αποκλειστικής χήρσης προς το δικαίωμα συγκυριότητας του εδάφους, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης του κοινού οικοπέδου  δεν είναι απαραίτητηο να έχει σε αναφορά προς την έκταση του οικοπέδου την αυτή σχέση που έχει το αντίστοιχο ιδανικό μερίδιο προς την κυριότητα του όλου οικοπέδου (Καλλιμοπούλου Ερμ Α. Κ. υπ' αρ. 1117 παρ. 12-15)"



....